Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Χριστίνα Τζιαφέρη.
Ξανακοίταξα μήπως είχα ξεχάσει τίποτα από τα πράγματά μου. Πέντε μέρες θα κρατούσε όλο αυτό το βάσανο. Δεν μπορούσα να της αρνηθώ με τίποτα. Ήταν η καλύτερη μου φίλη και ανυπομονούσε για αυτό το ταξίδι εδώ και μήνες. Θα προτιμούσα να έμενα στο διαμέρισμα μου με τα βιβλία μου παρά να ζήσω όλα αυτά που τρελαίνονται όλοι οι φοιτητές. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι θα ερχόντουσαν και άλλα τρία άτομα μαζί μας. Ο ξάδελφος της Μαρίας και οι δύο φίλοι του. Ο ενθουσιασμός μου για αυτό το ταξίδι ολοένα και χανόταν. Σκιάθος ο προορισμός μας. Λένε πως είναι το αγαπημένο νησί όλων των τουριστών. Δηλαδή θα έχει και αρκετό κόσμο, αν της έλεγα πως αρρώστησα τελευταία στιγμή ίσως να μη μου κρατούσε κακία και να πήγαινε μόνη της. Όχι δε θα μπορούσα να της το κάνω αυτό, μου έχει σταθεί σε πολλά.Το ταξί έφτασε ακριβώς στην ώρα του, πήρα μια βαθιά ανάσα και σκέφτηκα πως πέντε μέρες είναι θα περάσουν.
Μόλις είχα φτάσει στο λιμάνι από εκεί θα παίρναμε το πλοίο. Μόλις βγήκα από το αμάξι αντίκρισα την Μαρία να με περιμένει. Το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά. Προσπάθησα να είμαι όσο το πιο δυνατόν φυσιολογική. Αφού με αγκάλιασε μου είπε πως οι υπόλοιποι είχαν ήδη φτάσει από το προηγούμενο βράδυ στη Σκιάθο και μας περίμεναν εκεί. Αφού ξεκίνησε το ταξίδι μας, σε όλη την διάρκεια άκουγα την Μαρία να μιλάει με τόση λαχτάρα για το πόσο τέλεια θα περάσουμε. Γιατί να είναι τόσο ενθουσιασμένη με το καλοκαίρι; Μια εποχή σαν όλες τις άλλες είναι. Μου φάνηκε σαν αιώνας. Φτάσαμε στο νησί. Η πρώτη ματιά μπορώ να πω πως ήταν αρκετά εντυπωσιακή αλλά παρόλα αυτά η ψυχολογία μου ήταν ίδια. Μόλις κατεβήκαμε στο λιμάνι μας περίμεναν τρία αγόρια. Η Μαρία έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά του πιο ψηλού από τους τρεις άντρες. Αρκετά γεροδεμένος με καστανόξανθο μαλλί και πράσινα μάτια.
Μου συστήθηκε με το όνομα Σωτήρης, από πίσω του βρισκόταν ένας λίγο πιο μικροκαμωμένος αλλά αρκετά ευγενικός ο Γιάννης. Ο μόνος που δεν μπήκε καν στο κόπο να δώσει το χέρι και απλά κοιτούσε τριγύρω του λες και δε μας είχε παρατηρήσει ότι βρισκόμασταν εκεί, ήταν το τρίτο άτομο της παρέας. Με μια ματιά θα μπορούσες να παρατηρήσεις το πόσο ωραία χαρακτηριστικά είχε, τα μαύρα του μαλλιά έκαναν υπέροχη αντίθεση με την επιδερμίδα του και τα μεγάλα μελί του μάτια σε έκαναν να παρατηρείς αρκετά το πρόσωπό του, τα χείλη του σαρκώδη που σου προκαλούσαν μια αίσθηση να θέλεις να δαγκώσεις τα δικά σου. Και χωρίς δεύτερη σκέψη έδωσα το χέρι μου και τραύλισα το όνομα μου, με κοίταξε και τα μάτια μας έμειναν για λίγα δευτερόλεπτα καρφωμένα ο ένας στον άλλον. «Ανδρέας», είπε κι ένιωσα ένα περίεργο συναίσθημα.
Η πρώτη μέρα στο νησί ήταν γεμάτη. Αφού τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο, γυρίσαμε όσες περισσότερες παραλίες είχε τριγύρω. Μπορώ να πω πως ήμουν αρκετά εντυπωσιασμένη. Μέτα από αρκετές περιπλανήσεις αποφασίσαμε να φάμε σε μια ταβέρνα. Toν είχα απέναντί μου και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ ούτε στις συζητήσεις που ανταλλάζαμε όλοι, προσπαθούσα να έχω σκυμμένο το κεφάλι μου στο πιάτο. Ένιωθα ότι με κάρφωνε με τα μάτια του και το στομάχι μου ανακατευόταν.
Τι μου είχε συμβεί; Ήταν αρκετά ομιλητικός με όλους εκτός από εμένα και πολλές κοπέλες τον κοίταζαν σαν έναν μικρό Θεό. Με την Μαρία είχε αρκετή χημεία, τους έβλεπα όλη την ώρα πως γελούσαν μεταξύ τους. To βράδυ είχαν κλείσει να βγούμε σε ένα κλαμπ και όμως δεν ήθελα καθόλου να πάω. Δεν ένιωθα άνετα να βλέπω τον Ανδρέα και τη Μαρία μαζί. Τι μου συνέβαινε; Τι με ένοιαζε; Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο αποφάσισα να το παίξω ότι δεν ένιωθα καλά. Η Μαρία προσφέρθηκε να μείνει μαζί μου αλλά εγώ της είπα πως θα με στεναχωρούσε το γεγονός να έμενε μαζί μου. Αφού έφυγαν και είχε περάσει αρκετή ώρα αποφάσισα να βγω να περπατήσω στην παραλία. Αγόρασα κάποιες μπύρες και περπατούσα στην άμμο δίπλα στην παραλία. Η θέα ήταν σαγηνευτική. Το φως από το φεγγάρι έκανε την αντανάκλαση στα νερά να φαίνεται μαγική.
Αφού βρήκα ένα ωραίο μέρος σε κάτι βράχια άρχισα να πίνω. Μετά από λίγες ώρες ένιωσα ένα χέρι από πίσω μου που από τον φόβο μου με έκανε να γλιστρήσω και βρέθηκα μέσα στη θάλασσα. Μόλις βγήκα στην επιφάνεια του νερού γεμάτη εκνευρισμό είδα τον Ανδρέα να έχει λιώσει από τα γέλια. Ήμουν θυμωμένη και συγχρόνως χαρούμενη που τον είδα. Μου είπε πως το ήξερε πως ήμουν μια χαρά. Και τότε έβγαλε την μπλούζα του και βούτηξε μαζί μου. Είπε πως το μαγαζί δεν είχε ενδιαφέρον χωρίς εμένα και βγήκε να περπατήσει. Μιλούσαμε για ώρες μέσα στο νερό και ανοίξαμε όσες μπίρες είχαν περισσέψει. Πρώτη φορά στη ζωή μου περνούσα τόσο ωραία. Δεν ήθελα να τελειώσει αυτό το βράδυ.
Ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο έτσι ώστε η Μαρία να μην καταλάβει τίποτα για το θέατρο μου. Μου ζήτησε να πάμε πάλι την ίδια ώρα αύριο πάλι στα βράχια οι δύο μας. Δεν μπόρεσα να αρνηθώ, πέρασα υπέροχα και θα ήθελα να το ξαναζήσω. Με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε. Ένα κύμα ευτυχίας πλημμύρισε το πρόσωπό μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Απλά σκεφτόμουν τον Ανδρέα.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε και δεν άντεξα να μην πω στην Μαρία όλα όσα συνέβησαν. Χάρηκε τόσο πολύ για μένα, αν και μου έκανε κάποια παράπονα. Μου αποκάλυψε πως ο Ανδρέας ρωτούσε όλο το βράδυ για μένα όσο ήταν στο μαγαζί. Μας διέκοψε ένα χτύπημα από την πόρτα και η Μαρία σηκώθηκε να ανοίξει και ήταν ο Σωτήρης. Μπήκε και είπε πως ο Ανδρέας με περιμένει στην συγκεκριμένη παραλία μόνη μου. Μου εξήγησε πού βρίσκεται και να βιαστώ. Δεν άντεξε μέχρι το βράδυ.
Πήγα να τον βρω στη Λαλαριά. Μόλις έφτασα αυτό που αντίκρισα ήταν μια καταγάλανη θάλασσα με υπέροχη θέα. Βρήκα τον Ανδρέα να κολυμπάει. Παράτησα τα πράγματα μου και έτρεξα προς την κατεύθυνσή του.
Αφού πειραζόμασταν μέσα στα νερά, παίζαμε και παιχνίδια λες και ήμασταν μικρά παιδιά. Περπατήσαμε όλη την παραλία με τα πόδια δε μιλούσαμε για εμάς, δεν ήξερα τίποτα για αυτόν, για τη ζωή του. Μόνο για μελλοντικά όνειρα. Περπατήσαμε ως την πόλη και φάγαμε παγωτό, είχε επίσης νοικιάσει δύο ποδήλατα και ξεκίνησε η εξερεύνηση του νησιού. Δήλωνα ερωτευμένη. Δεν ξέρω αν έφταιγε η ομορφιά του νησιού ή ο Ανδρέας.
Για πρώτη φορά δε ήθελα να τελειώσει το καλοκαίρι. Μετά από αρκετές ώρες γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και ορίσαμε ξανά συνάντηση στα βράχια. Όσες ώρες είχα τις αφιέρωσα στην κολλητή μου. Που την ευχαριστούσα τόσο πολύ για αυτό το ταξίδι και το καλύτερο ήταν ότι χαιρόταν με την χαρά μου. Φόρεσα ένα απλό φορεματάκι, άφησα κάτω τα μαλλιά μου και κατευθύνθηκα προς τα βράχια. Από μακριά τον είδα, ήταν εκεί και με περίμενε.
Ο Ανδρέας εκείνο το βράδυ μου αποκάλυψε πώς ήταν στρατιωτικός στην Αθήνα και οι άδειες που έπαιρνε ήταν λίγες τον χρόνο για να έρχεται Θεσσαλονίκη. Μου είπε πως θέλει να με ξαναδεί και μετά το ταξίδι. Μας έμειναν σχεδόν δύο νύχτες και είπε πως τίποτα δε θα τελειώσει αν πραγματικά προσπαθήσουμε και οι δύο.
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν έπρεπε να στεναχωρηθώ η να χαρώ. Το μόνο που ήθελα ήταν να σταματήσω το καλοκαίρι εδώ. Τότε δώσαμε το πρώτο μας φιλί κάτω από το φως του φεγγαριού. Υποσχεθήκαμε κι οι δύο να μην ξεχάσουμε ποτέ όλες αυτές τις μέρες.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Χριστίνας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!