Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Μπαμπουρδά Παναγιώτα.

 

Κάρπαθος, Καλοκαίρι 2016

Έφτασα στην Κάρπαθο, μετά από 18 ώρες ταξίδι με πλοίο από τον Πειραιά. Ήρθα για δουλειά σε ένα ξενοδοχείο στην Αρκάσα, σερβιτόρα. «Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Δεν έχει ούτε ζεστό νερό να κάνω μπάνιο. Είμαι μακριά από όλους όσους ξέρω. Θέλω να φύγω. Αλλά δεν έχει καράβι παρά μόνο 3 φορές τη βδομάδα. Σήμερα είναι Τετάρτη. Το επόμενο είναι την Κυριακή, οπότε θα πρέπει να μείνω μέχρι τότε. Ας πάω να κάνω μια βόλτα στο χωριό. Τι ώρα είπε ο ιδιοκτήτης να είμαι πίσω για βραδινό; 7.30 νομίζω. Τώρα είναι 5. Έχω χρόνο.» Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις μου.

Βγήκα από το ξενοδοχείο και περπάτησα στον κεντρικό δρόμο. Πήγα μέχρι ένα άσπρο γραφικό εκκλησάκι κι έναν εγκαταλελειμμένο αρχαιολογικό χώρο με ψηφιδωτά, «ακρόπολη αρχαίας Αρκάσας» έλεγε μια πινακίδα. Το τοπίο βραχώδες. Παραλίες με πέτρες και γεμάτες σκουπίδια. Ένας δυνατός αέρας έκανε τη θάλασσα να συγκρούεται με τα βράχια σαν δύο εχθροί που παλεύουν. Γύρισα πίσω από το δρόμο που ήρθα. Διέσχισα τον κεντρικό δρόμο κάθετα και μπήκα σ’ ένα δρομάκι. Ακολούθησα το δρομάκι. Δεξιά κι αριστερά σπιτάκια, ξενοδοχεία κι ενοικιαζόμενα δωμάτια. Συνάντησα λιγοστούς ανθρώπους.

Μετά από κανά δυο στροφές, είδα μπροστά μου μερικά ξύλινα τραπεζάκια και ξύλινες καρέκλες δεξιά κι αριστερά, σε παραδοσιακό στυλ. Κάθισα σε ένα από αυτά. Είδα έναν κατάλογο με κοκτέιλ, ξύλινο, μακρόστενο με ωραία χρώματα. Σαν παλιά επιγραφή έμοιαζε. Ήταν ακουμπισμένος πάνω στο τραπεζάκι. Στο πάνω μέρος, πριν από τη λίστα των ποτών, έγραφε «Το Στέμμα». «Ωραίο όνομα», σκέφτηκα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα εμφανίστηκε ένας άνδρας γύρω στα 35-40, εμφανίσιμος, κανονικός προς αδύνατος, με μαύρο μούσι, μαύρα μαλλιά και μαύρη τραγιάσκα.

Μου χαμογέλασε, μου έδωσε έναν ακόμα κατάλογο με ροφήματα και μου έπιασε την κουβέντα. «Για διακοπές ήρθες;» με ρώτησε. «Όχι, ήρθα για δουλειά σε ένα ξενοδοχείο στο χωριό» απάντησα. «Α, ωραία! Να ξέρεις πηγαίνω τακτικά στη χώρα για να κάνω ψώνια για το μαγαζί. Αν θέλεις να σου φέρω κάτι, να μου λες» είπε πρόθυμος. «Σας ευχαριστώ πολύ! Θα σας πω, αν χρειαστώ κάτι» απάντησα και του χάρισα ένα χαμόγελο. «Από εδώ φαίνεται το καλύτερο ηλιοβασίλεμα!» με πληροφόρησε γεμάτος καμάρι. «Ανοίγω το μαγαζί το απόγευμα στις 6.30 και αργότερα όταν αρχίσουν να έρχονται περισσότεροι τουρίστες, περιμένουν απ’ έξω για να ανοίξω. Χαμό γίνεται! Έρχονται και πολλοί ξένοι σέρφερ στο μαγαζί. Το καλοκαίρι παίζουμε beach volley στην παραλία. Ξέρεις βόλεϊ;» συνέχισε. «Ναι, φυσικά. Από το δημοτικό παίζω βόλεϊ» απάντησα ζωηρά. «Τέλεια. Εμείς κατά τις 3-4 κάθε μέρα παίζουμε. Όταν στήσουμε το φιλέ κι αρχίσουμε να παίζουμε, θα σε φωνάξουμε.» Τον ρώτησα που είναι η παραλία. Μου είπε ότι λέγεται «Άγιος Νικόλαος» και μου εξήγησε πού είναι.

Η ώρα για να γυρίσω πίσω στο ξενοδοχείο είχε φτάσει. Αλλά αγνόησα τη φωνή μέσα στο κεφάλι μου που μου το έλεγε.  Την έκανα να σωπάσει με το κρασί που είχα δίπλα μου και με μερικά φιστίκια ακόμα. Ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο. Άπλωσα τα πόδια μου σε ένα σκαμπό. Άρχισε να έχει ψύχρα και να φυσάει αέρας. Ο κυρ-Μανώλης, ο ιδιοκτήτης ήταν προετοιμασμένος. «Κρυώνεις;» με ρώτησε. «Ναι, λίγο» απάντησα. Εξαφανίστηκε στο εσωτερικό της καφετέριας κι επέστρεψε με μια μαύρη λεπτή κουβερτούλα. Τύλιξα τα πόδια μου. «Το σορτσάκι τελικά δεν ήταν καλή επιλογή για βράδυ στο χωριό.» σκέφτηκα. Ένιωσα ευγνωμοσύνη για τη ζεστασιά που μου πρόσφερε η κουβερτούλα.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει στον ουρανό. Πήρε ένα απαλό πορτοκαλί χρώμα. Πλησίασε τη θάλασσα κι άρχισε να χάνεται σαν να βυθιζόταν μέσα της, λες κι έκανε κι εκείνος βουτιά για να δροσιστεί από τη ζέστη της ημέρας. Στο τέλος, χάθηκε εντελώς από τον ορίζοντα.

Μόλις τέλειωσε το ποτήρι με το κρασί, ο κυρ-Μανώλης μου πρόσφερε άλλο ένα. «Κερασμένο» μου είπε. Έκανε το ίδιο και με το ζευγάρι που καθόταν σε διπλανό τραπεζάκι. Κοίταξα αδιάφορα προς το δρομάκι. Και τότε είδα μια παρέα με παιδιά γύρω στα 25 να έρχονται προς το μέρος μας. Ένας ψηλός φαλακρός που κρατιόταν χέρι χέρι με μια κοπέλα και δύο αγόρια ακολουθούσαν πίσω τους. «Γεια σας!» είπαν εγκάρδια ένας ένας καθώς πλησίαζαν. «Γεια σου! Τι κάνεις;» είπε ένα από τα αγόρια της παρέας απευθυνόμενος σε μένα σαν να με ήξερε. «Γεια σου. Καλά. Εσύ;» απάντησα διστακτικά, σαστισμένη από τον χαιρετισμό. Μπήκαν μέσα. Μετά από λίγο, άλλαξαν γνώμη και ξαναβγήκαν έξω. Οι 3 από τους 4 κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι από την απέναντι πλευρά και προς τα αριστερά.

Αυτός που με είχε χαιρετήσει ήρθε προς τα εμένα. « Κάθεται κανείς εδώ;» με ρώτησε εννοώντας στο σκαμπό στην άλλη πλευρά. « Όχι, κανείς.» απάντησα. Δεν έχασε καιρό. Κάθισε. Άφησε στο τραπεζάκι το κράνος και το ηλεκτρονικό τσιγάρο του. Από το κράνος συμπέρανα ότι μάλλον θα οδηγούσε μηχανή. Η χώρα ήταν μακριά για να είχε έρθει με μηχανάκι. Τον παρατήρησα καλύτερα. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα ήταν το τσιγκελωτό  μουστάκι του. «Είναι της μόδας. Αλλά σε αυτόν πηγαίνει κιόλας» σκέφτηκα. Είχε καστανά μάτια. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο στα πλάγια και πίσω. Μόνο στο πάνω μέρος είχε μαλλιά φουντωτά χτενισμένα προς τα αριστερά. Κι αυτό το κούρεμα ήταν της μόδας. Λες και ήταν πεζοναύτης που είχε βγει από αμερικάνικη ταινία. Του πήγαινε όμως.

«Άκης» είπε ύστερα από λίγο και μου έτεινε το δεξί του χέρι. «Μαρίνα. Το άλλο είναι λαδωμένο. Έτρωγα φιστίκια.» είπα απολογητικά δίνοντας μου το αριστερό μου χέρι. Το κράτησε τρυφερά μέσα στο δικό. Έμοιαζα με κυρία από ταινία εποχής που κάποιος ετοιμαζόταν να της κάνει χειροφίλημα. « Είσαι από εδώ; Έχεις έρθει για διακοπές;» ρώτησα. «Έχω έρθει για δουλειά σ’ ένα ξενοδοχείο στη χώρα. Εσύ;» απάντησε. «Έχω έρθει για δουλειά σ’ένα ξενοδοχείο στο χωριό. Από πού είσαι;» είπα. «Από Αθήνα. Εσύ;» με ρώτησε με ενδιαφέρον. «Από Γιάννενα» απάντησα. «Άρχισε να κάνει ψύχρα. Δεν πάμε μέσα;» πρότεινε. «Ναι. Πάμε» είπα.

Το μαγαζί μέσα ήταν άδειο. Ήμασταν μόνοι μας κι κυρ-Μανώλης που πηγαινοερχόταν πότε πότε. Κάθισα σ’ ένα καναπεδάκι κι ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να με ρωτήσει. Πάνω στο τραπέζι ήταν αναμμένο ένα κεράκι. Τα φώτα χαμηλωμένα. Απαλή μουσική. Συνεχίσαμε τη συζήτηση. Καθώς μιλούσαμε με άγγιζε στιγμιαία στο χέρι δήθεν τυχαία. Ένιωθα σαν να με διαπερνούσε ρεύμα κάθε φορά. Ήταν ωραία αίσθηση. «Μου αρέσει να πηγαίνω εκδρομές και ταξίδια με τη μηχανή. Ειδικά όταν έχω καλή παρέα» μου είπε κλείνοντας μου το μάτι και χαμογελώντας. Μου είπε κάποια πράγματα για τη ζωή του στην Αθήνα. Του είπα κι εγώ για τη ζωή μου.

«Μου αρέσει η φύση, ο καθαρός αέρας, η αναρρίχηση και να κάνω τζόκινγκ δίπλα στη λίμνη.» είπα. Με κοιτούσε στα μάτια όσο μιλούσα. Σε κάποια στιγμή πλησίασε κι άλλο και μου ψιθύρισε στ’ αυτί με μια αισθησιακή φωνή: «Μ’αρέσεις.» «Κι εμένα» του απάντησα. Και τότε με φίλησε. Ήταν στην αρχή ορμητικό, απαιτητικό και μετά τρυφερό, γλυκό. Μείναμε αγκαλιασμένοι ούτε ξέρω για πόση ώρα. Πότε μιλώντας προσπαθώντας να καλύψουμε το κενό τόσων χρόνων πριν τη γνωριμία μας και πότε σωπαίνοντας. Δεν ήταν σιωπή αμηχανίας, αλλά γαλήνης, ηρεμίας, όπως η θάλασσα μετά από καταιγίδα. Κάποια στιγμή η παρέα του τον φώναξε να φύγουν. Τους είπε να περιμένουν λίγο. Πιαστήκαμε χέρι χέρι σαν να ήταν κάτι φυσικό, κάτι που το κάναμε χρόνια. Με συνόδεψε μέχρι το ξενοδοχείο με τα πόδια. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Μου έδωσε ένα ακόμα παθιασμένο φιλί στην είσοδο του ξενοδοχείο για καληνύχτα και χωριστήκαμε.

Μπήκα μέσα. Ανέβηκα τα σκαλιά. Βρήκα ένα χαρτάκι κάτω από την πόρτα. «Πρωινό στις 8. Θέλει να μας μιλήσει ο ιδιοκτήτης». Ήμουν τόσο χαρούμενη που δε με ένοιαζε και στις έξι να ξυπνούσα. Πήγα για ύπνο με ένα χαμόγελο στα χείλη. Από εκεί που ήθελα να φύγω με το πρώτο καράβι ύστερα από αυτά που προηγήθηκαν ήθελα να μείνω για πάντα αν γινόταν στο νησί.

Ξύπνησα το επόμενο πρωί και κατέβηκα για το πρωινό. Τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού ήταν εκεί. Μετά από λίγο ήρθε κι ο ιδιοκτήτης μες τα νεύρα. Μου πέταξε τα λεφτά για τα εισητήρια στο τραπέζι και με συνοπτικές διαδικασίες με απέλυσε γιατί δεν πήγα χθες στο δείπνο. Δε διαμαρτυρήθηκα. Ήθελα να φύγω από αυτό το ξενοδοχείο. Χάρη μου έκανε. Βγήκα από την κουζίνα και πήρα τηλέφωνο τον Άκη. Το σήκωσε την 3η φορά που χτύπησε: «Ναι, ποιος είναι;» είπε μισοκοιμισμένα. «Η Μαρίνα από χθες. Σε ξύπνησα;» είπα με απολογητικό ύφος. «Δεν πειράζει. Τι κάνεις;» είπε αλλάζοντας τόνο την φωνή του, χαρούμενος που με άκουγε. «Με απέλυσαν!» είπα χαρούμενη. «Γιατί σε απέλυσαν; Ή καλύτερα ασ’ το. Θα μου πεις από κοντά. Έχω ρεπό σήμερα. Τρώω κάτι, ντύνομαι κι έρχομαι να σε πάρω.» είπε ενθουσιασμένος.

Έτσι κι έγινε. Μετά από κανένα μισάωρο, εμφανίστηκε με μια μαύρη μηχανή και 2 κράνη στην είσοδο του ξενοδοχείου. Με το που με είδε μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του και με φίλησε σαν να είχε να με δει χρόνια. «Μου έλειψες» μου είπε. « Κι εμένα» είπα. «Μην ανησυχείς για τη δουλειά. Θα μιλήσω για σένα στο ξενοδοχείο που δουλεύω. Αν θέλεις, βέβαια.» είπε αν και μάλλον ήξερε την απάντηση μου ήδη. «Φυσικά και θέλω» είπα. Με βοήθησε να ανέβω στη μηχανή. Ανέβηκε κι εκείνος. Πιάστηκα από τη μέση του και ξεκινήσαμε για το ταξίδι της ζωής μας.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Παναγιώτας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!