Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Δανάη Δαυλοπούλου.
Εικόνες. Πολλές εικόνες που περνούν και αλλάζουν. Εικόνες, σκέψεις, άνθρωποι που χάνονται σε κάθε στροφή. Μα τίποτα απ όλα αυτά δε βλέπω. Με το βλέμμα σε κάποιο αόριστο σημείο έξω απ’ το παράθυρο του λεωφορείου τις αφήνω να φύγουν.
Ίσως αυτό που νιώθω να είναι μοναξιά. Μα δεν είναι αυτή που πονάει. Είναι αυτό το συναίσθημα της πληγωμένης αγάπης που σε αφήνει να νοιώσεις ο άνθρωπος που αγάπησες, όταν κάποια στιγμή σε κοίταξε με βλέμμα παγωμένο. Έτσι, χωρίς να καταλάβεις το λόγο. Αυτό είναι που σε σκοτώνει. Αυτό είναι που με σκότωσε.
Απ’ τις άδειες σκέψεις μου με βγάζει το κινητό μου. Η Κωνσταντίνα. Ποιον περίμενα δηλαδή; «έλα κορίτσι!» η γνώριμη φωνή. «Στο λεωφορείο με πετυχαίνεις» της λέω αδιάφορα. «Άκου και σου χω νέα! Ετοιμάζεις βαλίτσες! Αύριο φεύγουμε!» «Για πού;» «Η Άννα με το πρακτορείο στο λιμάνι μου έδωσε δυο εισιτήρια για τα γενέθλιά μου!» .
Τα γενέθλιά της! Πώς το είχα ξεχάσει; «Α, ναι…». «Ελπίδα, ξύπνα, γιατί πολύ καιρό τώρα κοιμάσαι. Φεύγουμε για Πόρο!» Πόρος… εικόνες άρχισαν να ξυπνούν στο μυαλό μου. «Όχι στον Πόρο.» «Άργησες, το έκλεισα ήδη. Ελπίδα, ξύπνα γιατί φεύγουμε! Σε φιλώ γιατί έχω ετοιμασίες!» πριν προλάβω να αντιδράσω η γραμμή είχε κλείσει. Η αλήθεια είναι πως πάει πολύς καιρός που έχω χωρίσει. Και τι κατάφερα; Ωραία λοιπόν. Αύριο πάω διακοπές με την κολλητή μου. Ακόμα και στον Πόρο.
Κόρνα. Κι αυτή η γνώριμη μυρωδιά της θάλασσας και του λιμανιού. Εγώ και η Κωνσταντίνα με δυο βαλίτσες γεμάτες προσμονή για τις διακοπές μας. «Να δεις που θα νιώσεις άλλος άνθρωπος!» την ακούω να λέει καθώς σκέφτομαι τι πάω να κάνω. Την αγαπάω τη θάλασσα. Τη μυρωδιά της, το κύμα της. Μα δε μου αρέσουν τα ταξίδια. Δε μου αρέσει να απομακρύνομαι από τα γνώριμα. Ίσως θέλω να κινούμαι στα σίγουρα. Μα πώς πας παρακάτω, πώς θα φτάσεις εκεί που θες άμα δεν κάνεις μια υπέρβαση; Ή απλά κάτι καινούριο;
Προσπαθώ να σχηματίσω ένα χαμόγελο στα χείλη μου ως απόκριση στην πολυλογία της κολλητής μου. Κόρνα. Σταματάω να ακούω την Κωνσταντίνα και το βλέμμα μου καρφώνεται σε ένα πρόσωπο. Ένα αγόρι στην ηλικία μου περίπου. Δεν είναι πολύ ψηλός, ούτε από αυτούς που τραβάνε τα βλέμματα. Έχει όμως ένα πρόσωπο πολύ γλυκό. Σε μια στιγμή γυρίζει το κεφάλι του και τα βλέμματά μας διασταυρώνονται. Μου χαμογελάει με ένα χαμόγελο τόσο γλυκό… Και η καρδιά μου σαν να έχασε ένα χτύπο.
«Ελπίδα, με ακούς; Πού ταξιδεύεις;» ακούω την Κωνσταντίνα πριν ψελλίσω ένα «τίποτα» παίρνοντας το βλέμμα μου από πάνω του. Πριν μπω γυρίζω στο σημείο όπου στεκόταν το αγόρι. Πουθενά… ακολουθώ λοιπόν την κολλητή μου χωρίς να ξέρω πως εκείνη τη στιγμή ένα βλέμμα με γύρευε ανάμεσα στο πλήθος.
Φτάνουμε στο κατάστρωμα όταν το πλοίο σηκώνει την άγκυρα. «Από τώρα ξεκινούν και επίσημα οι διακοπές μας! Μαζί με την πόλη αφήνουμε πίσω και τις έννοιες!». «Έτσι είναι Ελπίδα μου! Πάω να φέρω κάτι να πιούμε!». Το μυαλό μου ξαναγυρνά σε εκείνο το χαμόγελο. Και σ’ αυτόν τον χτύπο που έχασα ξυπνώντας με απ’ τον βαθύ ύπνο. Δυο μήνες.
Ακούω το γέλιο της κολλητής μου. Αναμφίβολα κάποιον θα γνώρισε πάλι. Χαμογελάω και γυρνάω προς το μέρος της. Και το βλέμμα μου φωτίζεται. «Ελπίδα, να σου συστήσω τον Γιώργο. Παλιός φίλος!.» Δεν άκουσα καν τι είπε ο Γιώργος γιατί από πίσω τους πλησίαζε άλλο ένα αγόρι χαμογελώντας. «Από εδώ ο Αλέξης, κολλητός και γείτονας!» ο Αλέξης χαιρετά την Κωνσταντίνα και μου χαρίζει άλλο ένα χαμόγελο. Μελιά τα μάτια του και ζεστά.
«Πού πάτε κορίτσια;» «Στον Πόρο για τα γενέθλιά μου! Να χαμογελάσουμε και λίγο!» «Μαζί μας δε θα έχετε τέτοιο θέμα!» λέει ο Γιώργος γελώντας, ενώ ο Αλέξης περιορίστηκε σε ένα βλέμμα χαμογελαστό.
Το ταξίδι κύλησε πολύ ευχάριστα με την παρέα των δύο αγοριών που αποφάσισαν να μας κάνουν παρέα και στο νησί επιλέγοντας το ξενοδοχείο μας. Μια με κουβέντα, μια με uno μα πάντα με γέλιο πέρασε η ώρα και ούτε που καταλάβαμε πότε αγκυροβόλησε το πλοίο. Στη θέα του λιμανιού το βλέμμα μου σκοτείνιασε. Εγώ με ένα παγωτό στο χέρι ή σε μια ταβέρνα να μιλάω, να γελάω, με μια αντρική φιγούρα δίπλα μου να μου μιλάει, να με φιλάει. Στο παρόν όμως το παρελθόν δε χωράει. Ακόμη κι αν είναι εικόνες που περνούν ασπρόμαυρες, σέπια, κιτρινισμένες.
«Τι έπαθες;» η ταραγμένη φωνή του Αλέξη με ξυπνάει. «Εντάξει, καλά είμαι… λίγο ο ήλιος με ζάλισε» πετάω το ψέμα μου χωρίς να μπορέσω να κρύψω απ’ τα μάτια μου την αλήθεια. «Να δεις που αυτές οι διακοπές θα σου μείνουν αξέχαστες!» μου λέει με ένα βλέμμα που πραγματικά το υπόσχεται.
Μετά από λίγη ώρα στεκόμαστε έξω απ’ το ξενοδοχείο. Ωραίο κτήριο, μέσα στο πράσινο και θέα θάλασσα. Αφού παίρνουμε τα κλειδιά και κανονίζουμε να βρεθούμε πάλι εδώ στις οκτώ πηγαίνουμε στα δωμάτιά μας. Το βλέμμα μου που πάλι είχε φωτίσει, τώρα ανέδιδε προσμονή να αντικρίσω ξανά το χαμόγελο που με ξυπνούσε όλο και πιο πολύ απ’ τον βαθύ μου ύπνο.
Το πρώτο βράδυ κύλησε πολύ όμορφα σε μια ατμόσφαιρα ήρεμη και ανάλαφρη. Με μουσική, λίγο κρασί και πολλά γέλια νιώθαμε ήδη πως γνωριζόμαστε χρόνια. Και οι επόμενες ημέρες κύλησαν σα νερό. Θάλασσα, μπάνια, συζητήσεις και βλέμματα. Βλέμματα του Αλέξη που με γλύκαιναν, βλέμματα δικά μου που ρουφούσαν την γλύκα αυτή αχόρταγα. Και τα απογεύματα βόλτες στο λιμάνι του Πόρου με παγωτά στο χέρι και τρεις φιγούρες δίπλα μου αυτή τη φορά. Τα βράδια συζητήσεις κάτω από τα αστέρια.
Έτσι ήρθε και η Ύδρα την τέταρτη και τελευταία μέρα των κοινών μας διακοπών. Πρωί μέσα στο δελφίνι να πλησιάζουμε το μαγικό νησί όπου ο χρόνος σταματά. Βόλτες με τα γαϊδουράκια, αμυγδαλωτά, γέλια. Εκεί στην Ύδρα ήταν που χάθηκαν κι άλλοι χτύποι απ την καρδιά μου. Το μεσημεράκι τα αγόρια άρχισαν να μας κυνηγούν στους δρόμους του νησιού. Γέλια παντού. Μέχρι που ο Αλέξης με πήρε στην αγκαλιά του για να πέσουμε στη θάλασσα. Μια αγκαλιά πιο ζεστή κι απ’ τον ήλιο που έκαιγε από πάνω μας. Ένα άγγιγμα που ακόμα και το νερό αδυνατούσε να δροσίσει.
Με κράταγε στην αγκαλιά του μέχρι να ακουστούν τα περιπαικτικά σχόλια των άλλων δύο της παρέας και η γκρίνια τους πως πεινούσαν. Ο Αλέξης με κοίταζε σαν να απολογείται και ήρθε η σειρά μου να χαμογελάσω γλυκά. Η υπόλοιπη μέρα κύλησε ήρεμα. Μόνο εγώ και ο Αλέξης νιώθαμε μια ένταση που γινόταν τρέμουλο και χτυποκάρδι όταν πλησιάζαμε ο ένας τον άλλο. Στις εννιά κανονίζαμε έξω απ’ το ξενοδοχείο πώς θα περάσουμε το τελευταίο βράδυ δίνοντας ραντεβού σε μια ώρα. Ώρα γεμάτη ένταση που στριμώχτηκε στην αναμονή και έκανε δυο σώματα να ριγούν.
Ήταν δώδεκα η ώρα όταν με ένα μπουκάλι κρασί καθόμασταν στην παραλία κάτω απ τα αστέρια, με τον ήχο των κυμάτων να ανάβει βλέμματα και συζητήσεις. Σε μια στιγμή κι ενώ ο Γιώργος και η Κωνσταντίνα γλυκομεθυσμένοι γελούσαν, νιώθω τον Αλέξη να με πλησιάζει. «Πάμε να κάνουμε μια βόλτα στο κύμα;»
Περπατούσαμε αμίλητοι στην ακρογιαλιά. Είχαμε πει τόσα αυτές τις ήμερες που νιώσαμε σαν να γνωριζόμαστε πριν ειδωθούμε και τώρα δε χωρούσαν άλλα λόγια στη σιωπή.
Σε μια στιγμή γυρνάει προς το μέρος μου. «Αλέξη…» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω και μου κλείνει με το δάκτυλο τις λέξεις που τρέχουν στο κεφάλι μου και με τρελαίνουν, θέλοντας να βγουν από τα χείλη που καίνε περιμένοντας τη λύτρωση. Μια λύτρωση που ήρθε με τόση γλύκα με το φιλί του. Με πλησιάζει. Οι ανάσες μας καίνε. Και οι λέξεις σιωπούν. Με πλησιάζει και κλείνει την έξοδο τους με τα χείλη του κι αυτές δεν έχουν πια τίποτα να πουν. Και παραδινόμαστε σ’ ένα φιλί γλυκό, δίπλα στο κύμα που ούτε το αεράκι δεν μπορεί να ξανάψει. Έχασα τον χρόνο μέχρι να απομακρυνθούμε και να με αγκαλιάσει με το βλέμμα του.
Λίγες λέξεις ειπώθηκαν. Τα υπόλοιπα τα έκαναν τα βλέμματα, οι ανάσες, τα σώματα.
Επιστρέψαμε στα παιδιά. Ζαλισμένοι εμείς απ’ το φιλί κι εκείνοι απ το ποτό πίνουμε στην υγειά της φιλίας, του καλοκαιριού, του έρωτα. Και με γέλια γυρνάμε στο ξενοδοχείο αφήνοντας πίσω μας μάρτυρες ενός φιλιού τα αστέρια και το κύμα.
Κόρνα. Το πλοίο σαλπάρει πάλι. Μα με νέα όνειρα αυτή τη φορά. Κι εγώ να γυρνάω από ένα ταξίδι που στην αρχή φοβόμουν. Τελικά κάθε υπέρβαση σε βοηθά να προχωράς. Μόνο έτσι ζεις. Ένα βήμα ή μια ολόκληρη ζωή. Και δίπλα μου οι φίλοι μου και ο Αλέξης να με αγκαλιάζει τρυφερά καθώς ο Πόρος απομακρύνεται, έχοντας αφήσει άλλη γεύση, άλλες αναμνήσεις. Πάντα να μου θυμίζει πως η ζωή συνεχίζεται και η αγάπη υπάρχει παντού. Αρκεί να μη χάνεις την ελπίδα. Γιατί ο άνθρωπος ζει απ’ την αγάπη. Κι η αγάπη απ’ τον έρωτα.
Αφήνουμε πίσω μας λοιπόν τον Πόρο μαζί με τον άνθρωπο που μου χάρισε το λυτρωτικό του φιλί και μαζί με αυτό την ελπίδα και την αγάπη του. Σίγουρα οι αναμνήσεις δε σβήνουν ποτέ. Ούτε αυτός είναι ο σκοπός. Νικητής όμως είναι αυτός που δεν παύει να αγαπά και αντί να ξεχνά θυμάται χωρίς να πονά και χωρίς να θέλει να επιστρέψει στο παρελθόν του.
Κόρνα. Ο Πόρος έχει πια χαθεί από τα μάτια μου και σαλπάρω για μια νέα ζωή μαζί με νέους συνεπιβάτες.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Δανάης και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!