Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Άννα Μάνογλου.

 

«Λοιπόν, Άνθια, θα μας πεις κι εσύ ποιο ήταν το πιο ερωτικό σου καλοκαίρι;».

Ήμασταν μαζεμένες πέντε γυναίκες στη βεράντα κι είχαμε πιει ήδη δύο από τα περιβόητα μοχίτο μου. Η κουβέντα είχε πάει σε καλοκαιρινές αναμνήσεις κι άρχισαν να εξιστορούν μία-μία το πιο ερωτικό καλοκαίρι που θυμούνται. Είχε έρθει κι η σειρά μου.

«Να σας πω, γιατί να μη σας πω;». Χαμογέλασα και ξεκίνησα την αφήγησή μου.

Ήταν πριν αρκετά χρόνια, όταν είχα πάει για δουλειά στο νησί. Ήμουν ήδη δύο μήνες εκεί. Ένα απόγευμα, έχοντας γυρίσει από μία πολύ κουραστική μέρα στη δουλειά, απολάμβανα το απέραντο γαλάζιο από το μπαλκόνι μου, χαλαρώνοντας, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

Ήταν η Λυδία, που ήθελε σώνει και καλά να πάμε στο μπαράκι του Νίκου, μαζί με την Ελένη (μία συνάδελφο, από άλλο τμήμα). Προσπάθησα να το αποφύγω, γιατί πραγματικά ήμουν πολύ κουρασμένη, αλλά στάθηκε αδύνατο. Δούλευε ο Γιώργος και ήθελε να τον γνωρίσω οπωσδήποτε. Αφού συμφώνησα απρόθυμα, έκλεισα το τηλέφωνο και κατευθύνθηκα στο μπάνιο.

«Αμάν μωρέ, τώρα βρήκε κι αυτή;», σκέφτηκα.

Για κάποιον ακαθόριστο λόγο, μου ήταν αδύνατο να αρνηθώ στη Λυδία. Εκεί γνωριστήκαμε, είχε πάει κι αυτή για δουλειά και, μάλιστα, διατελέσαμε και συγκάτοικοι για δύο μέρες. Μετά, βρήκαμε και οι δύο σπίτια και νοικιάσαμε μόνες μας. Συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα, αν και τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες.

Η Λυδία είχε βάλει στο μάτι το Γιώργο, που δούλευε μπάρμαν στο μπαράκι του Νίκου, στο οποίο ήμασταν τακτικές θαμώνες. Δεν είχε και πολλές επιλογές το χωριό έτσι κι αλλιώς. Είχε ξεκινήσει  να δουλεύει πριν κάποιες μέρες και δεν είχα προλάβει ακόμα να τον γνωρίσω. Έφταιγε και που είχα μπλέξει με το Δημήτρη και δε βγαίναμε πολύ συχνά στο χωριό, για να αποφεύγουμε τα κουτσομπολιά. Ξέρετε πόσο απεχθάνομαι τα κουτσομπολιά!

Καλό παιδί ο Δημήτρης και ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί μου, αλλά δεν ένιωθα το ίδιο, οπότε μη θέλοντας να τον κοροϊδεύω, του είχα ζητήσει να διακόψουμε 2-3 μέρες νωρίτερα. Εκείνος δεν ήθελε και είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να με μεταπείσει, αλλά μάταια. Αναγκάστηκε να δεχτεί την απόφασή μου, ελπίζοντας ότι θα μέναμε τουλάχιστον φίλοι.

Θυμάμαι ότι, καθώς ετοιμαζόμουν, μουρμούριζα γιατί δεν είχα καμία όρεξη για λούσα και ετοιμασίες. Βασικά, δεν είχα καμία όρεξη να κουνηθώ απ’ το σπίτι μου.

Τελικά, είχα φορέσει το τζιν και μια μακό μακρυμάνικη μπλούζα. Είχα μαζέψει πρόχειρα τα μαλλιά μου κι είχα φορέσει τα αθλητικά μου. Για μακιγιάζ ούτε λόγος. Με το ζόρι κατάφερνα να επιβληθώ στην κούρασή μου, που ήθελε να με οδηγήσει στο κρεβατάκι μου και στην αγκαλιά του Μορφέα.

«Έναν καφέ θα πιω, μια ωρίτσα, και μετά πίσω», αποφάσισα.

Όταν μπήκα στο μπαράκι, τις βρήκα να κάθονται στην μπάρα. Η Λυδία, βαμμένη και χτενισμένη στην εντέλεια, μες στην καλή χαρά, φλυαρούσε ασκόπως με το Νίκο, ο οποίος με υποδέχτηκε θερμά: «Βρε, βρε, σαν τα χιόνια! Πού χάθηκες εσύ; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!».

Χαμογέλασα και προσπάθησα να βολευτώ στο σκαμπό, χαιρετώντας παράλληλα και την Ελένη, που επίσης είχα κάτι μέρες να δω.  Η Λυδία μου έκανε νόημα με τα μάτια, δείχνοντάς μου το νεαρό που ήταν στο βάθος του μπαρ με γυρισμένη την πλάτη, ετοιμάζοντας κάποια παραγγελία. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για τον περιβόητο Γιώργο.

«Επιτέλους», σκέφτηκα. Πριν προλάβω να τον επεξεργαστώ, γύρισε και κατευθύνθηκε προς το μέρος μας.

«Τι να σου φέρω;», με ρώτησε χαμογελώντας.

«Ένα νες σκέτο με φρέσκο γάλα», απάντησα σχετικά απότομα. Όχι σκόπιμα, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να βολευτώ στο σκαμπό!

Μου έφερε τον καφέ και άπλωσε το χέρι του. «Γιώργος», είπε.

«Χαίρω πολύ. Άνθια», απάντησα και έτεινα το χέρι μου. Το έσφιξε ζεστά.

«Κι εγώ χαίρομαι πολύ, Άνθια». Είχε ζεστό χαμόγελο και πολύ εκφραστικά μαύρα μάτια. Ψηλό δεν τον έλεγες, αλλά ήταν καλογυμνασμένος, μελαχρινός και απέπνεε μια σιγουριά.

«Πάλι καλά που δεν είναι χάλια», σκέφτηκα.

Αμέσως μετά τη γνωριμία μας, η Λυδία έτρεξε δίπλα μου, περιμένοντας να της πω τη γνώμη μου. «Μια χαρά παιδί είναι», της είπα.

«Τι μια χαρά παιδί, καλέ; Κούκλος είναι! Και μη νομίζεις ότι είναι απλώς ένας μπάρμαν, γυμναστής είναι το παιδί!», μου αντιγύρισε.

Γέλασα και συνέχισα την κουβέντα μου με την Ελένη, καθώς η Λυδία είχε ήδη μεταφερθεί στην άλλη άκρη του μπαρ, προσπαθώντας να πιάσει κουβέντα με το Γιώργο.

Ενώ μιλούσα, παράλληλα τους παρακολουθούσα, θέλοντας να διαπιστώσω εάν το ενδιαφέρον είναι αμοιβαίο. Δυστυχώς, τα σημάδια ήταν αρνητικά. Παρόλο που η Λυδία κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες, εκείνος δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται.

Η κούρασή μου είχε αρχίσει να με καταβάλλει κι έγειρα στο μπαρ. Ασυναίσθητα, έλυσα τα μαλλιά μου, για να χαλαρώσω λίγο το κεφάλι μου. Ξαφνικά άκουσα μια φωνή: «Μην τα ξαναμαζέψεις, είσαι κούκλα έτσι». Γύρισα έκπληκτη κι είδα το Γιώργο να μου χαμογελάει με νόημα. Σαστισμένη, ανταπέδωσα ένα μάλλον αμήχανο χαμόγελο. Κατάλαβα ότι το πράγμα πήγαινε να μπερδευτεί επικίνδυνα, οπότε αποφάσισα ν’ αποχωρήσω. Χαιρέτησα τα κορίτσια, λέγοντας ότι ήμουν πολύ κουρασμένη και τον φώναξα για να πληρώσω.

– Από τώρα θα φύγεις;

– Ναι, είμαι πολύ κουρασμένη.

– Θέλω να σε ξαναδώ. Οι δυο μας.

– Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα. Καληνύχτα.

Έφυγα βιαστικά και τον άφησα μετέωρο με το χαμόγελο παγωμένο στα χείλη. Καθώς ανέβαινα τις σκάλες για το σπίτι, σκεφτόμουν πώς έπρεπε να χειριστώ την κατάσταση.

Μικρό το χωριό και δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον ξαναέβλεπα. Εμφανέστατα, δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για τη Λυδία. Αντίθετα, μάλλον εγώ ήμουν ο στόχος του. Έκρινα ότι έπρεπε να το μάθει και την επόμενη μέρα της μίλησα. Η αλήθεια είναι ότι το πήρε πιο ψύχραιμα απ’ ότι περίμενα.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας δέχτηκα ένα απρόσμενο τηλεφώνημα στη δουλειά. Ήταν ο Γιώργος! Έκπληκτη τον ρώτησα πού βρήκε το τηλέφωνό μου και πήρα την αποστομωτική απάντηση «όποιος ενδιαφέρεται, μαθαίνει». Επέμεινε να βγούμε για ποτό, λέγοντας πως δε θα σταματήσει να προσπαθεί μέχρι να δεχτώ. Κανονίσαμε για το επόμενο βράδυ, σκεπτόμενη πως έπρεπε να το ξεκόψω μια για πάντα.

Όφειλα όμως να παραδεχτώ στον εαυτό μου ότι δε με άφηνε αδιάφορη.

Ο τρόπος που μου έδειχνε το ενδιαφέρον του, το χαμόγελό του, το έντονο βλέμμα του.

Απ’ τη μία η Λυδία, όμως, κι απ’ την άλλη ο Δημήτρης έκαναν την κατάσταση πολύπλοκη.

Καθώς ετοιμαζόμουν για το ραντεβού μας, εξακολουθούσα να έχω αμφιβολίες αν έκανα καλά που πήγαινα. Ήταν όμως λες και μια αόρατη δύναμη μ’ έσπρωχνε. Ασκούσε μια παράξενη έλξη πάνω μου.

Με υποδέχτηκε με μια ζεστή αγκαλιά και κατευθυνθήκαμε στο κλαμπάκι που ήταν στο τέρμα του χωριού. Ευτυχώς, ήταν καθημερινή και δεν είχε πολύ κόσμο.

Ήπιαμε ένα ποτό, ήπιαμε δεύτερο ποτό. Η αλήθεια ήταν ότι περνούσα πολύ ωραία. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, μόλις βγήκαμε απ’ το κλαμπ, με τράβηξε στην αγκαλιά του και με φίλησε. Το φιλί του ήταν τρυφερό και συνάμα παθιασμένο. Ανταπέδωσα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Για μερικά λεπτά ήμασταν χαμένοι στη δίνη του φιλιού μας, σε έναν κόσμο όπου υπήρχαμε μόνο οι δυο μας. Τραβήχτηκα απότομα κι άρχισα να ψελλίζω διάφορα –για τη Λυδία, το Δημήτρη, το χωριό.

«Τι σημασία έχουν όλα αυτά;» μου είπε. «Σημασία έχει τι θέλουμε εμείς. Κι εγώ θέλω εσένα. Και το φιλί σου μου έδειξε ότι κι εσύ με θέλεις. Δε χρειάζονται δεύτερες σκέψεις». Και πριν προλάβω ν’ απαντήσω, με ξαναφίλησε. Αυτή τη φορά, πιο ήρεμα, πιο γλυκά, θέλοντας να κάμψει όλες τις αντιστάσεις μου. Και τα κατάφερε.

Εκείνο το βράδυ έμεινα ξάγρυπνη, σκεπτόμενη το φιλί του, την αγκαλιά του, αλλά και το μπλέξιμο στο οποίο έμπαινα με τη θέλησή μου. Μου ήταν όμως, πλέον, αδύνατον ν’ αντισταθώ…

Την επόμενη μέρα βρεθήκαμε αργά, αφού σχόλασε. Πήγαμε μια βόλτα στην παραλία, ν’ απολαύσουμε το ολόγιομο φεγγάρι. Ήταν μια όμορφη, ζεστή βραδιά. Αφού απομακρυνθήκαμε αρκετά απ’ το χωριό και τα αδιάκριτα βλέμματα των ξενύχτηδων, παραδόθηκα στην αγκαλιά του. Η άμμος ήταν νωπή και το απαλό αεράκι της θάλασσας δρόσιζε τα κορμιά μας, που είχαν αφεθεί σε μια πρωτόγνωρη έκσταση. Τα δάχτυλά μας μπλέκονταν καθώς ρουφούσαμε κάθε σταγόνα πάθους. Ενωμένοι, σαν ένα, συνεχίσαμε μέχρι το ξημέρωμα. Με το πρώτο φως της αυγής σηκωθήκαμε να γυρίσουμε. Του ζήτησα να έρθει μαζί μου. Ο ύπνος στην αγκαλιά του ήταν γλυκός και γαλήνιος.

Τα όσα ακολούθησαν δεν ήταν ευχάριστα: σκηνές ζήλιας απ’ το Δημήτρη, καβγάδες με τη Λυδία, κουτσομπολιά στο χωριό.

Δε μ’ ενδιέφερε όμως. Θυμάμαι ότι το μόνο που ήθελα ήταν ο Γιώργος, η αγκαλιά του, τα φιλιά του, τα χάδια του. Να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε μαζί.

Δε χορταίναμε ο ένας τον άλλον! Βρισκόμασταν με κάθε ευκαιρία, ζούσαμε κάθε λεπτό λες και ήταν το τελευταίο.

Μέσα στη ζάλη του πάθους και του έρωτα κύλησε ο καιρός και έφτασε η στιγμή να φύγω απ’ το νησί και να επιστρέψω στο σπίτι μου. Ομολογώ ότι ο αποχαιρετισμός δεν ήταν εύκολος. Το ξέραμε από την αρχή, όμως, ότι θα είχε ημερομηνία λήξης και αναγκαστήκαμε να το δεχτούμε στωικά.

Θυμάμαι την τελευταία μέρα. Με είχε βοηθήσει να φορτώσουμε το αυτοκίνητο κι όταν όλα ήταν έτοιμα, με αγκάλιασε σφιχτά και μου ψιθύρισε: «Η ζωή είναι στιγμές και με τις καλύτερες απ’ αυτές γράφουμε το βιβλίο της ευτυχίας μας». Με φίλησε γλυκά, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα.

Δεν τον ξαναείδα ποτέ.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Άννας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!