Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει ο Αναστάσιος Μπόγιαρης.

 

Φεύγοντας πριν χρόνια από το νησί δεν πίστευα πως θα γύριζα ξανά μια μέρα στα ίδια μονοπάτια, στα ίδια στέκια των παιδικών μου χρόνων. Καθισμένη σε μια καρέκλα πάνω στο κατάστρωμα σκέφτομαι τη ζωή μου όλα αυτά τα χρόνια. Οι μνήμες ξεκινούν από το καλοκαίρι του 1992, τότε που ήρθε η μετάθεση του πατέρα και φύγαμε για την Αθήνα. Θυμάμαι τον εαυτό μου να κλαίει συνέχεια και να παρακαλάω τους γονείς μου να μην πάμε στην Αθήνα, στην πόλη των ευκαιριών όπως την αποκαλούσε ο μπαμπάς.

Τα χρόνια στην Αθήνα πέρασαν σαν νερό. Γρήγορα και όμορφα. Έκανα νέους φίλους, έζησα έρωτες, πέρασα στο Πανεπιστήμιο, αποφοίτησα και βρήκα δουλειά στο αντικείμενο των σπουδών μου.  Κάπως έτσι ξέχασα τα πάντα που αφορούσαν το νησί. Βγαίνοντας, όμως, από μια πολύχρονη σχέση που έληξε άδοξα το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου ήταν το νησί των παιδικών μου χρόνων.

Φτάνοντας στο λιμάνι τα πάντα έμοιαζαν διαφορετικά. Κοίταζα γύρω μου ψάχνοντας σημάδια του παρελθόντος, τίποτα όμως. Ο χρόνος σαν μεγάλος σεφ μαγείρεψε τα πάντα και τα άλλαξε. Σε μια άκρη στο λιμάνι άντρες κάθε ηλικίας μάζευαν την τελευταία ψαριά της ημέρας και κάποιοι άλλοι επισκεύαζαν τα δίχτυα τους. Περπατώντας στα στενά προσπαθούσα να γευτώ μυρωδιές και να αναγνωρίσω ανθρώπους. Κανέναν δεν αναγνώριζα και κανείς δεν αναγνώριζε και εμένα. Τα 25 χρόνια απουσίας με είχαν κάνει αγνώριστη. Έφυγα 10 χρόνων παιδί και επέστρεψα μια γυναίκα 35 χρόνων.

Ύστερα από λίγο έφτασα στο ξενοδοχείο. Πήρα τα κλειδιά από την υπεύθυνη και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Πέταξα τις βαλίτσες στην άκρη και άνοιξα όλα τα παράθυρα. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι και κοιτώντας απέναντι θυμήθηκα τον Οδυσσέα. Τον παιδικό μου έρωτα στο δημοτικό που έμενε απέναντι από το σπίτι μας και κάθε μέρα μιλούσαμε στο παράθυρο.

Έρωτας με την πρώτη ματιά. Ήμασταν το μόνιμο θέμα συζήτησης στο σχολείο, αλλά και στο νησί. Ο γάμος μας όταν θα μεγαλώναμε ήταν ήδη κανονισμένος, όχι από τους γονείς μας, αλλά από εμάς τους ίδιους. Έτσι λέγαμε σε όλους. Ο Οδυσσέας και Πηνελόπη. Ο πιο μεγάλος έρωτας σε όλο το νησί, σε όλη την Ιθάκη.

Χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα το μυαλό μου έκανε μια αναδρομή στο παρελθόν και συγκεκριμένα στην αποχώρηση μου από το νησί. Ήταν ένα πρωινό του Αυγούστου λίγο μετά της Παναγίας. Εγώ ντυμένη με ένα άσπρο φόρεμα, κρατώντας πάντα το χέρι της μαμάς προχωρούσαμε προς  το λιμάνι. Από πίσω μας ακολουθούσε ο Οδυσσέας καβάλα στο ποδήλατο του. Λίγο πριν μπούμε στο καράβι και φύγουμε για πάντα από την Ιθάκη παρακάλεσα τον μπαμπά να με αφήσει να ξανάαποχαιρετήσω τον Οδυσσέα. «Δεν πάμε στην άλλη άκρη του κόσμου Πηνελόπη. Μην κλαις θα έρθουμε πάλι το καλοκαίρι και ο φίλος σου θα σε δει», μου έλεγε ο μπαμπάς αλλά εγώ εκεί, τα μάτια κόκκινα από το κλάμα.

Έτρεξα γρήγορα και έπεσα στην αγκαλιά του. Αυτοκίνητα και άνθρωποι έτρεχαν να μπουν στο πλοίο, όμως εγώ ένιωθα λες και ο χρόνος είχε σταματήσει. Αν και ήμασταν δυο δεκάχρονα, η αγάπη μας ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω να θυμάμαι από το νησί.

-Μην κλαις Πηνελόπη. Δε θα χαθούμε! Είπε και η φωνή του έτρεμε.

-Σ’ αγαπώ Οδυσσέα. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Θα έρθω πάλι, να με περιμένεις, έλεγα με δάκρυα στα μάτια.

-Θα ‘σαι για πάντα η Ιθάκη μου Πηνελόπη. Θα σε περιμένω να γυρίσεις, κάθε απόγευμα θα έρχομαι στο λιμάνι και θα σε περιμένω. Θέλω να είμαι ο πρώτος άνθρωπος που θα δεις μόλις επιστρέψεις, φώναζε από μακριά και εγώ του κουνούσα ένα λευκό μαντήλι πάνω στο κατάστρωμα και τα δάκρυα μου έπεφταν καυτά μες στη θάλασσα.

«Άραγε τι να κάνει ο Οδυσσέας», σκέφτηκα και βγήκα για μια βόλτα. Τα βήματα μου με οδήγησαν στο σπίτι του. Φτάνοντας στην παλιά μας γειτονιά το σπίτι του ήταν ένα μικρό μαγαζί με τουριστικά. Απογοητευμένη πήγα στο λιμάνι να απολαύσω τη δύση του ηλίου.

Το λιμάνι είχε δεχτεί και αυτό την επίδραση του αλήτη του χρόνου που κάθε φορά μπαίνει στις ζωές των ανθρώπων χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και τις αλλάζει. Σε μια γωνιά είχαν βάλει παγκάκια και λίγο πιο έξω είχαν φυτέψει μικρά δεντράκια. Κάθισα στο παγκάκι και έψαχνα να βρω μια απάντηση στο γιατί άφησα τόσα χρόνια να περάσουν. Γιατί δεν επέστρεψα ποτέ; Γιατί πλανεύτηκα με ψεύτικες φιλίες, γιατί αφέθηκα στην κάθε Κίρκη και στην κάθε Καλυψώ που έβρισκα στο δρόμο μου και με έκαναν να ξεχνώ; Γιατί ερωτεύτηκα τον Κύκλωπα; Μόνη μου άνοιξα τον ασκό του Αιόλου, μόνη μου καλούσα Σκύλες και Χάρυβδες στη ζωή μου, μόνη μου έπεσα με τα μούτρα στους λωτούς και λησμόνησα πατρίδα και φίλους.

– Καλώς ήρθατε στο νησί μας. Πρώτη φορά; Ακούω να μου λέει ένας ψαράς που διόρθωνε τα δίχτυα του λίγο πιο δίπλα μου.

-Καλησπέρα. Όχι έχω καιρό να έρθω και νιώθω ξένη, είπα με μια μελαγχολία στη φωνή.

Εκείνος άφησε τα δίχτυα του και με πλησίασε. Φορούσε ένα κοντό σορτσάκι, μια σκισμένη μπλούζα και ήταν ξυπόλυτος. Το χαμόγελο του και το καλογυμνασμένο του κορμί δεν περνούσαν απαρατήρητα. Μιλώντας μαζί του η ευγένεια και οι καλοί τρόποι του με κέρδισαν και τον συμπάθησα. Πρώτη φορά στη ζωή μου μιλούσα με έναν ξένο άνθρωπο και ένιωθα πως με καταλάβαινε και τον καταλάβαινα.

Το πρόσωπό μου συννέφιασε, μόλις μου ανακοίνωσε πως ο Οδυσσέας έφυγε πριν 3 χρόνια με την γυναίκα του από το νησί.

Μόλις έκανε την εμφάνιση του το φεγγάρι, ο ψαράς μάζεψε τα δίχτυα του, με καληνύχτισε και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ούτε το όνομά του δεν πρόλαβα να ρωτήσω. Πρόλαβα όμως να του ανοίξω την καρδιά μου, να του πω τα όνειρα μου και την ζωή μου.

Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Στο μυαλό μου ξεχύθηκαν εικόνες από την σχολική γιορτή του δημοτικού. Εγώ ντυμένη στα λευκά να κάθομαι μπροστά σε έναν αργαλειό και να πλέκω περιμένοντας τον Οδυσσέα να επιστρέψει. Ο Οδυσσέας ντυμένος με κουρέλια και ψεύτικο μούσι εξοντώνει όλους τους μνηστήρες με το τόξο του και πέφτει στην αγκαλιά μου. Είχε μεγάλη επιτυχία εκείνο το θεατρικό, το κοινό χειροκροτούσε ακατάπαυστα και μας φώναζε μπράβο.

Όλη την ώρα κοιτούσα το ταβάνι και συλλογιζόμουν πόσο χαζή ήμουν που πίστεψα πως ο Οδυσσέας θα με περίμενε για μια ζωή. Εγώ να ζω την ζωή μου στην Αθήνα και ο Οδυσσέας να περιμένει την Πηνελόπη να γυρίσει. Ωραίες οι ιστορίες του Ομήρου, αλλά η ζωή είναι πολύ πιο σκληρή μερικές φορές.

Το πρωί  με βρήκε με μαύρους κύκλους από την αϋπνία και με μια μελαγχολία στην ψυχή μου.

-Πήγαινε κοπέλα μου και κατέβασε την καρέκλα, γιατί σκούπιζα και κάτσε να σου φέρω να φας, είπε η υπεύθυνη.

Φτάνοντας στο τραπέζι, πάω να κατεβάσω την καρέκλα και τι να δω; Κάποιος είχε γράψει με κιμωλία κόκκινη «Σ’ αγαπώ ακόμα». Έμεινα. Το κοιτούσα και δεν μπορούσα να το πιστέψω. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στον Οδυσσέα. Τότε, στην Τρίτη δημοτικού που πηγαίνοντας ένα πρωινό να κατεβάσω την καρέκλα μου από το θρανίο, που την προηγούμενη μέρα τις ανεβάζαμε στα θρανία όλοι για να μπορούν οι καθαρίστριες να καθαρίζουν, βλέπω να γράφει «Σ’ αγαπώ». Δεν ήξερα ποιος το είχε γράψει και για μέρες ρωτούσα τις φίλες μου. Καμιά δεν ήξερε τίποτα. Λίγο καιρό μετά έμαθα για τον Οδυσσέα και του έγραψα και εγώ στην καρέκλα την ίδια λέξη. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο παιδικός μας έρωτας. Στα διαλείμματα μαζί, μαζί στις σκανταλιές, στις λύπες, στις χαρές. Χέρι-χέρι μέχρι το ταξίδι μου στην Αθήνα.

Έριξα ένα παρεό πάνω μου και βγήκα για μια βόλτα στο λιμάνι. Άνθρωποι ελάχιστοι στους δρόμους. Μόνο κάτι νεαροί που έπιναν μπύρες και κάτι ζευγαράκια έβλεπες που φιλιόντουσαν δεξιά και αριστερά. Κάθισα στο παγκάκι και χάζευα το φεγγάρι. Ξαφνικά κάποιος μου έκλεισε τα μάτια και μου σιγοψιθύρισε «μάντεψε». Αν και στην αρχή φοβήθηκα, στη συνέχεια αφέθηκα στο παιχνίδι και προσπαθούσα να μαντέψω το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω μου.

– Σ’ αγαπώ ακόμα Πηνελόπη, είπε γλυκά και ψιθυριστά.

– Πλάκα μου κάνεις; Έλα ποιος είσαι; Είπα γεμάτη περιέργεια.

Γυρνάω και βλέπω τον ψαρά να μου χαμογελάει και να μου λέει πως αυτός είναι ο Οδυσσέας. Αισθάνθηκα τόσο ηλίθια που δεν αναγνώρισα από την αρχή τα μάτια του που με κοιτούσαν με τόση λαχτάρα. Εκείνα τα μάτια που έκλαιγαν από αγάπη πριν χρόνια. Εκείνα τα μάτια που άγγιζαν πάντα την ψυχή μου.

– Κάνουμε και πλάκες Οδυσσέα; Ήταν το μόνο που μπορούσα να πω.

Εκείνος  χαμογελώντας είπε πως πάντα με περίμενε να επιστρέψω, με φίλησε στο στόμα και μου ξαναείπε την πιο όμορφη λέξη του κόσμου. «Σ’ αγαπώ»

Έπεσα στην αγκαλιά του και αφέθηκα στη γλύκα των φιλιών που μύριζαν τριαντάφυλλο και αρμύρα. Στην αγκαλιά του ένιωθα ασφάλεια, ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή, την άκουγα που φώναζε. Το κορμί μου έτρεμε και τα μάτια μου έβγαζαν μικρές φωτιές χαράς. Το φεγγάρι που έστεκε στον ουρανό ήταν ο μόνος μάρτυρας της αγάπης μας. Το απαλό αεράκι που φυσούσε έδινε ώθηση στην ψυχή μου να πετάξει ψηλά ως τα αστέρια που έλαμπαν σαν μικρές πυγολαμπίδες στον σκοτεινό ουρανό.

Τελικά, η Πηνελόπη έφτασε μετά από χρόνια στην Ιθάκη της και ο Οδυσσέας της την περίμενε εκεί, όχι μπροστά σε έναν αργαλειό, αλλά επισκευάζοντας δίχτυα κάθε απόγευμα στο λιμάνι.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία του Αναστάσιου και χάρισέ του ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!