Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει ο Ευστράτιος Πολίτης.
Η σχέση αυτή με περιόρισε σημαντικά. Το κάθε μέρα μαζί με απομάκρυνε από τις λίγες φίλες που είχα, εξαιρουμένης της Ιωάννας με την οποία ανέκαθεν μας ένωνε μία φιλία αδελφική, και τώρα –4 χρόνια μετά– είναι η μόνη που θα μπορούσε να με βοηθήσει να βγω από το αδιέξοδο της λύπης αυτού του χωρισμού.
Προσπάθησα. Τι κατάφερα όμως δύο βδομάδες μόνη μου; Το αλκοόλ δε σου απαντάει και οι τοίχοι δυστυχώς έχουν μόνο αυτιά, όχι στόμα. Κάπως έτσι πήρα την απόφαση να της τηλεφωνήσω και κανονίσαμε να βρεθούμε για καφέ δύο ώρες μετά. Όταν έφτασα στην καφετέρια εκείνη, βλέποντάς με, σηκώθηκε και με αγκάλιασε.
«Τι κάνεις εσύ; Πού χάθηκες;» με ρώτησε.
«Σπίτι-σχολή σχολή-σπίτι είμαι αυτό το διάστημα.»
«Με τον Έκτορα; Όλα καλά;» αποκρίθηκε με απορημένο ύφος.
«Βασικά ο Έκτορας κι εγώ δεν είμαστε πλέον μαζί.»
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να το συζητήσω, ούτε να αναλύσω τις αιτίες που το προκάλεσαν. Ήθελα απλά να της το πω για να το βγάλω από μέσα μου. Στο κάτω κάτω δε θα άλλαζε κάτι αλλά αντιθέτως, θα γινόμουν χειρότερα. «Δε θέλω να το συζητήσω αν δε σε πειράζει.» της είπα και έδειξε να καταλαβαίνει. Άλλωστε ποτέ της δε με πίεσε να κάνω κάτι που δε θέλω. Τη ρώτησα αν έχει σχεδιάσει κάτι για το καλοκαίρι κι αν θα μπορούσα να συμμετέχω κι εγώ, έτσι ώστε να ξεχαστώ.
«Για να είμαι ειλικρινής έχω κανονίσει να πάω Σκιάθο με τα ξαδέρφια μου και την παρέα τους. Όμως, είμαι σίγουρη πως δε θα έχουν πρόβλημα! Εξάλλου κι εκείνοι μου πρότειναν να φέρω κάποια φίλη μου για να είμαστε περισσότερα άτομα και να μας βγει και πιο οικονομικά.»
Συμφώνησα, και έτσι κανονίσαμε να πάμε διακοπές. Η καταληκτική ημερομηνία ήταν 20 Ιουνίου με το πέρας της εξεταστικής. Η μέρα έφτασε και η ζέστη ήταν αφόρητη. Το γεγονός ότι είχα πάρει μαζί μου όλη την γκαρνταρόμπα μου, έκανε τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα. Παρ’ όλα αυτά, ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που κάτι καινούργιο θα ξεκινούσε. Το όποιο άγχος μου πέρασε όταν έφτασα στο λιμάνι. Το πελώριο και γαλανόλευκο πλοίο ονόματι «Ελευθερία» ήταν εκεί. Ήταν εκεί και μας περίμενε. Για την ακρίβεια, εμείς το περιμέναμε, καθώς είχε σαράντα λεπτά καθυστέρηση. Ευτυχώς, η καθυστέρηση αυτή έδωσε χρόνο στα ξαδέρφια της Ιωάννας, που είχαν αργήσει, να προλάβουν το πλοίο. Εγώ με την Ιωάννα τους περιμέναμε στο κατάστρωμα, όπου έγιναν και οι συστάσεις όταν τελικά έφτασαν.
Τα ξαδέρφια της Ιωάννας, τον Κυριάκο και τον Θανάση, τους ήξερα ήδη. Όπως επίσης και τις κοπέλες τους, Αγγελική και Έλενα αντίστοιχα. Αυτοί που δε γνώριζα μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ο Άρης και η Σίσσυ. Άτομα συμπαθητικά με γλυκά πρόσωπα που εξέπεμπαν μία φιλική αύρα. Μια οικειότητα. Το ταξίδι δεν ήταν καθόλου κουραστικό και η ώρα πέρασε σχετικά γρήγορα. Στο λιμάνι της Σκιάθου μας περίμενε το μίνι βαν που τα αγόρια είχαν την ιδέα να νοικιάσουν για την διευκόλυνση των μετακινήσεων μας. Έτσι, φτάσαμε στο χώρο όπου βρισκόντουσαν τα ενοικιαζόμενα δωμάτια που είχαμε κλείσει. Ο χώρος θύμιζε κατά πολύ κάμπινγκ. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το πόσο δροσερό ήταν το μέρος που θα μέναμε. Είχε πολλά δέντρα, που δεν επέτρεπαν στις πυρωμένες ακτίνες του ήλιου να μας ψήσουν και αιώρες που πρώτη μου φορά έβλεπα από κοντά.
Αφού βολευτήκαμε στα ευρύχωρα και απλά δωμάτια μας, αποφασίσαμε να πάμε για φαγητό όπου πέρασα πολύ όμορφα και – επιτέλους – δε σκεφτόμουν καθόλου τα προβλήματα μου.
Μετά το φαγητό, το πρώτο πράγμα που έκαναν όλοι ήταν να φορέσουν τα μαγιό τους και να πάνε να βουτήξουν στη θάλασσα. Εγώ, σαν πιο οργανωτική, έμεινα πίσω να τακτοποιήσω τα πράγματα μου και η μόνη που έκανε το ίδιο ήταν η Σίσσυ. Τελειώνοντας με τα πράγματα, συναντηθήκαμε έξω από τα δωμάτια για να κατεβούμε μαζί στη θάλασσα και να βρούμε τους άλλους. Όταν την είδα, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν το πόσο ωραία αντίθεση έκανε το λευκό μαγιό της με το σοκολατένιο χρώμα του δέρματος της.
Καθώς περπατούσαμε, μέσα σε αυτά τα λίγα λεπτά που χρειαστήκαμε για να φτάσουμε στα παιδιά, γνωριστήκαμε λίγο καλύτερα. Μόλις φτάσαμε, ο μόνος που δεν είχε βουτήξει ήταν ο Άρης που απολάμβανε τον ήλιο και την μπίρα του στις ξαπλώστρες. Πιάσαμε μία ομπρέλα με τη Σίσσυ, δίπλα από αυτήν των παιδιών, και αφήσαμε τα πράγματα μας. Έβγαλα το ψάθινο καπέλο μου και στη συνέχεια το παρεό που φορούσα. Ο Άρης δεν κρατήθηκε και σχολίασε το πόσο ελκυστικό έβρισκε το σώμα μου. «Σώπα ρε! Δε σου φαινόταν ότι είσαι τόσο γυμνασμένη!» Η Σίσσυ πιάστηκε από αυτό και συμφώνησε μαζί του. «Οφείλω να παραδεχτώ πως έχει δίκιο ο Άρης!» είπε και μου έκλεισε το μάτι. Χαμογέλασα, τους ευχαρίστησα και προσπάθησα να κρύψω τη ντροπή μου χαμηλώνοντας το κεφάλι μου.
«Δε βουτάμε κι εμείς;» ρώτησα τον Άρη και την Σίσσυ, οι οποίοι έγνεψαν καταφατικά και με ακολούθησαν, αφού πρώτα πήραν την μπάλα του βόλεϊ. Παρ’ όλο που τα κρυστάλλινα νερά της θάλασσας ήταν κρύα για μένα, τα συνήθισα. Κάποια στιγμή, ενώ παίζαμε, η Αγγελική χτύπησε τη μπάλα προς την Έλενα, αλλά η μπαλιά ήταν πολύ ψηλή γι αυτήν, με αποτέλεσμα να φύγει μακριά. Τότε, εγώ με τη Σίσσυ που ήμασταν δεξιά και αριστερά της, κοιταχτήκαμε και προβήκαμε σε έναν αγώνα κολύμβησης για το ποια θα φτάσει πρώτη στη μπάλα. Με κέρδισε για χιλιοστά. Δεν το άφησα έτσι και με ένα άλμα έπεσα επάνω της και προσπάθησα να της πάρω τη μπάλα. Δεν τα κατάφερα αλλά η προσπάθεια άξιζε τον κόπο. Κοιταχτήκαμε, γελάσαμε και επιστρέψαμε στο παιχνίδι.
Η επόμενη μέρα ήταν πιο ανατρεπτική. Ο Κυριάκος και ο Θανάσης είχαν την ιδέα να κατασκηνώσουμε στη θάλασσα το βράδυ και να ανάψουμε φωτιά. Όλοι ήταν σύμφωνοι και το μόνο που έμενε ήταν να πέσει ο ήλιος. Εξοπλιστήκαμε με την κατάλληλη ποσότητα αλκοόλ, τα παιδιά πήραν τις κιθάρες τους και γύρω στις 23:00 κατηφορήσαμε προς την παραλία. Ήταν σχετικά ήσυχα. Μόνο δύο παρέες υπήρχαν κοντά μας. Είχε ένα ελαφρύ αεράκι που προκαλούσε μικρά κύματα, των οποίων ο ήχος σε μάγευε. Ανάψαμε φωτιά και ξεκινήσαμε να σιγοτραγουδάμε. Παρ’ όλο που είχε αεράκι, η ζέστη ήταν αφόρητη. Ήθελα απελπισμένα να δροσιστώ και έτσι πρότεινα στους άλλους να βουτήξουμε. Ενδιαφέρον έδειξαν μόνο η Έλενα και η Σίσσυ, που σε χρόνο μηδέν ήταν έτοιμες και έδειχναν πιο ορεξάτες από μένα. Η θερμοκρασία του νερού ήταν καλύτερη από φυσιολογική και αυτό έκανε το μπάνιο πιο απολαυστικό. Αφού φτάσαμε μέχρι το σημείο που πατούσαμε, ξεκινήσαμε την κουβέντα.
Ενώ συζητούσαμε τα ερωτικά μας, μας διέκοψε ο Θανάσης που φώναξε την Έλενα γιατί θα έπαιζαν το αγαπημένο της τραγούδι και ήθελε να της το τραγουδήσει. Έμεινα λοιπόν μόνη μου με την Σίσσυ. Για κάποιο λόγο, αγχώθηκα. Αισθάνθηκα ένα ελαφρύ σφίξιμο για το τι θα κουβεντιάζαμε. Μόλις όμως ξεκίνησε να μου μιλά, αφέθηκα στη φωνή της και ηρέμησα. Καθώς η κουβέντα εξελισσόταν, ένιωσα κάτι να με ακουμπάει στο πόδι και αντανακλαστικά, πήδηξα επάνω της.
Προς στιγμήν σάστισε, αλλά γρήγορα συνήλθε και μου είπε «Τι έγινε; Τι σε τρόμαξε τόσο;» «Κάτι με ακούμπησε στο πόδι!» της απάντησα αναστατωμένη. «Έλα βρε χαζό, η ιδέα σου θα ήταν. Είμαστε ολομόναχες.» είπε και μου χαμογέλασε. Το χαμόγελό της με αναστάτωσε περισσότερο από το λόγο που τρόμαξα. Τότε, μόνο ένα πράγμα μου πέρασε από το μυαλό. Να τη φιλήσω. Και το έκανα! Τη φίλησα! Ένα απλό φιλί τριών δευτερολέπτων το οποίο δε μου ανταπέδωσε.
«Συγγνώμη, δεν ξέρω γιατί…» μα πριν προλάβω να απολογηθώ, με διέκοψε ακουμπώντας τα δάχτυλα της στα χείλη μου για να σωπάσω. Όταν το έκανα, μου έδωσε το ωραιότερο φιλί που μου έχουν δώσει ποτέ. Ένιωσα έναν ηλεκτρισμό να διαπερνά το κορμί μου, κάνοντας με να αφεθώ και να μη θέλω να τελειώσει.
Τι έγινε τώρα; Γιατί έγινε; Πολλά ερωτήματα στοίχειωναν το μυαλό μου, τα οποία επρόκειτο να απαντηθούν σύντομα, μιας και το φιλί είχε μόλις τελειώσει. Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε σιωπή, μέχρι να πάρω την πρωτοβουλία να μιλήσω. «Κοίτα… Την ώρα που σε πρωτοαντίκρυσα στο πλοίο, σκέφτηκα ότι δεν έχω δει ομορφότερη ύπαρξη.» της εξομολογήθηκα λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της.
Τα μαγευτικά πρασινομελί μάτια της, τα βαμμένα γκρι κοντά μαλλιά της και τα λεπτά της χείλη. «Επίσης χθες που σε γνώρισα καλύτερα, όταν κατεβαίναμε στη θάλασσα ένιωσα να έχουμε μία χημεία που προσωπικά δεν πίστευα ότι υπάρχει. Κι όμως! Να που υπάρχει! Έπρεπε να δεις το πρόσωπό μου όταν συμφώνησες στο κομπλιμέντο του Άρη. Αναρωτήθηκες άραγε γιατί χαμήλωσα το πρόσωπό μου;» πρόσθεσα χωρίς να έχω τελειώσει αυτά που ήθελα να της πω. «Το αποκορύφωμα, όμως, ήταν το πρώτο άγγιγμα, όταν έπεσα επάνω σου για να σου πάρω την μπάλα. Ανατρίχιασα ολόκληρη!»
Μου χαμογέλασε. «Κι εγώ που νόμιζα πως δε θα ήταν αμοιβαίο.» είπε «Σε έχω ερωτευτεί! Θέλω αυτό να είναι το πρώτο από τα πολλά ερωτικά μας καλοκαίρια. Τι λες;»
Αμέσως την αγκάλιασα και την φίλησα. Έτσι, πήρε την απάντησή της. Μέχρι που γνώρισα την Σίσσυ δεν είχα σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο να ερωτευτώ μια γυναίκα. ‘Ωσπου συνέβη και ήταν υπέροχο. Αυτό έμελλε να είναι το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι. Μέχρι το επόμενο!
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία του Ευστράτιου και χάρισέ του ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!