Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Βασιλική Κατή.

 

Έρχεται το καλοκαίρι και παντού ακούς κραυγές ενθουσιασμού, κραυγές με τη δίψα για όνειρα στην άκρη των χειλιών. Το καλοκαίρι είναι η εποχή της ανεμελιάς, η εποχή που και τα πιο ντροπαλά νιάτα ανθίζουν, ενώ εκείνες οι ατίθασες ψυχές γαληνεύουν δίπλα στο κύμα. Ίσως γιατί το καλοκαίρι σηματοδοτεί εμπειρίες απαλλαγμένες από τα κοινωνικά πρέπει και τις συμβάσεις του χειμώνα, αυτές τις υποχρεώσεις που σου έχουν επιβάλει. Μια ολόκληρη εποχή που ξεχειλίζει από έρωτα, γέλια, εξορμήσεις στη θάλασσα, αναζωογόνηση του πνεύματος. Η εποχή που η σκουριά και το γκρίζο του χειμώνα μοιάζουν τόσο θαμπά, τόσο απομακρυσμένα. Και εσύ μπορείς επιτέλους να ανασάνεις γεμίζοντας τα πνευμόνια σου με ελευθερία.

Και ξαφνικά μέσα σε φωνές, μέσα σε χαμένες ελπίδες, μέσα σε όλον αυτόν τον αναβρασμό βρίσκονται δύο κορμιά αγκαλιασμένα. Ξεχασμένα στην άκρη των βράχων. Σαν να τα ξέβρασε η θάλασσα. Σαν να μην υπάρχει αύριο, μα μόνο τώρα. Και ο ήλιος να ρίχνει στοργικά τις ακτίνες πάνω στο χέρι του, που ανέμελα ψαχουλεύει το στόμα της. Λες και η σωτηρία του εξαρτιόνταν από τα χείλη της. Αυτή να χαϊδεύει την πλάτη του, παίζοντας μια μελωδική συμφωνία με τα ακροδάχτυλα. Ψάχνοντας κάθε εκατοστό του κορμιού του, σαν να το ανταμώνει για τελευταία φορά, προσπαθώντας να ρουφήξει κάθε σταγόνα του, από φόβο μήπως το χάσει. Η αλμύρα ποτίζει με έρωτα τα κουρασμένα κορμιά και ο καλοκαιρινός αέρας του παρασέρνει μακριά από τη δύνη της πραγματικότητας.

Και το βραδάκι τους βρήκε ακόμα έτσι, τον έναν μέσα στο σώμα του άλλου, να ατενίζουν με λαχτάρα το ηλιοβασίλεμα. Αυτόν τον πολύχρωμο, στιγμιαίο θάνατο του ήλιου και τον θάνατο της δικής τους περιπέτειας. Μιας περιπέτειας που ξεκίνησε τόσο απρόοπτα στην πλώρη ενός πλοίου και ολοκληρώθηκε με την απόφαση να την συνεχίσουν μαζί, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Ξεκίνησαν μια γνωριμία χαμένοι στα πλακόστρωτα στενάκια του νησιού, απολαμβάνοντας γεύσεις, μυρωδιές, αρώματα. Παρατηρούσαν τα χρώματα σε κάθε μορφή που είχε δημιουργήσει η φύση, έπλαθαν εικόνες αλησμόνητες και εμπειρίες ξεχωριστές. Χάραξαν στη συνέχεια τη διαδρομή τους σε παραλίες ερημικές, θεωρώντας τα βράχια για κατάλυμα τους και την αλμύρα των φιλιών που αντάλλαζαν, την τροφή τους.

Αυτές οι νύχτες συνοδεύονταν από βουτιές στο σκούρο της θάλασσας, από ατελείωτα φιλιά με κομμένη την ανάσα, υπόγεια φιλιά που σε μεθούσαν. Η βραδιά ολοκληρώνονταν με το να βλέπει το σώμα της να λικνίζεται, καθώς έπαιζε κιθάρα, ενώ το φως των αστεριών αποκάλυπτε τους γυμνούς μηρούς της. Όμως δεν τελείωνε εκεί, αντιθέτως ακολουθούσε ένας αργός βηματισμός υπό την μελωδία των κυμάτων, με το χέρι του να πασπατεύει τα μπλεγμένα μαλλιά της, κατεβαίνοντας αργά προς την ποτισμένη από αλμύρα, μέση της, χαϊδεύοντας συγχρόνως το χέρι που κρατούσε τόσο σφιχτά. Έντρομος μήπως το αφήσει και χαθεί από την αγκαλιά του η μαγεία. Γι αυτόν, παρόλο που ήταν καλοκαίρι, ένιωθε πως κρατούσε στα χέρια του την πρώτη μέρα της άνοιξης, ενώ εκείνη πως μέσα της άνθιζαν όλες οι μαργαρίτες της γης.  Παρατηρούσαν τα πεφταστέρια και έκαναν ευχές, θέλοντας να κρατήσει αυτή η στιγμή για πάντα, η στιγμή που δύο σώματα ενώνονται και γίνονται μία ψυχή. Μία ξεχωριστή υπόσταση, μία μικρή στιγμή αιωνιότητας μέσα στο χάος της προσωρινότητας.

 Τα πρωινά αποτελούσαν ευκαιρίες  για εξερεύνηση. Επισφράγισαν τον έρωτα τους σαν νερά θαλάσσιων σπηλιών, σε καταρράκτες, σε κάθε είδους χωράφια, στα οποία άφηναν το στίγμα τους μαζεύοντας ότι καρπούς έβρισκαν. Η διαδρομή τους εξελίσσονταν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού, συζητώντας περί ανέμων και υδάτων. Και καθώς μιλούσε της άρεσε να τον παρατηρεί, να βλέπει κάθε ρυτίδα που σχηματίζεται μόλις γελούσε, πως τα μάτια του πρασίνιζαν στο φως και πως αυτό χάιδευε απαλά το μάγουλο του. Τη μικρή ελιά στο πηγούνι του, που την προσκαλούσε σε μία πανδαισία φιλιών. Τα μεσημέρια τους έπαιρναν ζωή σε ταβερνάκια, ακούγοντας την να του διαβάζει τα αγαπημένα της ποιήματα, βρίσκοντας στο καθένα κάτι από την ίδια, ένα κομμάτι του εαυτού της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να την παρακολουθεί ταξιδεύοντας στα χείλη της, στα μάτια της και στο πόδι της που κινούνταν νευρικά, είχε παραδοθεί ολόκληρος στο πέρασμα της, λες και οι αισθήσεις του βομβαρδίζονταν από την παρουσία της.

Αργότερα, τη μέρα συνόδευαν μπίρες, είτε σε μπαράκια με μουσικές εξωτικές που σου έδιναν την δυνατότητα να γνωρίσεις χορούς της Λατινικής Αμερικής, είτε μόνοι τους έπαιρναν την απόφαση, με το μπουκάλι της μπύρας στο χέρι, άλλοτε να περιπλανιούνται και άλλοτε να κάθονται σε ψηλούς βράχους. Μια μέρα μάλιστα, σε μία από τις βόλτες τους, τους έπιασε βροχή και τότε όλη η χαμένη ή κρυμμένη αθωότητα ξεχύθηκε από μέσα τους, παίζοντας σαν παιδιά κάτω από τις καλοκαιρινές ψιχάλες, ανταλλάσσοντας φιλιά πρωτόγνωρα. Φιλιά που έμοιαζαν με εκείνα τα πρώτα ντροπαλά, νωχελικά σκιρτήματα του έρωτα και που τα μαρτυρούσαν τα σημάδια του λαιμού. Και όσο το βραδάκι πλησίαζε τόσο πιο κοντά τα σώματα έρχονταν.

Άναψαν φωτιά και ο καθένας κοιτούσε με λαχτάρα το σώμα του άλλου, πως η λάμψη από τις σπίθες δημιουργούσε σχήματα πάνω στο στήθος της και τον τρόπο με τον οποίο φωτίζονταν τα, γεμάτα αμηχανία, χέρια του. Ήθελαν να ψάξουν κάθε σπιθαμή του κορμιού της, να το αφουγκραστούν, να μην το αφήσουν να φύγει ποτέ. Δυστυχώς όμως, έφτασε η μέρα του αποχωρισμού. Πώς καταφέρνεις να φύγεις μακριά, όταν γεύεσαι τον έρωτα, όταν άγγιξες τα χείλη του και γεύτηκες το δηλητήριό του; Η ανθρώπινη φύση είναι πολύ πιο δυνατή, από όσο πιστεύουμε ή θέλουμε να πιστεύουμε. Αποχαιρετίστηκαν με την ελπίδα, ανείπωτη και κρυφή, να ανταμώσουν ξανά. Δεν έδωσαν συγκεκριμένη ημερομηνία, γιατί μέσα τους ήξεραν πως θα βρεθούν και ας μην ξέρουν το πότε, το πού και το πόσο καιρός θα περάσει για να γίνει αυτό.

Ένα καλοκαιρινό, λοιπόν, δειλινό καθισμένη σε μία μπιραρία, στο βάθος ο ήχος της μουσικής συνοδευόμενος από το απαλό αεράκι να παίζουν ευχάριστα παιχνίδια στο αυτί. Η τζαμαρία της μπυραρίας ορθάνοιχτη, αγνάντευε, τους περαστικούς, πρόσεχε τις κινήσεις τους, τον βηματισμό τους, τους ζύγιζε μέσα της. Για μια στιγμή γίνονταν ένα με αυτήν, τους καημούς και τις πικρίες της. Σκέφτονταν πως όλοι τους είχανε πληγωθεί και είχανε πληγώσει. Ήταν άλλοτε θύματα και άλλοτε θύτες. Ξαφνικά κάτι τη διαπερνά, νιώθει όπως τότε, αισθάνεται την παρουσία του κοντά της, τον αέρα να μεταφέρει τη μυρωδιά του. Δύο χρόνια αργότερα, βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και ήταν πάλι καλοκαίρι, γιατί είχε αγαπήσει περισσότερο το καλοκαίρι του από οποιονδήποτε άλλο χειμώνα.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Βασιλικής και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!