Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Ιωάννα Καρρά.
Είναι τελικά συνώνυμος ο καλοκαιρινός έρωτας με όλες τις εξιδανικευμένες συνθήκες των διακοπών; Συμβαίνει μόνο με αλμυρά φιλιά και αυγουστιάτικες πανσελήνους; Ή μήπως χωρά στις αδειανές μεγαλουπόλεις, στις έρημες λεωφόρους και στα ιδρωμένα στενά των συνοικιών;
Γέννημα θρέμμα Λασιθιώτης, ήταν το πρώτο μου καλοκαίρι που αναγκαστικά περνούσα χωμένος βαθιά στα καιόμενα τσιμέντα της Θεσσαλονίκης, μακριά από τη μάνα μου και τη θάλασσα. Ένιωθα το κορμί μου να στάζει ιδρώτα και το μυαλό μου να στάζει από πλήξη, το δέρμα μου ν’ αναζητά θαλασσινό νερό και το μάτι μου να ψάχνει τον Άγιο Νικόλα στην άλλη πλευρά του πελάγου που μ’ ένωνε με το σπίτι μου. Από μικρό παιδί βούταγα με τις αμυγδαλιές και τώρα η μόνη διάφορα με την χειμωνιάτικη ρουτίνα μου ήταν οι αφόρητοι καύσωνες και η απουσία του βοριά.
Ξενερωμένος από ένα ακόμα χαλαρό ποτό με τον μοναδικό συνάδελφο που ‘χε ξεμείνει, επικαλέστηκα πως είχα παρκάρει απ’ την αντίθετη κατεύθυνση, και μετά τα βεβιασμένα καληνυχτίσματα ξεκίνησα ένα περίπατο χωρίς κανέναν ιδιαίτερο προορισμό, ίσως με μία μονάχα ανάγκη, την ψευδαίσθηση της θαλασσινής παρουσίας στην οπτική μου. Χάραξα, λοιπόν, πορεία προς το λιμάνι κι ύστερα παραλιακά, όπως θα μ’ έβγαζε ο δρόμος, θα συνόδευα τη μοναξιά μου στο θέρετρό μου.
Μόνο που δεν υπολόγισα καλά. Δεν υπολόγισα την ξαφνική εμφάνιση του πλάσματος εκείνου στη ζωή μου, στην βαρετή και ανούσια μέχρι τώρα, αλλιώτικη και αγνώριστη έκτοτε ζωή μου. Κόντευε τέσσερις το πρωί όταν το κλάμα της μόνο τάραζε την καλοκαιρινή άπνοια της Θεσσαλονίκης, γύρω κανείς κι ο Θερμαϊκός λάδι, να πηγαίνει κόντρα στην ψυχή της, που ‘βρεχε τα μάτια της. Ούτε ξέρω, ούτε θα μπορούσα ποτέ να πω πόση ώρα στάθηκα και την κοιτούσα, χωρίς να μπορώ να μαντέψω τι να κάνω να ξορκίσω αυτό που την πονά. Μόνο έκατσα δίπλα της αμίλητος, σαν να πλησίαζα δειλά την ομορφιά της, με την ελπίδα η ενόχληση μου να τραβήξει τη θλίψη απ’ το μυαλό της.
Με κοίταξε με ηρεμία, σαν να περίμενε εδώ και ώρα τη θέση δίπλα της να γεμίσει, σαν να ζητούσε απλά δυο μάτια να εξηγήσουν το ανθρώπινο του πόνου της. Για ώρα δε μιλήσαμε, δεν ήξερα αν και πότε έπρεπε να μιλήσω, μα κι αν τα ‘ξερα αυτά δε θα ‘ξερα τι να της πω. Δεν έβρισκα τη λέξη που θα μπορούσε να φτάσει αξιοπρεπώς κι άρτια από το στόμα μου στ’ αυτιά της και κατέφευγα στη σιωπή ως μεγαλύτερος θαμώνας της. Ήταν όμορφη, κι από τις ματιές που ξέκλεψα στο μισοκρυμμένο της πρόσωπο είχε μια ιδιαίτερη αισθητική που την έκανε να φαντάζει ήρεμη κι ατάραχη ακόμα και στο τσαλάκωμα της όψης της.
Έκανε λοιπόν την αρχή εκείνη, λίγο μετά το καταλάγιασμα του ξεσπάσματός της και έβαλε άξαφνα τις συλλαβές σκόρπιες μέσα στη λέξη της. Κατηγορώντας την αναστάτωση του μυαλού μου, τα μάτια μου βρήκαν τα δικά της μ’ ένα δειλό ερωτηματικό στο βλέμμα μου. Όταν πια άρθρωσε ξανά την πρώτη της κουβέντα, “Allora?”, ήμουν σίγουρος ότι είχα ακούσει σωστά, κι αν ακόμα δεν ήξερα τι πάει να πει αυτή η λέξη, είχε μια μουσικότητα που κακόμαθε το αυτί μου. Μεταφράζοντας το «λοιπόν» της στη διεθνή γλώσσα, πήρα τη σκυτάλη για την έναρξη μιας συζήτησης πολύγλωσσης, μιας συνεννόησης περισσότερο εγκεφαλικής μιας και η γλώσσα των σωμάτων μας πρωταγωνιστούσε και γέμιζε τα κενά που άφηνε όποια γλωσσική μας αδυναμία.
Ιταλικής καταγωγής η συντροφιά μου στο καλοκαιρινό ξημέρωμα, και το όνομά της Oceana. Χωρίς πολλές λεπτομέρειες για τις ζωές και τους εαυτούς μας περπατήσαμε ως τις αρχές της Καλαμαριάς, μιλώντας για όσα η ουσία των ανθρώπινων σχέσεων αγνοεί στην καθημερινή τριβή τους. Από όνειρα, τέχνες και καλοκαίρια περνούσαμε ανεπαίσθητα σε πολιτικά, κοινωνικά και χειμώνες, με έναν διάλογο σαν γραμμένο και προκαθορισμένο από δραματουργό. Όταν ο ήλιος ξύπνησε για τα καλά, ο δρόμος για το σπίτι μου ήταν, χωρίς καμία μεταξύ μας συνεννόηση, μονόδρομος και για πρώτη φορά η διαδρομή μου φάνηκε ατέλειωτη, μα κι ούτε ήθελα ποτέ μου να τελειώσει. Ό,τι πιο τετριμμένο για πρόταση, όμως το «θ’ ανέβεις;» στα ελληνικά την έκανε όλως παραδόξως να καταλάβει πόσο πολύ ήθελα να μείνει. “Bene” μου απάντησε με τη σειρά της, στη δική της γλώσσα.
Η συνέχεια, όσο προβλέψιμη κι αν φαντάζει, με ξάφνιαζε δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, αφήνοντας το μυαλό μου να χαλαρώσει με μια πρωτόγνωρη ένταση. Δεν άργησε η στιγμή που σταμάτησαν τα στόματά μας να μιλάνε, κι άρχισαν να συζητάν τα μάτια μας κι αστραπιαία σχεδόν, αμέσως ξεκίνησε ο διάλογος των σωμάτων μας. Μια νηνεμία φιλιών έδωσε την θέση της στην τρικυμία του έρωτα που μας έκανε ένα κι εμείς σαν μικρά καράβια πήγαμε με το ρεύμα του, να μας παρασύρει όπου εκείνος ήθελε.
Προέκταση των χεριών μου, το κορμί της ξαπλώθηκε στα σεντόνια μου, κι εγώ στο πλάι της να χαζεύω τη γαλήνη της ατμόσφαιρας που πριν λίγο φιλοξένησε τον ηλεκτρισμό της συνένοχης συνένωσής μας. Τη ρώτησα μονάχα γιατί έκλαιγε κι η απάντησή της δε μου ‘γινε ποτέ γνωστή. Αποκοιμήθηκα μετανιώνοντας την ερώτησή μου κι όταν ξύπνησα εκείνη είχε φύγει, αφήνοντάς με να πιστεύω πως είχα ζήσει ένα ολοζώντανο όνειρο.
Δεν ξέρω αν με θύμωσε η φυγή της, μα σίγουρα ξέρω πως μου άδειασε τις επόμενες δύο μέρες της ξανά ανούσιας καθημερινότητάς μου. Δεν πόνεσα, δε στεναχωρήθηκα, ούτε καν απογοητεύτηκα, μα ήταν σαν να ‘χα γυρίσει από ένα συναρπαστικό ταξίδι στην άκρη του κόσμου κι έπρεπε να επανενταχθώ στη ζωή μου σαν να μην είχε ποτέ συμβεί.
Δύο μόνο μέρες αργότερα, το κουδούνι μου χτύπησε ξαφνικά και εντελώς απρόσμενα λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Η τελευταία φωνή που θα περίμενα ν’ ακούσω ήταν η δική της. Κι όμως, στην είσοδό μου, ήταν εκείνη που μου ζητούσε ν’ ανέβει, έστω και για λίγο. Κι όταν πια την είδα στην πόρτα μου, συνειδητοποίησα πόσο μικρές ήταν οι μέρες που είχαν μεσολαβήσει μέχρι να την συναντήσω ξανά, πόσο γρήγορα είχε περάσει ο χρόνος χωρίς τίποτα να γεμίζει τα λεπτά και τις ώρες που ήμουν μόνος μου, ενώ κατάλαβα πως το μυαλό μου είχε αρχίσει να ξεχνά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της χωρίς να λησμονεί την ομορφιά στο σύνολο της.
Χωρίς έγγραφα, χωρίς χρήματα και χωρίς κανέναν πια τρόπο να επικοινωνήσει με την οικογένειά της στην Σιένα, φιλοξένησα σπίτι μου το πιο άτυχο θύμα ληστείας και άκουσα από την αρχή μέχρι το τέλος την περιπέτειά της. Η αλήθεια ήταν πως προς το παρόν ήταν εγκλωβισμένη στην Ελλάδα, χωρίς ένα μέρος να μείνει αφού η απώλεια των βασικών της χαρτιών και των χρημάτων της την είχαν αφήσει πρακτικά άστεγη, με μένα να περνώ απ’ το μυαλό της ως τον πιο εγγυημένο πρεσβευτή της ελληνικής φιλοξενίας.
Γέμισε τις μέρες μου και τις νύχτες μου μ’ έναν τρόπο που ποτέ μου δεν ερμήνευσα. Όταν έλυσε τα θέματα που δεν της επέτρεπαν να αναχωρήσει για Ιταλία, γύρισε πίσω, για να ‘ρθει ξανά κοντά μου μέχρι το τέλος του καλοκαιριού και να σταθεί αφορμή να καλοκαιριάσει και ο ίδιος μου ο εαυτός, μέσα στην πόλη και τις υποχρεώσεις που είχα πιστέψει πως θα μου στερούσαν το καλοκαίρι μου διά παντός.
Η Oceana ήταν ο άνθρωπος, ο έρωτας και η γνωριμία που άλλαξε όχι μόνο εκείνο μα και τα επόμενα καλοκαίρια της ζωής μου, εκείνη που μου απέδειξε πως οι καλοκαιρινοί έρωτες δε ζούνε μόνο σε παραλίες και νησιώτικα σοκάκια, ούτε διατηρούνται μόνο με υψηλούς υδραργύρους. Εν τέλει, όμως, ήταν εκείνη που με έμαθε πως όταν αποζητάς τη θάλασσα, η ζωή θα σου δώσει τον ωκεανό της, όταν και όπως εκείνη κρίνει καλύτερα.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ιωάννας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!