Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Δανάη Καρούμπη.

Μία ώρα πριν το καράβι λύσει, στεκόταν ήδη στο λιμάνι. Ήταν το πρώτο της ταξίδι, ένα ταξίδι ενηλικίωσης. Εκείνη μόλις 18, περιμένει, και παρά την αποπνιχτική ατμόσφαιρα χαμογελάει και νιώθει τον ήλιο να αγκαλιάζει το δέρμα της, την γεύση της αλμύρας καθώς γλείφει τα χείλη της και τα μαλλιά της να πέφτουν και να χαϊδεύουν απαλά τους γυμνούς της ώμους.

Χαζεύει το παλιό σαπιοκάραβο, στο οποίο σε λίγο θα ανέβει και ο νους της ήδη αλητεύει. Ένα μικρό τατουάζ φωλιάζει στο σβέρκο της. Είναι ο παντοτινά μικρός μας φίλος, ο Πίτερ Παν μαζί με τα χαμένα παιδιά, να πετούν προς την Χώρα του Ποτέ. Κι αυτή ετοιμαζόταν από στιγμή σε στιγμή να αναχωρήσει για τη δική της Χώρα του Ποτέ και σαν μια άλλη Γουέντι να συναντήσει τον Πίτερ Παν της. Εκείνον που πάντα γυρνά το μυαλό της σε εκείνα τα παιδικά χρόνια, με τα τρελά παιχνίδια, εκείνον που κάθε φορά ξυπνά την αθωότητά της και την επιστρέφει στη χώρα της παιδικής της ευρηματικότητας και σιγοψιθυρίζει, «αγία νοσταλγία…»

Ξαφνικά ακούγεται το σφύριγμα του πλοίου και το ταξίδι ξεκινά. Σε 8 ώρες θα βρίσκεται κοντά του σε εκείνο το μικρό νησί, που είναι λες και το ξέχασε ο χρόνος και έχει χαθεί από τον χάρτη. Ανοίγει το sleeping bag της, ξαπλώνει στην πλώρη του καραβιού και βγάζει ένα παλιό mp3 με τραγούδια που της είχε δώσει Βγαίνει στο κατάστρωμα και της έρχονται στο μυαλό οι στίχοι από το τραγούδι τους. Παίρνει η ίδια πια την θέση εκείνου του κοριτσιού με το άσπρο φουστάνι, που κοιτάζει τον ήλιο να πέφτει σαν φωτιά στο λιμάνι κι ύστερα να χάνεται στα άδυτα της θάλασσας. Επιτέλους, θα γίνει η ίδια για λίγα λεπτά η ηρωίδα της.

Και φτάνει έτσι απλά. Καθώς το πλοίο κατεβάζει την πόρτα του κι ετοιμάζεται να μπαρκάρει, τον αντικρίζει εκεί. Στέκεται απεναντί της και την κοιτάζει. Την περιμένει. Τότε κατεβαίνει, τον αγκαλιάζει και τον χαιρετάει. Αυτή η γλυκιά αμηχανία είναι που την στιγματίζει. Την οδηγεί στο σπίτι και από εκεί και πέρα μια βόλτα στο νησί.

Δεν ξέρω πώς γίνεται, αλλά σ’εκείνο το μέρος νιώθεις πως αγγίζεις τον ουρανό. Και όπως κάθε Αύγουστο αυτός είναι τόσο καθαρός, που μπορείς να μετρήσεις ένα ένα τ’ άστρα, που λάμπουν περισσότερο από ποτέ. Κάτω από εκείνον τον έναστρο ουρανό ξάπλωσαν οι δυο τους μ’ ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Τότε εκείνος γυρνά προς το μέρος της και σπρώχνει το κρασί, που χύνεται στο φόρεμα της. Το κόκκινο χρώμα μένει ακόμα εκεί στο λευκό της φουστάνι, που πια έχει χάσει εκείνη την φρεσκάδα του και μένει να κιτρινίζει απ’ τα χρόνια κλεισμένο σ’ εκείνο το μπαούλο στην σοφίτα.

Το λευκό έδωσε την θέση του σ΄ένα ξεθωριασμένο μπεζ, το κόκκινο όμως παραμένει κόκκινο να το στιγματίζει, να την στιγματίζει. Εκείνη το πιάνει απαλά και το βγάζει από πάνω της. Με μια της βουτιά λύνει το μαγιό της. Έτσι, έμεινε να χαζεύει το γυμνό της σώμα, το οποίο έμοιαζε αλλιώτικα σμιλεμένο κάτω από το φεγγαρόφωτο, σαν πλάσμα εξωτικό, να γίνεται ένα με το κύμα και σαν αερικό όπως μοιάζει, φοβάται μήπως το φεγγάρι ζηλέψει και την πάρει κοντά του.

Αυτό ήταν το καλοκαίρι τους, ένας ορίζοντας δίχως τέλος. Τέτοια ελευθερία. Εκείνος, εκείνη, η θάλασσα κι ο ουρανός, να ατενίζουν από ψηλά και από κάτω τους απόκρημνα βράχια. Τέτοια απόκοσμη ομορφιά. Ηλιοβασιλέματα, γυμνά κορμιά, ζεστά χείλη να εξερευνούν και να ξυπνούν σπιθαμή προς σπιθαμή κάθε απόκρυφη γωνιά του κορμιού.

Και μετά η στιγμή και πάλι του αποχωρισμού. Εκείνο το αίσθημα, που κάθε φορά σου κόβει την ανάσα και η καρδιά σου χτυπά σαν τρελή, έτοιμη να ξεσκίσει το στήθος σου και να πετάξει από το κλουβί της, για να τον ακολουθήσει. Αυτή η τόσο οικεία και ταυτόχρονα πρωτόγνωρη στιγμή. Και πάλι εκείνο το κορίτσι του τραγουδιού να στέκεται στο λιμάνι, με τα μαύρα γυαλιά και το άσπρο φουστάνι με την κόκκινη κηλίδα στην τσάντα, πάντα να την ακολουθεί, σε κάθε ταξίδι, σε κάθε καινούρια ζωή. Κι εκείνους τους στίχους να την συντροφεύουν. Ναι, είδαν εκείνο το τρελό καλοκαίρι στο κομμάτι που λείπει απ’ το σπασμένο καθρέφτη, στο λιμάνι φωτιά, τον ήλιο πάλι να πέφτει.

Εκείνη έφυγε εκείνη τη μέρα, εκείνος θα έφευγε αργότερα. Τελικά, ίσως δεν έφυγε ποτέ ή χάθηκε σ’ άλλα μονοπάτια. Πάντως, εκείνη δεν τον ξανασυνάντησε ποτέ. Της στοίχισε. Ήταν όμως η μόνη που είδε το νησί του, κανέναν άλλο δεν είχε πάει εκεί. Μόνο σε εκείνη έδειξε τη φωτιά στο λιμάνι.

Ίσως ξανασυναντηθούν όταν το λιμάνι τυλιχτεί και πάλι στις φλόγες…

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Δανάης και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!