Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Ελένη Γρηγορίου.
Όλα θα ξεκινoύν από την αρχή, τίποτε δε μένει ίδιο και μάλιστα από τη στιγμή που μπαίνει οριστικά η τελεία σε μια σχέση άχαρη, βαρετή μα που προσέφερε τον αέρα της σίγουρης στασιμότητας. Δεν ήταν όμως αυτό που επιζητούσε απ’ τη ζωή της. Στην ηλικία της, ήξερε ότι η σιγουριά είναι σημαντική αλλά εξίσου είναι και ο έρωτας, το πάθος και η ουσιαστική συντροφικότητα. Έτσι μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε ένα ωραίο και ηλιόλουστο πρωινό, από την κοινή τους οικία χωρίς να κοιτάξει πίσω. Όχι, ακόμη και ο χωρισμός έγινε με τον ίδιο ανιαρό τρόπο που όλα είχαν ξεκινήσει, τρία χρόνια πριν. Ούτε φωνές, ούτε κλάματα, κανένα δράμα μόνο μία παγωμάρα που τρύπωνε κατευθείαν στο νευρικό σύστημα και το ακινητοποιούσε.
Έτσι στα 32 και μετά από τρία χρόνια συμβίωσης με έναν κατά τα άλλα συμπαθητικό και ήσυχο άντρα, κατέληξε να πηγαίνει διακοπές στο νησί των παππούδων της, γεμάτη προσδοκία να απολαύσει την ελευθερία της και τις καταγάλανες θάλασσες.
Στο πλοίο κάθισε στο κατάστρωμα και προσπάθησε να κλείσει τα μάτια και να θυμηθεί τα απίστευτα τοπία του νησιού που πάντα αγαπούσε. Όλα τα παιδικά της καλοκαίρια τα πέρασε εκεί και η νοσταλγία του παρελθόντος τη μαγνήτιζε όσο τίποτε άλλο. Ήταν ένα χαρούμενο και ζωηρό κορίτσι που πείραζε τους πάντες, τους ενοχλούσε ίσως με τα αστεία της, αλλά εκείνη διασκέδαζε τόσο πολύ με το να κάνει πλάκα που δεν την ένοιαζε.
Ξαφνικά γύρω στα 26 άρχισε να ηρεμεί η όρεξή της για διασκέδαση, για γέλιο, για καλοπέραση. Σαν να στέγνωσε αίφνης η λαχτάρα της για την πολύβουη, ασίγαστη και ανέμελη πλευρά της ζωής. Άρχισε να βλέπει με απαισιοδοξία το μέλλον και να βιώνει με αμφιβολία και ανησυχία το παρόν. Ξέφευγαν τα νιάτα της, το καταλάβαινε αλλά βυθιζόταν ολοένα στη μαύρη τρύπα που μόνη της άνοιξε και έβρισκε μια αρρωστημένη απόλαυση σε αυτή την καταβύθιση. Μέσα σε αυτή την τεράστια αλλαγή της συνάντησε τον Δημήτρη που της έδωσε ένα σταθερό σημείο αναφοράς και τελικά μέσα από τη φιλία κατέληξαν εραστές. Δεν απολάμβαναν τόσο ερωτικά ο ένας την παρουσία του άλλου αλλά υπήρχε μια ανεξήγητη εξάρτηση μεταξύ τους ώσπου αυτή η εξάρτηση έγινε μια κενή συνήθεια που δεν τους προσέφερε τίποτε άλλο από ένα βάρος στη καρδιά.
Αυτό το βάρος το κουβαλούσε μέσα της σαν κατάρα. Δεν μπορούσε να αφεθεί στη ζωή, ένιωθε μονίμως δέσμια μιας υποβόσκουσας μελαγχολίας. Ίσως στο νησί να ξανασυναντιόταν με τον παλιό της εαυτό. Μακάρι σκέφτηκε, και για πολύ λίγο αναθάρρησε.
Η αλμύρα της θάλασσας ερχόταν στα χείλη της και γευόταν το αλάτι με μανία. Της άρεσε αυτό, ήταν σα να αιχμαλώτιζε το καλοκαίρι στο στόμα της. Τώρα στο νησί θα πήγαινε από το πρωί για μπάνιο στη θάλασσα και θα ακουμπούσε το κορμί της στις σκληρές πέτρες των παραλιών για να τη χαϊδέψει ο ζεστός ήλιος. Τραχύς και ανεπιτήδευτος αυτός ο τόπος. Δεν άρεσε στους πολλούς αλλά οι εκλεκτοί που τον ανακάλυπταν δεν έλεγαν να τον αφήσουν.
Το πλοίο μετά από αρκετές ώρες έφτασε στο λιμάνι και η Αθηνά βγήκε από τους πρώτους έξω. Ένιωσε την ακατανίκητη λαχτάρα να ξεχυθεί στους δρόμους του νησιού και να χορτάσει την απείραχτη, φυσική ομορφιά του.
Πήγε κατευθείαν στον ξυλόφουρνο του κυρ Αντρέα και πήρε μια τυρόπιτα. Ίδια εις τους αιώνες αμήν. Τίποτε δεν άλλαξε, σκέφτηκε. Περπάτησε ξυπόλυτη στα σοκάκια, μύρισε τις όμορφες βουκαμβίλιες, έκοψε ένα γεράνι που περίσσευε από τα κάγκελα ενός σπιτιού και εκεί που ένιωθε χαμένη στο ρομαντισμό, άκουσε μια τσιριχτή φωνή να τη φωνάζει.
Γύρισε απότομα το κεφάλι της και αντίκρισε την κυρία Μαρία, γνωστή ως ντελάλη του νησιού. Η κυρία Μαρία δεν έχασε καιρό να μάθει όλα τα νέα της φρέσκα και μπαγιάτικα και μετά αφού πήρε τις πληροφορίες που ήθελε την παράτησε το ίδιο απότομα όπως τη βρήκε.
Τι να γίνει, σκέφτηκε, υπάρχει και αυτός ο κόσμος στο νησί. Γύρισε το κεφάλι της στο πλάι και αισθάνθηκε τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται. Τα μάτια της μισόκλεισαν και τα χείλη της μισάνοιξαν. Είναι δυνατόν;
Το όμορφο μελαχρινό του πρόσωπο δεν είχε αλλάξει πολύ. Ήταν το ίδιο ωραίος όπως τον θυμόταν. Είχε αυτά τα ζεστά μεγάλα, καστανά μάτια που κοιτούσαν με διεισδυτικότητα και σκιάζονταν από τις παχιές, σκούρες βλεφαρίδες. Τα χείλη του σαρκώδη και τα μαλλιά του μαύρα και πυκνά ανέμιζαν κάτω από το νησιώτικο αεράκι. Το σώμα του είχε δέσει, δεν ήταν τόσο λεπτό όπως παλιά και η έκφρασή του είχε μαλακώσει, δεν ήταν τραχιά όπως τη θυμόταν.
Την κοίταζε δίχως να μιλάει και εκείνη πλησίασε στο μέρος του με βήματα που δεν τα όριζε.
-«Δεν το πιστεύω ότι σε έχω μπροστά μου μετά από τόσα χρόνια» του είπε και η φωνή της ακούστηκε βαθιά και χαρούμενη.
-«Ούτε κι εγώ, είσαι σίγουρα εσύ; Αθηνά έτσι;» είπε και χαμογέλασε.
Μείναν για λίγο στη μέση του δρόμου, αντάλλαξαν βιαστικά τα νέα τους και είπαν ότι θα βρεθούν χωρίς αμφιβολία για να θυμηθούν τα παλιά.
Αυτή η συνάντηση την αναστάτωσε. Είχε να τον δει τουλάχιστον οχτώ χρόνια. Υπήρξε ο πρώτος της έρωτας και ο πιο θυελλώδης. Ήταν και οι δύο γύρω στα δεκαεννιά, άπειροι στη ζωή και άγουροι στον έρωτα. Είχαν μια σχέση γεμάτη ένταση και βάθος. Δεν μπορούσε να κάνει ο ένας χωρίς τον άλλο αλλά όταν ήταν μαζί συνεχώς έβρισκαν λόγους να τσακώνονται. Ήθελε να είναι μαζί του συνέχεια αλλά όταν ήταν, ευχαριστιόταν να τον φτάνει στα άκρα. Έκανε πολλά πράγματα που υποδήλωναν κακομαθησιά, δε δεχόταν κουβέντα για τίποτε και θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα σε όλα. Κι εκείνος σαν εκκολαπτόμενος άντρας δεν μπορούσε να ανεχτεί τα καμώματά της, την έβαζε στη θέση της και πολλές φορές με άκομψο τρόπο αλλά την ήθελε και της το έδειχνε με τον τρόπο που την έπιανε, τη φιλούσε, τη διεκδικούσε.
Φυσικά αυτή η σχέση ήταν του καλοκαιριού αλλά επαναλαμβανόταν για συνεχή καλοκαίρια. Το χειμώνα επικοινωνούσαν αραιά και που, αλλά το καλοκαίρι μόλις αντίκριζε ο ένα τον άλλο άρχιζε η θύελλα του έρωτα. Ένα βλέμμα ήταν αρκετό για να ξεκινήσει και πάλι η ιστορία. Οι φίλοι τους περίμεναν πώς και πώς τη σύναντησή τους και όλοι ζήλευαν αυτή την ιδιαίτερη χημεία τους. Ωστόσο μετά από τρία πανομοιότυπα και γεμάτα πάθος καλοκαίρια, χάθηκαν. Η Αθηνά έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές, ο Βασίλης δεν ξαναήρθε στο νησί. Αραιά και που μάθαινε ο ένας τι κάνει ο άλλος μέσω κοινών φίλων. Πάντα όμως κουβαλούσαν τη σχέση αυτή μέσα τους σαν κάτι το ξεχωριστό.
Το βράδυ αποφάσισε να μη βγει έξω να μείνει στην αυλή του σπιτιού της και να χαλαρώσει πίνοντας ένα ποτήρι κρασί. Ήταν τόσο ειδυλλιακά , το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, ασήμιζε όλη η ατμόσφαιρα. Ο ουρανός ήταν βαθυγάλαζος, ένα αεράκι γεμάτο αλμύρα διαπότιζε την ατμόσφαιρα και μύριζε το χαρακτηριστικό άρωμα του σάψυχου από το βουνό. Ρούφηξε τον αέρα άπληστα και πλημμύρισε ευτυχία. Αυτή η γαλήνια και γλυκιά βραδιά ήταν ό,τι χρειαζόταν. Ήπιε μια γουλιά κρασί και κοίταξε το φεγγάρι. Χάθηκε στη στιγμή όταν άκουσε βήματα στην αυλή που πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο στο μέρος της.
Ναι, ήξερε ποιος είναι και ας μη τον έβλεπε. Ένιωσε να βρίσκεται σε κατάσταση επιφυλακής. Δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να λειτουργήσει. Ήδη έχανε τον έλεγχο της σκέψης και του κορμιού της.
Ήταν πια απέναντί της, έμοιαζε με το αγούρο αγόρι που κάποτε ερωτεύτηκε. Την κοιτούσε στα μάτια όπως τότε. Ξαναγύρισε στα δεκαεννιά και έτρεμε. Την πλησίασε και κάλυψε το κενό ανάμεσά τους. Ηλεκτροφόρα φορτία απλώθηκαν στη μεταξύ τους απόσταση. Της μίλησε με φωνή σταθερή και αποφασιστική. Της είπε ότι αισθάνεται όπως τότε, ότι δεν ένιωσε ποτέ ξανά έτσι παρά μόνο σήμερα που την ξαναείδε. Ήθελε στη ζωή του μια γυναίκα που θα ζωντανεύει το πνεύμα του και θα πλανεύει τις αισθήσεις του και μόνο αυτή το κατάφερνε αυτό με απόδειξη τη σημερινή συνάντησή τους που την αναπαρήγαγε σαν έφηβος στο μυαλό του ξανά και ξανά. Την ήθελε για τώρα και για όσο αυτό το συναίσθημα θα διαρκούσε.
Εκείνη του μίλησε για ημίμετρα και για απόλυτη, ολοκληρωτική αγάπη. Εκείνος ανταποκρίθηκε και πέρασε τα χέρια του στα μαλλιά της. Κάρφωσε τη ματιά του στα μάτια της και οι κόρες του διεστάλησαν. Φίλησε τα χείλη της και εκείνη ένιωσε απερίγραπτη, άγρια χαρά. Δεν ήθελε να σταματήσει αυτό το φιλί. Και εκεί κάτω από το σεληνόφως έσμιξαν τα κορμιά τους με ένταση που μόνο ο έρωτας μπορεί να δώσει και με βάθος που μόνο το παρελθόν μπορεί να προσφέρει. Ο έρωτας είναι συναίσθημα τρικυμιώδες και το σμίξιμο των κορμιών είναι ένωση αντιδογματική, δε χωράει σε στεγανά, αδυνατεί να περιγραφεί με λόγια. Η σάρκα χάνει την ύλη της όταν ο έρωτας κορυφώνεται και βρίσκει καινούρια μορφή όταν μετά την κορύφωση επέρχεται η κατρακύλα.
Την κρατούσε σφιχτά και της ψιθύριζε το τότε αγαπημένο τους τραγούδι. Όλα τα θυμόταν και τα νοσταλγούσε αλλά τώρα κατάλαβε ότι η μοίρα σε βρίσκει πάντα όπου και αν κρύβεσαι. Τον φίλησε με λατρεία και του είπε ότι είναι έτοιμη μαζί του να ζήσει για όσο τραβήξει, τον υπερθετικό βαθμό του πάθους και του δοσίματος. Εκείνος της χάιδεψε τα μάγουλα και άρχισε να γελά δυνατά. Ήταν χαρούμενος και το έδειχνε.
Το επόμενο πρωί και όλα τα τα επόμενα πρωινά ξυπνούσαν με μια ανείπωτη ευεξία να ευφραίνει τα ανθρώπινα μέλη τους.
Δε γυρίζεις το χρόνο πίσω αλλά ο πραγματικός έρωτας γυρνάει πάντα πίσω και σε βρίσκει την κατάλληλη στιγμή. Ποτέ δε λησμονά και τίποτε δεν τον ξεπερνά.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ελένης και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!