Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Άντρεα Σαββίδου.
Τετάρτη, 5 Αυγούστου 2015.
Οι φωνές μας ακούγονταν μέχρι έξω, πράγμα που δεν ξανάκανα στη δουλειά. Αλλά ήταν να μη φωνάζω μ’ αυτά που άκουγα; Έπιασα τον εαυτό μου να τρέμει από τη σύγχυση και να βγαίνω φουριόζα έξω από το γραφείο του διευθυντή. Ξεκίνησα να μαζεύω τα πράγματά μου. Παραιτήθηκα όντως; Δεν πολυθυμάμαι. Το ΄χω αυτό όταν εκνευρίζομαι. Και μου το ΄λεγε εμένα η μάνα μου, «δεν κάνεις παιδάκι μου γι’ αυτή τη δουλειά, εσύ δε συμβιβάζεσαι ούτε στο αναψυκτικό σου, εκεί μέσα με τόσους πάνω απ΄ το κεφάλι σου πώς θα αντέξεις;» Ούτε εκείνη συμβιβάζεται όμως, νομίζω αυτό το κουσούρι απ΄ αυτήν το πήρα.
Είναι που όταν θέλω κάτι, το θέλω ακριβώς όπως το σχεδίασα μέσα στο μυαλό μου. Μια φορά θυμάμαι έψαχνα ένα τζιν για πάνω από εξάμηνο, λες και υπάρχει σχεδιαστής που θα το έφτιαχνε ακριβώς όπως το σκέφτηκα εγώ απ΄ την καρέκλα του σπιτιού μου. Αλλά μια μέρα.. τσουπ! Εμ, καλά το είπε ο Κοέλιο, όταν θέλεις κάτι πολύ και είσαι αρκετά ξεροκέφαλος να μη συμβιβαστείς σε κάτι λιγότερο και σταματήσεις το ψάξιμο, ολόκληρο το σύμπαν και η καταχρεωμένη πιστωτική σου, συνωμοτεί για να το αποκτήσεις. Ντάξει δεν το ‘πε ακριβώς έτσι, αλλά το νόημα αυτό ήταν.
Σχεδόν τελείωσα το πακετάρισμα. Μόνο τη φωτογραφοθήκη μου πρέπει να προσέξω, 30 ευρώ την πήρα την κορνίζα. Ξύλο καρυδιά και χαραγμένη η λέξη «Forever». Όχι δεν είχα γκόμενο, σιγά μην έδινα υπόσχεση παντοτινής αγάπης σε γκόμενο. Εγώ με τις κολλητές μου σε μια -και καλά- αυθόρμητη φωτογραφία που βγάλαμε στην Ιταλία. Αχ πόση ανάγκη έχω από ένα ταξίδι τώρα. Να φύγω μακριά απ’ όλους και απ’ όλα. Πόσο μετανιώνω που δεν έκλεισα τα εισητήρια για Μύκονο, αλλά δε μου δίνανε άδεια απ’ τη δουλειά. Φυσικά και δε θα μου δίνανε άδεια, πότε εκτίμησαν τη δουλειά μου για να μου κάνουν τέτοια χάρη. Βρε καλά έκανα και παραιτήθηκα!
Παραιτήθηκα. Άρα δεν έχω δουλειά. Άρα δε χρειάζομαι άδεια. Ναι, αλλά χρειάζομαι λεφτά. Ναι αλλά πότε με σταμάτησε αυτό; Θα βρω λεφτά. Τις παίρνω τώρα να τους πω πως θα πάω μαζί τους. Σε τρεις μέρες φεύγουμε, Χριστέ μου πώς θα τα βολέψω;
Σάββατο, 8 Αυγούστου 2016.
Γενικά τα φοβάμαι τα αεροπλάνα. Σε κάθε ταξίδι κρατάω το χέρι του διπλανού μου, είτε τον ξέρω τον άνθρωπο είτε όχι. Και στην απογείωση και στην προσγείωση, δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά. Αυτή την φορά κρατούσα το χέρι της Μαρίας, ευτυχώς δε χρειάστηκε να απολογηθώ σε κανέναν άγνωστο για την άβολη στιγμή που θα του έσφιγγα το χέρι σαν μέγκενη! Η Μαρία είναι φίλη παιδική. Το ίδιο και η Στέλλα. Με αντέχουν χρόνια τώρα. Η Μαρία είναι ο σχεσάκιας της παρέας. Πώς τα καταφέρνει αυτή η κοπέλα και έχει τον ίδιο γκόμενο δίπλα της για χρόνια ολόκληρα δεν μπορώ να καταλάβω. Ευτυχώς έχω τη Στέλλα που είναι μια ζωή single να μου κάνει παρέα. Δεν κάνουμε εμείς γι’ αυτά το πήραμε απόφαση.
«Θες να αλλάξουμε θέση;», με ρωτάει η Μαρία. Πόσο με καταλαβαίνει αυτό το κορίτσι, αλήθεια. «Σοβαρά; Ναι!» Επιτέλους δίπλα στο παράθυρο! Πόσο όμορφα είναι όλα. Πόσο απίστευτο το γαλάζιο του ουρανού, έγινε ένα με τη θάλασσα. Και πόσο την αγαπώ τη θάλασσα! Πάντα πίστευα πως το χρώμα του έρωτα είναι το γαλάζιο. Κόκκινο κι αηδίες. Γαλάζιο είναι, το γαλάζιο της θάλασσας. Γιατί κι ο έρωτας τι είναι; Θάλασσα είναι. Άλλοτε σκοτεινό βαθύ μπλε, άλλοτε χαρούμενο γαλάζιο, και άλλοτε καθάριο διάφανο. Δεν το ξανάζησα, δεν ερωτεύτηκα ποτέ. Έμπλεξα με 2-3 που νόμιζα πως ερωτεύτηκα αλλά ούτε κόκκος άμμου δεν ήταν, πόσο μάλλον θάλασσα! Τι θέλω και τα θυμάμαι, πάνε αυτά, χωρίς δουλειά και χωρίς γκόμενο καθ’ οδόν για Μύκονο, δυο επιλογές υπάρχουν: ή θα πάθω κατάθλιψη ή θα ξεσαλώσω. Σήμα για ζώνη, προσγειωνόμαστε. Το χέρι της Στέλλας ήταν ήδη πάνω στο δικό μου. Ε λοιπόν, το πήρα απόφαση. Θα ξεσαλώσω, δε με μεγάλωσε εμένα η μάνα μου για να πέφτω στα πατώματα!
Κυριακή, 9 Αυγούστου 2015
Το ξυπνητήρι μου χτύπησε στις 8:10 ακριβώς. Στις 8:30 έτρωγα κρουσάν σοκολάτας με τα κορίτσια μου και μέχρι τις 9:30 ήμασταν ήδη ξαπλωμένες στην άμμο της Μυκόνου. Το ’χα βάλει στόχο: Φέτος θα έπαιρνα το αίμα μου πίσω για όλα τα καλοκαίρια που πέρασα με κάτασπρες γάμπες, κλειδωμένη στο γραφείο. Προβλέπεται μεγάλη μέρα, κάναμε πρόγραμμα –η Στέλλα δηλαδή, εγώ δεν το ’χω με την οργάνωση- αλλά το μόνο σίγουρο ήταν πως θα καταλήγαμε μεθυσμένες. Κι εδώ που τα λέμε, δεν ξεκινάμε από τώρα; «Πάω μια βόλτα» είπα και κατευθύνθηκα προς το μπαρ.
Παράγγειλα τρία μοχίτο, έτσι για το γαμώτο. Εμένα δεν μου πολυαρέσουν τα κοκτέιλς αλλά ταιριάζουν στην περίσταση, άρα θα κάνω την καρδιά μου πέτρα και θα το πιω. «On the house», μου λέει ο μπάρμαν και μου κλείνει το μάτι. Του χαμογελάω και πάω πίσω στα κορίτσια. Όση ώρα περπατώ με κοιτάζουν και γελάνε, μάλλον δεν περίμεναν να εμφανιστώ με κοκτέιλς. Ανυπομονώ να δω την έκφραση στα μάτια τους όταν τους πω πως ο θεός μπάρμαν μου τα ’ριξε. Συνεχίζουν να γελάνε. Η Μαρία κρατάει στα χέρια της ένα μαγιό, κόκκινο, ολόιδιο με το δικό μου. Μια στιγμή.. Το δικό μου είναι! Γι’ αυτό μου κέρασε τα μοχίτο ο χριστιανός, τι να ’κανε! Στην αρχή ντράπηκα, αλλά μετά την είδα αλλιώς. Δε μας ξέρουν, δεν τους ξέρουμε. Γιατί όχι;
Το ποτό μου τελείωσε και μόλις που έκανα να σηκωθώ για να κατευθυνθώ προς το μπαρ, ήρθε το βουνό στον Μωάμεθ, μαζί με τέσσερα σφηνάκια και διάθεση για κουβέντα. Με κάλεσε το βράδυ να με ξεναγήσει στο νησί και ένοιωθα το κάθε κύτταρό μου να πάλλεται! Δεν τον είχα προσέξει πριν. Καλογυμνασμένος και εμφανώς μαυρισμένος ναι, αυτό το είδα. Τα μάτια του δεν είχα προσέξει: γαλάζια, το ανοιχτόχρωμο της θάλασσας.
Κατα τις 10 το βράδυ ήμουν ήδη στο μπαρ. Δεν ήθελα κάτι σοβαρό, εξάλλου ούτε κι αυτός αποζητούσε σχέσεις και αηδίες. Δεν τον ρώτησα φυσικά αλλά έτσι θα ήταν. Να δεις που θα με πήγαινε για κλάμπινγκ και δεν έβαλα τακούνια.
Απ’ ότι κατάλαβα, στη θάλασσα πηγαίναμε. Πήρε από το μπαρ ένα μπουκάλι κρασί και δυο ποτήρια. Κάτσαμε στην άμμο και ξεκίνησε να με ρωτάει για τη ζωή μου. Δεν είχα και πολλά να του πω, έδειχνε όμως τόσο αφοσιωμένος σε όσα του έλεγα. Του είπα για τη δουλειά, για τα κορίτσια μου. Όση ώρα του μιλούσα παρατηρούσα το πρόσωπό του. Άλλαζε εκφράσεις εύκολα, σαν εμένα. Και τα μάτια του δεν ήταν τόσο γαλάζια απόψε, ήταν πιο βαθύ μπλε, μάλλον θα φταίει το σκοτάδι. Εκείνος δε μιλούσε πολύ, με κοιτούσε μόνο. Μια στιγμή μόνο έκλεισε τα μάτια του, την ώρα που με φίλησε.
Δευτέρα, 10 Αυγούστου 2015
Ξύπνησα από τη ζέστη. Λίγο ο ήλιος πάνω απ’ το κεφάλι μου, λίγο η αγκαλιά του. Ο ήχος της θάλασσας από τη μια, ο ήχος του κινητού μου από την άλλη. Ξέχασα τα κορίτσια! Τον φίλησα ξανά, δώσαμε ραντεβού για το βράδυ, ντύθηκα και έφυγα τρέχοντας για το ξενοδοχείο!
Το βράδυ κατάλαβα πόσο ερωτευμένη ήμουν. Και χίλια χέρια να με αγγίζαν, θα ξεχώριζα τα δικά του. Ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα, θα πήγαινα πίσω στο σπίτι την επόμενη μέρα. Κάπου εδώ θα έπρεπε να αποχαιρετιστούμε.
Τρίτη, 11 Αυγούστου 2015
Ακόμα νιώθω τα χέρια του πάνω μου. Μου άφησε το τηλέφωνό του μαζί με μια υπόσχεση πως θα ξαναειδωθούμε. Η Στέλλα μου κρατάει το χέρι για να απογειωθούμε και είναι η πρώτη φορά που νιώθω πως το έχω πραγματική ανάγκη.
Σάββατο, 4 Ιουνίου 2016
Από τότε η κάθε μου μέρα ξεκινάει με τον ήχο της φωνής του. Από τότε μετράω αντίστροφα τις μέρες για να τον ξαναδώ. Δεν έχω παράπονο, σε κάθε ευκαιρία πετάγεται και με βλέπει για λίγες μέρες. Μα εγώ ανυπομονώ να πάω στο νησί μας. Σε δέκα μέρες θα είμαι ξανά στην αγκαλιά του. Σε δέκα μέρες θα ξαναγίνει ένα το γαλάζιο της θάλασσας με το γαλάζιο των ματιών του.
Τα καλοκαίρια για ‘μας φτιάχτηκαν, για τις νύχτες κάτω απ’ τα αστέρια και τα μεθυσμένα σ’αγαπώ δίπλα από το κύμα.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Άντρεα και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!