Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Χριστοδούλου Αναστασία.
Καλοκαίρι. Σύμφωνα ακόμη και με την ετυμολογία της λέξης, η εποχή που χαρίζει απλόχερα ωραίες μέρες, εικόνες, ήχους, μυρωδιές, αναμνήσεις και ευκαιρίες για αναζήτηση, έρωτα, αναθεώρηση και λάθη. Εποχή που στο άκουσμά της προοικονομεί ανέμελες βόλτες στην παραλία, βιαστικές αποφάσεις , σύγχυση συναισθημάτων, καρδιά και όχι μυαλό , γιατί εξωτερικεύεται η εξουθένωση και η επιθυμία για ήλιο του χειμώνα . Δε θα μπορούσε αυτός ο έρωτας να είχε γεννηθεί διαφορετική εποχή. Γιατί απλούστατα δεν μπαίνει σε καλούπια, δε συμβιβάζεται, δε σβήνει, δεν τα παρατάει. Δε συνοδεύεται από τυμπανοκρουσίες και βαρύγδουπες δηλώσεις, μόνο υπόγεια τρέφεται και δεν εξασθενεί.
Βράδυ καλοκαιριού, μόλις νυχτώνει, βγαίνουμε βόλτα δίπλα στη θάλασσα με την κοριτσοπαρέα μου , απλές καταστάσεις, με σορτσάκια και σταράκια. Απόφαση στιγμής αποτελεί το να καθίσουμε σε μερικές ξαπλώστρες στην αμμουδιά, να παίξει η μία με την κιθάρα της και οι υπόλοιπες όπως πάντα πιάνουμε το τραγούδι ή τη συζήτηση φιλοσοφικού περιεχομένου. Η ώρα κυλά ευχάριστα με πειράγματα, ξεκαρδίσματα, νηφάλια τραγούδια και διάθεση στα ύψη. Η μία στην παρέα είναι πάντα εκείνη που θέλει τις στιγμές να τις κάνει αναμνήσεις, τραβώντας φωτογραφίες, γι’ αυτό και είχε εφοδιαστεί με μία κάμερα. Ξέρετε, από εκείνους τους φίλους που θα σε απαθανατίσουν σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεσαι, σαν κι αυτή στις τρεις τα ξημερώματα που λαχτάρισες παγωτό, κάθισες στο κρεβάτι αγκαλιά με τη συσκευασία με κότσο τα μαλλιά και πιτζάμες του ύπνου. Πάντα θα τους ακούσεις να λένε: «Αυτά μένουν» , δε θα το σκεφτείς πολύ και θα συμφωνήσεις απόλυτα. Έχει αναλάβει λοιπόν το φωτογραφικό υλικό και εμείς μόλις είχαμε αντιληφθεί την παρουσία μίας ακόμη παρέας λίγο πιο δεξιά από εμάς, τους καλωσορίζουμε με ένα μας τραγούδι και συνεχίζουμε.
Μέχρι που μία σταθερή, αισθαντική φωνή μας απευθύνεται και μας προτείνει να μας τραβήξει εκείνος μία φωτογραφία όλες μαζί. Ο φόβος της φίλης μας να παραδώσει τα ηνία της κάμερας σε εκείνον είναι αντιληπτός, αλλά τελικά παραδίνεται ύστερα από τα δικά μας πειράγματα. Έχει αμυδρό φως στην παραλία, που σε αφήνει να διακρίνεις σωματότυπο και αρκετά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Είναι νεαρός της διπλανής παρέας. Αυτό που παρατηρώ με ευκολία είναι τα ζεστά του μάτια, το πλάγιο χαμόγελο και το επίμονο βλέμμα.
Κλικ ακούγεται, το φλας φωτίζει όλη την παραλία κι εκείνος φωτογραφίζει τα χαμόγελά μας με αμηχανία και προσοχή στην επόμενή του φράση. Λέει χαρακτηριστικά πως δεν είναι καλός φωτογράφος αλλά θα κάνει μία ακόμη προσπάθεια. Μας προτρέπει να οπισθοχωρήσουμε ένα βήμα πίσω. Βέβαια, εγώ που γοητεύτηκα περισσότερο από τις υπόλοιπες, πήγα μερικά βήματα παραπάνω, με αποτέλεσμα ένα μικρό κύμα να βρέξει τα παπούτσια μου. Σκύβω με περιττή φυσικότητα να δω τι συνέβη αλλά ταυτόχρονα καταστρέφω την φωτογραφία μας. Φανερά λυπημένος για το, με βάση τα δικά του λεγόμενα, δικής του ευθύνης ατύχημα, ζητά συγγνώμη. Του λέω πως είμαι απλά αδέξια και ο καθένας επιστρέφει στη θέση του. Συνεχίζουμε τις καλοκαιρινές μελωδίες μας, ενώ εγώ ρίχνω κλεφτές ματιές προς το μέρος του, ακόμη κι αν δεν μπορώ να διακρίνω αν ανταποδίδει.
Αυτό που ελπίζω από μέσα μου δεν αργεί να συμβεί, υπάρχει μία φανερή αναστάτωση στην παρέα τους, ώσπου κατευθύνονται προς το μέρος μας, φτάνουν από πάνω μας και δηλώνουν πως ήρθαν για να γίνουμε χορωδία. Γελάμε και κάθονται να συμπληρώσουν τον κύκλο που έχουμε κάνει. Εκείνος ρωτάει αν του επιτρέπω να καθίσει δίπλα μου μετά από αυτό που προκάλεσε. Του απευθύνομαι με αυστηρό ύφος να αποχωρήσει γιατί δεν τον θέλω στην παρέα, με κοιτάει με έκπληξη, τον κοιτάω, γελάμε και κάθεται.
Ζητάει να μάθει το όνομά μου, το ίδιο κάνω κι εγώ. Αμήχανα στην αρχή, με περιέργεια στη συνέχεια. Εξελίσσεται η συζήτηση και ο καθένας απορροφά όσες περισσότερες πληροφορίες γίνεται. Η υπόλοιπη παρέα έχει δεθεί το ίδιο, αν και αργούμε να το παρατηρήσουμε γιατί περιμένουμε με αγωνία ο ένας την απάντηση του άλλου και έχουμε αφεθεί πλήρως στην εξιστόρηση της ζωής μας έως τώρα. Τα όνειρά μας, τους φόβους, τους στόχους, τις επιθυμίες, τα καλά και τα άσχημα συμβάντα που έχουμε ζήσει. Το τέλος αυτής της αναπάντεχης βραδιάς έρχεται. Μέσα μου σκέφτομαι πως θα ήθελα πολύ να υπάρξει συνέχεια, δεν μπορεί να αποχωριστούμε έτσι άδοξα. Συνειδητοποιούμε πως τα σπίτια μας βρίσκονται σε αντίθετες κατευθύνσεις, δεν ανταλλάσσουμε τηλέφωνα ούτε κάποιο άλλο μέσο επικοινωνίας. Αποχωριζόμαστε και σπάμε ξανά σε δύο παρέες.
Λίγο πριν στρίψουμε στη στροφή , η ίδια φωνή που ευθύνεται για την γνωριμία μας, αναλαμβάνει την ανανέωση της συνάντησης και φωνάζει να είμαστε αύριο στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα! Έτσι λοιπόν, κοιταζόμαστε όλες, χαμογελάμε και ανυπομονούμε. Λίγο περισσότερο εγώ, κρατώντας τον ενθουσιασμό για τον εαυτό μου. Λένε πως περνάς ώρες ατελείωτες με ανθρώπους που δε σου προσφέρουν κάτι ουσιαστικό , που σου στερούν την μοναξιά σου, αλλά υπάρχει κι άλλο είδος ανθρώπων, από αυτούς που η παρουσία τους και η παρέα τους εκτιμάται στο έπακρο, οι ιδέες και οι τρόποι τους τους καθιστούν αυτομάτως ελκυστικούς.
Η επόμενη μέρα ξημερώνει. Όλα κυλούν απολύτως φυσιολογικά, σε ρυθμούς ενός τυπικού καλοκαιριού, χωρίς αυτό να έχει αφήσει τα σημάδια του πάνω μου. Είτε του ήλιου είτε του έρωτα. Ακόμη.
Tο βράδυ πηγαίνοντας στο ίδιο μέρος, η συζήτηση οδηγείται στο συμπέρασμα πως ο τρόπος που δόθηκε το ραντεβού ήταν σαν από παλιά ελληνική ταινία ή ακόμη καλύτερα ρομαντική κομεντί. Καθώς φτάνουμε στην παραλία, είναι εκείνος εκεί, με διερευνητικό βλέμμα που συναντάται με το δικό μου, για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου μιλήσαμε. «Ήρθες…», είπε. «Ήρθαμε…» , λέω εγώ. Μου δείχνει τους υπόλοιπους της παρέας ,μου ζητά να περιμένω στον πεζόδρομο και κατευθύνει τα κορίτσια στην παραλία.
Με προσμονή τον περιμένω να μου πει γιατί με άφησε μόνη. Με πιάνει από το χέρι και μου λέει πως προτιμά να κάνουμε μια βόλτα, να φάμε κάτι μαζί και μετά μπορούμε κι εμείς να συμμετάσχουμε στην παρέα. Δέχομαι με ευχαρίστηση και κόμπο στο στομάχι. Όσο τον παρατηρώ, τόσο πιο όμορφος γίνεται. Όσο μου μιλάει, ενώ τρώμε παγωτό σε ένα μικρό μαγαζάκι, τόσο χάνομαι στα μάτια του και στον κόσμο του. Εκείνος φαίνεται χαρούμενος με το χαμόγελο μόνιμο στο πρόσωπό του και τα μάτια του καρφωμένα στα μάτια μου! Στη βόλτα μας, μιλάει εκείνος περισσότερο. Λέει πως θέλει να με γνωρίσει καλύτερα, να έρθει στην πόλη που μένω να τον ξεναγήσω, μιας και ξέρουμε και οι δύο ότι αφού τελειώσει το καλοκαίρι θα μας χωρίζουν πολλά χιλιόμετρα. Συμφωνούμε στο να ζήσουμε αυτές τις στιγμές όσο είμαστε κοντά, χωρίς άγχος και αργότερα βλέπουμε. Η επικοινωνία είναι απίστευτη, οι συζητήσεις περί πάντων μας μαθαίνουν τις διαφορετικές πλευρές του καθενός, το χάδι που άργησε να έρθει ήταν σαν ηλεκτρισμός. Περνάνε οι μέρες και η καθημερινή συνάντησή μας είναι αυτονόητη, το φιλί στο τέλος της νύχτας είναι λύτρωση και η σύνδεσή μας κάτι μοναδικό.
Ώσπου φθάνει η λυπηρή είδηση της αναχώρησης και επιστροφής στην πόλη τους. Ενώ εκείνος γνώριζε την ακριβή ημερομηνία, δε θέλησε να μου την πει, ώστε να μην μετράω τις μέρες αντίστροφα αλλά να ζω την κάθε στιγμή σαν ναι είναι η τελευταία. Νωρίς το πρωί θα έφευγαν και την προηγούμενη μέρα είχε ακυρωθεί η συνάντησή μας λόγω ετοιμασιών που είχε να κάνει. Το δέχθηκα χωρίς να δείξω την απογοήτευσή μου. Όλο το απόγευμα δεν μου παίρνεις κουβέντα, ούτε χαμόγελο. Έχω βυθιστεί στις σκέψεις μου, αναπολώ τις πρώτες στιγμές μας και τα αμοιβαία χαμόγελα. Θέλω να μην αφεθώ στην λύπη και να κρατήσω τα όμορφα , μόνο που όταν η ευτυχία ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια σου, δεν έχεις παρά κενό να νιώσεις. Νύχτωσε ήδη και καμία επαφή. Μέχρι που αποφασίζω να ξαπλώσω, οι φίλες μου παραμένουν στο μπαλκόνι. Τα δάκρυα της απόστασης που θα υπάρχει από αύριο μεταξύ μας, γεμίζουν το μαξιλάρι, ώσπου με παίρνει γλυκά ο ύπνος.
Νιώθω κάποιον να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι μου και με παράπονο λέω στα κορίτσια να με αφήσουν να κοιμηθώ. Όμως το αναπάντεχο είναι ότι ανδρική φωνή ήταν αυτή που μου απαντά. Μου λέει «έκανα την βαλίτσα μου, ήρθα από το σπίτι και τα κορίτσια με άφησαν να μπω στο δωμάτιο. Θα κοιμηθούμε μαζί απόψε…». Γλιστράει στο κρεβάτι, κλειδώνουν οι αγκαλιές μας και ο ύπνος έρχεται γρήγορα. Ήταν η τελευταία νύχτα και πέρασε. Ξύπνησε αθόρυβα, έγραψε κάτι στο τετράδιό μου δίπλα στο κομοδίνο κι έφυγε..
«Μου χάρισες το πιο όμορφο καλοκαίρι που θα μπορούσα να έχω. Και θα μείνει ζωντανό όσο οι στιγμές θα περνάνε από τα μάτια μου πριν κοιμηθώ και αφού ξυπνήσω…»
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Αναστασίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!