Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Νίκη Φαρδιά.

 

Ξυπνά και πριν καν θυμηθεί τι μέρα είναι και πού βρίσκεται, ποια είναι στη ζωή τέλος πάντων, ο νους τρέχει σε όλα αυτά που ονειρεύτηκε τούτο το βράδυ… Ήταν, λέει,  με ένα άτομο που την ήθελε με όλο του το είναι. Οι καρδιές και των δύο σκίρτησαν και το ένιωθε. Ήταν ευτυχισμένη. Και κάπου εκεί η μνήμη της επανέρχεται. Είναι μία 17χρονη που αφιέρωσε τη μέχρι τώρα ζωή της στα βιβλία, η μοίρα τα είχε φέρει έτσι. Τον κόσμο τον είχε ζήσει στο ελάχιστο.

Πολλά πράγματα την εμπόδιζαν να πει πως ζει και συνήθιζε να χρησιμοποιεί το ρήμα «επιβιώνω».  Όνειρα, λοιπόν. Παράθυρα στο καταπιεσμένο υποσυνείδητο, σύμφωνα με το Φρόυντ. «Ναι», σιγουρεύτηκε. «Ονειρεύτηκα όσα θα ήθελα να ζω.» Ήταν συνειδητοποιημένη, όμως, και συμβιβασμένη πως θα ζούσε ένα ήσυχο καλοκαίρι όπως κάθε προηγούμενο. «Δε βαριέσαι, και η ησυχία ευτυχία πρέπει να θεωρείται. Μην είσαι αχάριστη.», μονολόγησε και σηκώθηκε να πάρει πρωινό στο μπαλκόνι που έβλεπε στη θάλασσα.

Το λάτρευε τόσο αυτό. Κάθε χρόνο ανυπομονούσε να φτάσει το καλοκαίρι, γιατί νοσταλγούσε το μεγαλείο των πρωινών στο σπίτι των παππούδων στο νησί. Θα απολάμβανε το τσάι της  κι έπειτα θα πήγαινε στο εστιατόριο του παππού, να βοηθήσει λίγο, να περάσει κι αυτή της η μέρα. Κι εκεί που είχε αγκαλιάσει την κούπα της και χάζευε στο facebook, την ξάφνιασε μια κόκκινη ειδοποίηση.  ‘Ένα αίτημα φιλίας, απρόσμενο. Γρήγορα το άνοιξε και συνειδητοποίησε ότι είναι το άτομο εκείνο. Ο άνδρας που της  χάρισε ένα όμορφο όνειρο. Και τότε θυμάται την άλλη θεωρία για τα όνειρα. Τα άγνωστα πρόσωπα, τα οποία ουδεμία θέση έχουν στις ζωές μας και συναντάμε στα όνειρά μας, στην πραγματικότητα υπάρχουν και κάπου τα έχει πάρει το μάτι μας. Έστω και φευγαλέα. Η μορφή τους καταγράφηκε στο υποσυνείδητό μας και έτσι κάνουν εμφανίσεις στα όνειρά μας. Άλλοτε ως κομπάρσοι, άλλοτε ως guest stars κι άλλοτε πρωταγωνιστούν. Μήπως αυτός ο πρωταγωνιστής δεν ήταν ασήμαντος; Αποδέχεται  το αίτημά του και αποσυνδέεται.  Ντύνεται βιαστικά και αποχωρεί για το εστιατόριο.

Είχε πολλή δουλεία εκείνη τη μέρα. Για καλή της τύχη, δηλαδή. Λίγο αν σκεφτόταν τι της είχε συμβεί θα άρχιζε να τρέμει. Έλα, όμως, που για, κακή ή καλή της, τύχη, δεν το γλίτωσε το τρέμουλο. Εκεί που ξαπόστασε για ένα λεπτό, να ελέγξει τα μηνύματά της, βλέπει μήνυμα από εκείνον. Τα γόνατά της λύγισαν. «Μόλις έκατσα στο τελευταίο προς τα έξω τραπέζι. Έλα να με βρεις. Δε θέλω να με εξυπηρετήσει και σήμερα κάποιος άλλος.», της έγραφε. Σήκωσε τα μάτια και το βλέμμα της χώθηκε μέσα στο δικό του. Όλα άλλαξαν. Σε μια στιγμή. Αργά και διστακτικά, τον πλησίασε. Δεν ήξερε τι να πει. Κοιτούσε το πάτωμα. Της έπιασε το χέρι διακριτικά για να τον ακούσει. «Το βράδυ. Στις 12. Στο ακρογιάλι εδώ πιο πέρα. Έλα. Σε παρακαλώ.», της είπε. Και πριν προλάβει να αντιδράσει, άφησε απαλά το χέρι της και έφυγε.

Ώρα 12. Ώρα μηδέν για την καρδιά της. Έκανε αργά βήματα στην ακτή, με καρφωμένα τα μάτια της κάτω να παρακολουθεί τους σχηματισμούς που έπαιρνε η άμμος, όπως τη χτυπούσε το κύμα, από τη μία, και τη χάιδευε ο άνεμος, από την άλλη. Προσπαθούσε να απορροφήσει σε αυτό το μυαλό της για να μην αγχωθεί. Κι έτσι, χαμένη στις σκέψεις της, έφτασε σε δύο πόδια παρατεταγμένα μπροστά της. Σήκωσε τα μάτια της από το έδαφος στο πρόσωπό του. «Κωστής», της είπε χαμηλώνοντας εκείνος το βλέμμα, ετούτη τη φορά. Της έπιασε το χέρι με τα δυο του χέρια, με ευλάβεια. Σαν εκείνη να ήταν το πολυτιμότερο κρύσταλλο στον κόσμο κι εκείνος να το λάτρευε, χωρίς αυτό να μη μπορούσε να ζήσει και να φοβόταν μήπως από το πάθος του γι’ αυτό του προκαλούσε κακό, ώστε να έπρεπε να το αγκαλιάσει σφιχτά μεν, για να το προστατεύσει, απαλά δε, για να μη σπάσει και να τον συντροφεύει δια παντός. Υποκλίθηκε. Της έκανε χειροφίλημα. Ναι, από εδώ και στο εξής ήταν η πριγκίπισσά του.

«Ελένη», χαμογέλασε εκείνη. Αυτό της το χαμόγελο του έδωσε ζωή, του έδωσε θάρρος. Με αυτό της το γέλιο αποδέχτηκε όσα εκείνος ονειρευόταν να γίνουν. Άφησε, πάλι, απαλά το χέρι της και κάθισε κάτω. «Ευχαριστώ που ήρθες. Τώρα θέλω να σου πω.», σχεδόν ψιθύρισε, κοιτώντας την πάντα στα μάτια. Κάθισε δίπλα του κι εκείνος άρχισε να μιλά.

«Είμαι 24άρων, σπουδάζω σχέδιο στο εξωτερικό. Είμαι εδώ για διακοπές και σε μία εβδομάδα φεύγω πάλι. Σε είδα χθες στο εστιατόριο από μακριά. Κόλλησα στα μελαγχολικά σου μάτια. Έψαξα για σένα. Θέλω να σε μάθω, να ζήσω τη μελαγχολία σου και να τη σβήσω. Νομίζω ότι μπορείς να καλύψεις όλα τα κενά της ζωής μου.», της είπε ξεροκαταπίνοντας και δαγκώνοντας τα χείλη του. Ναι, είχε αγχωθεί κι εκείνος πια. Εκείνη πήρε το λόγο. «Είμαι 17 και σε ένα χρόνο θα ξεκινήσω τις σπουδές μου. Δε σε είχα προσέξει χθες. Για την ακρίβεια, τα μάτια μου ναι, σε είχαν δει, μάλλον. Και μη γελάσεις …χθες βράδυ σ’ ονειρεύτηκα. Το πιο όμορφο βράδυ στη ζωή μου. Δε με νοιάζει το πόσο. Το «πώς» έχει σημασία. Θέλω να  βιώσω το «πώς» μας.».

Μόλις είχαν γνωριστεί και η ιστορία τους ξεκινούσε. «Μπορώ…;», τη ρώτησε. «Μπορείς!», του είπε χωρίς να τη νοιάζει το τι ζητούσε να κάνει. Άπλωσε τα χέρια του και την τράβηξε πάνω του, την πήρε αγκαλιά και έχωσε το πρόσωπό του δίπλα από το λαιμό της, μέσα στα μαλλιά της και έμεινε να τη μυρίζει μέχρι το ξημέρωμα. Κι εκείνη του χάιδευε τα μαλλιά, όσο ένιωθε τα κομμάτια της να ενώνονται. Αρκέστηκαν σε μόλις λίγα λόγια ολόκληρη τη νύχτα. Μιλούσαν ο ένας για τα μάτια του άλλου. Άλλωστε ο έρωτας στα μάτια γεννιέται και ζει. Το πράσινο ήταν το αγαπημένο της χρώμα, του είπε, και πώς  ήταν δυνατό να μη νιώσει αγάπη γι’ αυτά.

Πρόσεξε πως όσο πιο κοντά της ερχόταν, τόσο περισσότερες φορές ανοιγόκλειναν τα μάτια του. Εκείνη το ερμήνευσε ως αμηχανία. Εκείνος ως τρόπο να εντυπώνει τη μορφή της στο μυαλό και την καρδιά του. Εκείνος παρατήρησε πως τα δάκτυλα της έτειναν να προσπαθούν να αγγίξουν και το πρόσωπό του. Το θεώρησε τυχαίο γεγονός. Στην ιστορία τους, όμως, τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Χρησιμοποιούσε τα δάκτυλά της για να τον μάθει. Το άγγιγμα γνώριζε τους ανθρώπους σε βάθος, ένιωθε.  Και κάπου στο ξημέρωμα, την ώρα που οι πρώτες αχτίδες έγλειφαν τα κυματάκια που σχηματιζόταν όπως ο άνεμος χάιδευε το νερό της θάλασσας πλάι τους, την ξαναρώτησε αν… «μπορούσε» και η απάντηση ήταν, προφανώς, θετική. Πήρε τα χέρια του και τα τοποθέτησε στο πρόσωπό της αυτή τη φορά.  Τα πέρασε απαλά μπρος από τα μάτια της κι έπειτα πάνω στα μάγουλά της και γύρω από τα χείλη της.

Η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα πια και το αίμα γύριζε και ζέσταινε το σώμα του. Τα χείλη του έκαιγαν. Τα ακούμπησε στα δικά της, σα να επρόκειτο για όαση που θα τα δροσίσει. Τα γεύτηκε σε όλο τους το είναι. Τα δάγκωσε κι εκείνα, να πονέσουν και να χει λόγο να τα ξαναακουμπήσει για να απαλύνει τον πόνο. Ποιον πόνο, δηλαδή; Μόνο ταραχή και επιθυμία είχε δημιουργήσει. Και κάπου εκεί ήταν ώρα πια και χωρίστηκαν. Έτσι περνούσαν και τις επόμενες νύχτες τους μέχρι να έρθει η τελευταία. Κι οι μέρες τους; Εκτυλίσσονταν εκεί όπου είχε αρχίσει η ιστορία τους. Στο εστιατόριο να κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Από μακριά. Σαν άγνωστοι που φλέρταραν. Μα δεν ήταν άγνωστοι. Ήταν γνωστοί. Δύο γνωστοί που λάτρευαν να χάνονται ο ένας στα μάτια του άλλου. Που αγαπιόντουσαν. Που ήταν ερωτευμένοι.

Ήταν, ακόμη, δύο γνωστοί που άναβαν επιθυμίες ο ένας στη ψυχούλα και το κορμί του άλλου. Όμως, αυτό, δεν εκφράστηκε παρά την τελευταία νύχτα του. «Μπορώ…;», την ρώτησε πάλι. «Θέλω», του απάντησε. Τη σήκωσε στα χέρια του κι έτσι γύρισαν όλο το νησί ώσπου πήγαν στο δωμάτιό του. Εκεί την άφησε από τα χέρια του και της έδωσε το χρόνο να επεξεργαστεί το χώρο. Να νιώσει οικεία. Εκείνος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Κι εκείνη έβαλε το ράδιο να παίζει μουσική. «Αυτή η νύχτα μένει αιώνες παγωμένη που δυο ψυχές δε βρήκαν καταφύγιο… Κι ήρθαν στον κόσμο ξένοι να ζήσουν έναν έρωτα επίγειο…», ακουγόταν κι εκείνη πήγε και χώθηκε στην αγκαλιά του.

Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και τον ρώτησε: «μπορούμε…;» Εκείνη τη νύχτα ενώθηκαν μια για πάντα. Έκαναν έρωτα. Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του. Και κάπου στον ύπνο της άκουσε: «Υποσχέσου μου πως θα ξαναζήσουμε μαζί. Θα συνυπάρξουμε ξανά, στη Θεσσαλονίκη αυτή τη φορά». Κι εκείνη συμφώνησε με τη γλώσσα του σώματός της. Τη φίλησε τρυφερά σε όλο της το πρόσωπο, πήρε τα πράγματά του και έφυγε για το αεροδρόμιο. Όχι δεν το είχαν ξεχάσει πως ήταν οι τελευταίες τους στιγμές. Απλά σιωπηλά είχαν συμφωνήσει να μην αναφερθούν καν σε αυτό, να μη λυπηθούν.

Ο χωρισμός ήταν μόνο για λίγο. Εκείνη ξύπνησε το πρωί και αφού ξεχώρισε πάλι τα συμβάντα της πραγματικότητας και του ονείρου, βγήκε στο μπαλκόνι, κοίταξε τον ουρανό και αναφώνησε « στη Θεσσαλονίκη!» Ήξερε δε θα της έλειπε η παρουσία του στη ζωή της. Ούτε η στήριξη κι η αγάπη του. Θα μιλούσαν. Θα ήταν εκεί. Μα θα της έλειπε να εισπνέουν τον ίδιο αέρα και να νιώθει ότι αναπνέει εκείνον.

Περιμένω.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Νίκης και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!