Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Ελευθερία Γλυκεράκη.

 

Καλοκαίρι, η πιο όμορφη λέξη των παιδικών μας χρόνων. Η μυρωδιά της θάλασσας που κυρίευε την σκέψη μας. Τα τραγούδια που ακούγαμε και όταν κλείναμε τα μάτια ήμασταν ήδη στο μέρος που επιθυμούσαμε.

Καθώς γεννήθηκα σε πόλη που δεν έχει δείγμα θάλασσας, το όνειρό μου ήταν να σπουδάσω σε μια πόλη παραθαλάσσια. Επέλεξα την πιο όμορφη, την Καβάλα. Πρώτη φορά που είχα την ευκαιρία να περάσω ολόκληρο καλοκαίρι στη θάλασσα.

Το καλοκαίρι λένε, φέρνει έρωτες και δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη, απλά έτυχε. Μια συνηθισμένη μέρα, που βρέθηκα στην παραλία με τις φίλες μου, έγινε η αιτία να αλλάξει όλο μου το καλοκαίρι. Μέσα σε τόσο κόσμο, βρήκαμε μια γωνιά να αράξουμε. Την ίδια ώρα έψαχνε και μια παρέα αγοριών θέση κάτω από ομπρέλα και τόλμησαν να μας ρωτήσουν αν θέλαμε παρέα. Φυσικά και δεχτήκαμε, εξάλλου μόνες εμείς μόνοι και αυτοί.

Ήτανε όνειρο ζωής να μάθω ρακέτες, πάντα μου άρεσαν, ποτέ δεν το τόλμησα. Τους είχα δει ότι είχαν φέρει μαζί τους και σκεφτόμουν να τους προτείνω έστω να δοκιμάσω. Ξεκίνησαν να παίζουν και εκεί κατάλαβα ότι ο ένας μάλλον μου διατάραζε την ηρεμία.

Ήταν αυτός που έκανε βλακείες, αυτός που τον κορόιδευαν οι φίλοι του, αυτός μου τραβούσε την προσοχή. Δημήτρη, απ’ ότι είχα ακούσει, τον έλεγαν.

Εγώ καθισμένη στην πετσέτα μου, δεν ήθελα να βουτήξω γιατί τον θαύμαζα και δεν ήθελα τον να χάσω ούτε λεπτό. Φορούσα ευτυχώς την αγαπημένη μου μοβ μπαντάνα και ένιωθα πιο όμορφη. Έπεφταν και οι ξανθιές μου μπούκλες στο πρόσωπό μου και δε φαίνονταν τα κατακόκκινα μάγουλα μου που ήταν γεμάτα ντροπή. Το γέλιο μου χαρακτηριστικότατο και δεν κρατήθηκα μετά από τόσα που είχαν δει τα ματάκια μου. Σαν να το έκανε επίτηδες, σαν να ήθελε να μου τραβήξει την προσοχή. Τότε γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα, που ένιωσα τόσα ανάμικτα συναισθήματα που δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Με ρώτησε «μαζί μου γελάς; Ε;» κοίταξα δεξιά αριστερά και αφού πήρα μια ανάσα τόλμης του απάντησα «γιατί τρέχει κάτι;». Σε λίγα δευτερόλεπτα είχα σκεφτεί την ανώριμη απάντησή μου και ήθελα να ανοίξω ένα λάκκο και να του πω «με θάβεις σε παρακαλώ;» Σκεφτόμουν πως έχει κοιλιακούς που εμένα μου έλειπαν, μπλε μάτια που και αυτά μου έλειπαν και ενώ είχα μια ευκαιρία να τον κερδίσω με το λόγο μου, την έχασα κι αυτήν.  

Αυτός τότε μου είπε «σήκω εσύ, να δούμε πόσο ωραία παίζεις» και με τράβηξε απ’ το χέρι. Φυσικά σηκώθηκα και με πόδια τρεμάμενα του εξήγησα πως δεν ξέρω. Οι φίλες μου από μέσα, γελούσαν τόσο δυνατά που με έκαναν να χάνω την ηρεμία και την αυτοπεποίθησή μου. Εκείνη την ώρα δεν ήξερα αν άκουγα το τικ-τακ από τις ρακέτες ή ήταν η καρδιά μου.

Μου χαμογελούσε συνέχεια. Ο ήλιος καθρέφτιζε στα μπλε μάτια του, μόλις είχα καταλάβει τι θα πει έρωτας.

Όταν κουραστήκαμε, βούτηξα και ήρθε μαζί μου. Ήταν η ώρα της γνωριμίας. «Δημήτρης» μου είπε, «Ελευθερία» του απάντησα. Με ρώτησε τότε από πού είμαι και σίγουρα ήταν η ερώτηση που με τρόμαζε γιατί ήξερα ότι η απάντηση θα μου σκότωνε τις ελπίδες. Του είπα ότι ήμουν απλά φοιτήτρια και σκύβοντας το βλέμμα περίμενα να μου πει και αυτός τη δικιά του καταγωγή. Από Καστοριά ήταν και ερχόταν κάθε καλοκαίρι για διακοπές, είχαν σπίτι εκεί.

Μετά από πολλές ώρες και αφού οι δυο παρέες είχαν ενωθεί ήρθε και η ώρα του αποχωρισμού. Ήταν ήδη 8 η ώρα και ήμασταν μόνοι στην παραλία, εμείς και αυτοί. Έψαχνα έναν τρόπο να του πω ότι θα ήθελα να τον ξαναδώ, μια ευκαιρία για να τον γνωρίσω καλύτερα μα τίποτα δεν μου ερχόταν. Είχαν πει ήδη αντίο και απομακρύνονταν. Πήρα ένα νευριασμένο ύφος και έβριζα τον εαυτό μου που δεν είχα πει κουβέντα. Ξαφνικά τον βλέπω να γυρίζει τρέχοντας και να μου λέει «θα βγείτε το βράδυ; Οι επιλογές για διασκέδαση είναι λίγες, οπότε θα ψάξω για το ντροπαλό προσωπάκι σου παντού». Τα έχασα. Δεν ήξερα τι να πω, απλά τον κοιτούσα με ανοιχτό στόμα να φεύγει.

Σε όλο το δρόμο εξηγούσα στις φίλες μου πως θα βγούμε το βράδυ γιατί μόλις είχα ερωτευτεί! Έβαλα λοιπόν τα καλά μου, στολίστηκα, και πήραμε τους δρόμους με τα κορίτσια. Κάπου στις 2 η ώρα τον είδα να μπαίνει στο μαγαζί, με ένα γαλάζιο πουκάμισο που τόνιζε τα μάτια του, με ένα χαμόγελο που φώτιζε όλο το κλαμπάκι. Μόλις το βλέμμα του έπεσε πάνω μου, γρήγορα ήρθε προς το μέρος μου και έκανε νόημα στους φίλους του να έρθουν και αυτοί. Ευγενικότατος, χαιρέτησε τα κορίτσια και ήρθε σε απόσταση αναπνοής, έσκυψε στο αυτί μου και μου είπε «αφού η μοίρα το θέλει, λένε είναι κακό να της πηγαίνεις κόντρα. Αυτό το καλοκαίρι θα γίνει δικό μας». Δε μίλησα, παρά μόνο χαμογέλασα.

Μετά από μία ώρα συζήτησης μου είπε ότι δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για εμάς. Οπότε πληρώσαμε και φύγαμε χωρίς να πούμε τίποτα. Με ρώτησε εάν νιώθω τα ίδια με αυτόν και ήταν η πρώτη φορά που δε με ένοιαζαν οι ντροπές και του απάντησα ότι σίγουρα νιώθω πολλά περισσότερα.

Περπατώντας, καταλήξαμε στην παραλία. Εκεί δώσαμε και το πρώτο μας φιλί. Σκεφτόμουν ότι η θάλασσα εκπέμπει τόσο όμορφα συναισθήματα. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τον φιλάω. Ήθελα να ζήσω μια ζωή μαζί του, και ξέρω πως ακούγεται υπερβολικό. Ο ήλιος μας βρήκε να κοιμόμαστε στην παραλία. Μόλις ξυπνήσαμε ο καθένας πήγε σπίτι του.

Από τότε η κάθε μου μέρα ήταν διαφορετική. Τα καλοκαίρια είχαν πάρει άλλη μορφή. Είχα αυτόν και μου γέμιζε τη ζωή. Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τα αγόρι μου, περνούσαν όμως οι μέρες.

Δυστυχώς τα περιθώρια στένευαν και είχε φτάσει Σεπτέμβρης. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον πρώτο μας αποχωρισμό. Ένιωθα σαν να ξεριζώνεται ένα κομμάτι μου.

Ήξερα από την αρχή ότι θα έφευγε σύντομα. Ήξερα ότι οι δρόμοι μας θα χώρισαν. Το τελευταίο βράδυ έμεινε σπίτι μου για να με χαιρετήσει το πρωί και να χορτάσουμε ο ένας τον άλλον. Το κάθε λεπτό όμως μου φαινόταν βασανιστικό. Οι ώρες περνούσαν και δεν κοιμήθηκα ούτε στιγμή.

Όταν έφτασε η ώρα να φύγει μου είπε απλά ότι πονάει όσο και εγώ. Δεν τον πίστεψα, ήταν πολύ χαλαρός για να νιώθει αυτά που λέει. Εκνευρισμένη του φώναξα να φύγει, ήμουν τόσο θυμωμένη χωρίς λόγο. Σκεφτόμουν ότι όλα τελείωσαν, ότι είχα ζήσει ένα ψέμα.

Τότε με κοίταξε με το πιο όμορφο γαλάζιο βλέμμα, με έσφιξε στην αγκαλιά του και μου ψιθύρισε «από εδώ και στο εξής θα μας ανήκουν όλες οι εποχές».

Δυσκολεύτηκα να πιστέψω ότι υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας. Δυσκολεύτηκα να περιορίσω τον εαυτό μου σε κάτι Σαββατοκύριακα που τον έβλεπα. Δυσκολευόμουν να κοιμάμαι μόνη, να αγκαλιάζω τη φωνή του και όχι αυτόν, να μην τον έχω.

Μα όσα κι αν περάσαμε αυτός ήταν εκεί. Ήμασταν μαζί. Τα καλοκαίρια ήταν δικά μας κι ας ήμασταν χώρια τον υπόλοιπο χρόνο. Η απόσταση θέλει κότσια όπως και ο έρωτας.

Και όντως όπως λέει και το τραγούδι «ένα καλοκαίρι πέρασε δε στάθηκε», μα ήρθαν άλλα πιο όμορφα.  Ο έρωτας έρχεται απροειδοποίητα.

Μπορεί πλέον όλα μου τα καλοκαίρια να τα σχεδιάζω μαζί του αλλά κανένα δε θα είναι σαν το πρώτο μας καλοκαίρι, εκείνο το καλοκαίρι που η τύχη μου χαμογέλασε, που η θάλασσα μου τον έφερε για να μου ομορφαίνει και τα υπόλοιπα.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ελευθερίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!