Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Δήμητρα Μιμηγιάννη.

 

Καλοκαίρι. Μια λέξη, χιλιάδες συναισθήματα και εικόνες. Θάλασσα, ξαπλώστρες, ηλιοβασιλέματα, πάρτι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, παρέες με κιθάρες γύρω απ τη φωτιά στις παραλίες και πάει λέγοντας.

Εκείνο το καλοκαίρι όμως δεν είχε καμιά σχέση με τα προηγούμενα. Μέχρι κι ο αέρας μύριζε διαφορετικά. Λες και κάποια ανώτερη δύναμη προμήνυε τις αλλαγές που θα έρχονταν στις ζωές τους.
Δεν έχουν σημασία τα ονόματά τους. Έτσι κι αλλιώς αυτή η ιστορία θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Ίσως πάλι σε κανέναν άλλο πέρα απ’ αυτούς τους δύο.

Eκείνη είχε μόλις τελειώσει το σχολείο κι ήταν γεμάτη όνειρα και προσδοκίες για τη νέα ζωή που ανοίγονταν μπροστά της. Εκείνος επέστρεφε από σπουδές στο εξωτερικό μέσα στην ανασφάλεια για το αν θα βρει δουλειά, σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, πάνω στο αντικείμενο που με τόσο κόπο και πάθος κατάφερε να σπουδάσει.

Δυο άνθρωποι με άλλες προτεραιότητες, σε διαφορετική συναισθηματική κλίμακα.
Έλα όμως που καμιά φορά το σύμπαν αποφασίζει να μας δείξει το καλό του πρόσωπο συνωμοτώντας υπέρ μας. Αυτή τη φορά καλό μου σύμπαν σε παραδέχομαι. Το ίδιο κι οι πρωταγωνιστές μας.

Εκείνη μετά το τέλος των εξετάσεων με τη γνωστή κοριτσοπαρέα αποφασίζει διακοπές στην Πάρο. Εκείνος χρόνια απών από το ελληνικό καλοκαίρι, με το που επιστρέφει βρίσκει παλιούς γνωστούς και φίλους και κανονίζει διακοπές πριν μπει στο στίβο της αγοράς εργασίας. Ένας και μόνο προορισμός, κοινός και για τους δύο. Πάρος!

Όλα κυλούσαν ομαλά και παράλληλα για τις δύο παρέες αυτές τις μέρες με πολύ χορό, θάλασσα και διασκέδαση. Αρχίζει να ξημερώνει σιγά σιγά και τα παιδιά μετά από ένα ατέρμονο παιχνίδι με ποτά, τραγούδια και σφηνάκια παίρνουν το δρόμο για το ξενοδοχείο.

Η πρώτη τους συνάντηση δε θα χαρακτηριζόταν ως κάτι ιδιαίτερο για μας τους κοινούς θνητούς. Εκείνοι όμως ένιωσαν τη γη να σείεται. Δεν εξηγείται αλλιώς το παραπάτημά της στο γεφυράκι. Έφτανε μόνο να πέσει κι αυτός να τρέξει να τη σηκώσει.

Συναντήθηκαν τα βλέμματά τους κι αυτό ήταν. Ούτε την ένοιαζε που είχε σκίσει το αγαπημένο της τζιν, απόκτημα για το οποίο παινεύονταν για καιρό στις φίλες της, ούτε που την είδε τόσος κόσμος να πέφτει. Ήταν μόνο εκείνος, εκείνος που είδε στα μάτια της την αγωνία για την τρικυμία που ερχόταν.
Τη ρώτησε απλά αν είναι εντάξει και τη βοήθησε να σηκωθεί.

Κι έτσι απλά συστήθηκαν κι ήταν σαν να γνωρίζονταν από πάντα. Σαν να ήταν αυτός που περίμενε να τη σηκώσει από το συναισθηματικό βάλτο όπου είχε βουλιάξει. Της έδωσε το χέρι βοηθείας τη στιγμή που το χρειαζόταν. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Άρχισαν να μιλούν χωρίς να δίνουν σημασία στις παρέες τους, ώσπου εκείνοι καταβεβλημένοι απ την κούραση πήγαν για ύπνο. Έτσι είχαν την ευκαιρία συζητώντας και καπνίζοντας να απολαύσουν την πρώτη τους ανατολή μαζί. Κάτι όμως τους έλεγε ότι δε θα είναι η τελευταία.

Οι δύο παρέες μετά από αυτό το περιστατικό, όπως καταλαβαίνετε, έγιναν μία και αχώριστη για τις επόμενες τρεις μέρες που τους απέμεναν. Γιατί εκείνη θα αναχωρούσε για Αθήνα κι εκείνος θα συνέχιζε τις διακοπές του με καμπινγκ στην Αντίπαρο.

Δεν την έχασε στιγμή απ’ τα μάτια του. Τη φρόντιζε και περιποιούνταν τις πληγές της. Ορατές και αόρατες γιατί κυρίως οι δεύτερες χρειάζονται περισσότερη προστασία και προσοχή.
Έγιναν ένα κάτω απ τα αστέρια στην παραλία μα αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ένωση των ψυχών τους. Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος για παραπάνω λεπτομέρειες σχετικά με τη συνεύρεσή τους. Για δύο ανθρώπους που ενώνονται σωματικά, έχει μάλλον περισσότερη σημασία το πώς ταίριαξαν οι ψυχές τους παρά τα κορμιά τους. Το κορμί θα ταιριάξει με πολλούς, η ψυχή σου όμως;

Δεν ήθελε κανείς τους να έρθει η μέρα του αποχωρισμού. Έδωσαν υποσχέσεις ότι θα βρεθούν στην Αθήνα, ότι δε θα χαθούν. Παρόλο που μετά ήξεραν πως τίποτα δε θα είναι όπως τώρα. Εκείνη να περιμένει τα αποτελέσματα για την πόλη και τη σχολή που πέτυχε κι εκείνος να ψάχνει για δουλειά.
Οι υποσχέσεις τους σφραγίστηκαν εκεί. Με ένα φιλί στο γεφυράκι. Εκεί που όλα άρχισαν. Η ζωή είναι κύκλος λένε ε; Εκείνοι απλά ήλπιζαν ότι δε θα είναι φαύλος.

Μόλις επέστρεψε εκείνος στην Αθήνα το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να της τηλεφωνήσει. Στις 9 είχαν ραντεβού στο Μοναστηράκι. Πόσο αναμενόμενα είναι όλα σ αυτή την ιστορία αλήθεια… Είναι που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Ή και όχι…

Εκείνη φορούσε ένα τζιν σορτς κι ένα απλό μπλουζάκι, μαυρισμένη και μ’ ένα απίστευτο χαμόγελο. Καθώς τον πλησίαζε του έδωσε χρόνο να την θαυμάσει για ακόμα μια φορά. Του χαμογέλασε και τη φίλησε. Αυτό το δειλό της χαμόγελο μετά το φιλί! Τον συνέπαιρνε η απειρία και η αμηχανία της. Θα μπορούσε να την κοιτάει για ώρες που κοκκίνιζε κάθε φορά που της έλεγε ένα γλυκόλογο. Ο τρόπος που μάζευε τα μαλλιά της, ακόμα κι ο τρόπος που κρατούσε το τσιγάρο τον συνάρπαζαν. Είναι αυτές οι μικρές κινήσεις που σε γεμίζουν επιθυμίες.

Ο χρόνος όμως είναι αλύπητος και δεν τους έκανε τη χάρη να σταματήσει εκεί μέσα στο μικρό του δωμάτιο. Ώρες επί ωρών συζητήσεις, αγκαλιές, φιλιά και βεγγαλικά. Τι κι αν ήταν μικρό; Χωρούσε τον έρωτα κι αυτό έφτανε. Τη μέρα που ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα απ’ τις εξετάσεις της δεν ήθελε να δει κανέναν άλλον παρά μόνο εκείνον. Μόνο εκείνος μπορούσε να γαληνέψει την ανεμοδαρμένη ψυχή της.

Πήγε τρέχοντας και τη βρήκε στο πάρκο απέναντι απ το σχολείο της με δύο καφέδες στο χέρι, γλυκό με σοκολάτα όπως της άρεσε κι ένα πακέτο τσιγάρα γιατί η μέρα προμηνύονταν δύσκολη. Μόλις τον είδε έπεσε στην αγκαλιά του και μόνο εκεί βρήκε απάγκιο και παρηγοριά. Της έδωσε τον καφέ της, ένα τσιγάρο και χρόνο ώσπου να ηρεμήσει για να του μιλήσει.

Τα αποτελέσματα δυσάρεστα για κείνη, για τους δυο τους αφού ήταν ένα πλέον. Είχε πετύχει Θεσσαλονίκη και το πολύ σε δυο-τρεις μέρες έπρεπε να φύγει για να βρει σπίτι και να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί πλέον.
Εκείνος ένιωσε να πεθαίνει και ας προσπαθούσε να της ξαναδώσει τη ζωή με λόγια παρηγοριάς και αγάπης.  «Θα έρχεσαι» , «Θα έρχομαι» , «Θα μιλάμε». Ήξερε όμως. Ήξερε ως μεγαλύτερος που ήταν πως δε θα δούλευε. Αν είχαν μόνο τους διαφορετικούς ρυθμούς της ζωής τους να αντιμετωπίσουν θα μπορούσαν να το ρυθμίσουν. Με την απόσταση στη μέση όμως δύσκολα.

Μέχρι να φύγει το μικρό του δωμάτιο έγινε ο κόσμος τους. Μόνο που πλέον εκτός από συζητήσεις, αγκαλιές, φιλιά και βεγγαλικά τρύπωναν και κλάματα. Δάκρυα δικά της και δικά του. Υποσχέθηκαν ότι θα το προσπαθούσαν με όλα τα μέσα. Ευελπιστούσαν ότι το σύμπαν θα συνωμοτούσε ακόμη μια φορά για χάρη τους. Όπως τότε που τους ένωσε.

Εκείνη έφυγε για Θεσσαλονίκη κι εκείνος βρήκε δουλειά. Στην αρχή μιλούσαν καθημερινά. Ώρες επί ωρών πάλι. Μετά η επικοινωνία αραίωσε. Κανείς τους δεν μπορούσε να βρει χρόνο να αποδράσει από το βαρύ πρόγραμμά του. Πάνω σε ένα μεγάλο καβγά, απ αυτούς που συνήθιζαν το τελευταίο διάστημα, εκείνος πέταξε τη βόμβα για χωρισμό κι εκείνη αν και λίγους μήνες πριν δεν άντεχε ούτε καν στη ιδέα, πήρε μια βαθιά ανάσα και συμφώνησε.

Χώρισαν πολιτισμένα αν και δεν μου αρέσει σαν λέξη το «πολιτισμένα» δίπλα απ τη λέξη «χωρισμός». Πώς γίνεται ένας χωρισμός να είναι πολιτισμένος ποτέ μου δεν κατάλαβα… Επέτρεψαν ο ένας στον άλλο ένα τηλεφώνημα σε περίπτωση που κάποιος απ’ τους δύο νιώσει την ανάγκη. Κανείς τους δεν το έκανε όμως γιατί ήξεραν ότι δε θα είχε νόημα.

Άφησαν την τύχη τους στο σύμπαν. Σ’ αυτό που τους έφερε κοντά και αστραπιαία τους απομάκρυνε. Πονάς περισσότερο λένε ότι χάνεις κάτι που είχες και δεν το έζησες παρά όταν δεν το είχες αποκτήσει ποτέ. Πολλοί ίσως τους θεωρήσουν δειλούς. Ότι δεν προσπάθησαν αρκετά και στην τελική ότι δεν ερωτεύθηκαν πραγματικά.

Δε θα μάθουμε ποτέ. Ίσως βρεθούν πάλι τυχαία σε κάποιο νησί. Ίσως πάλι όχι. Πότε άλλωστε ξέρεις πού θα βρεις το άλλο σου μισό κι αν θα έχεις τη δύναμη να το κρατήσεις κοντά σου;

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Δήμητρας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!