Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 Γράφει η Έφη Χρυσάφη.

 

Όλοι έχουμε κάποιες ώρες, κάποιες μέρες ή ακόμη και κάποιους μήνες, ανεξίτηλα χαραγμένους στη μνήμη μας. Είναι οι «δικές μας» στιγμές, αυτές που είτε θέλουμε με μανία να ξεχάσουμε, είτε θέλουμε να τις θυμόμαστε για πάντα και να παλεύουμε μαζί μ’ αυτές να διατηρηθεί και εκείνη η φλόγα, η ζεστασιά, η πληρότητα που μας προσέφεραν. Είναι εκείνες οι αναμνήσεις που θα σε συνοδεύουν για πάντα και που ίσως θα ήθελες να τις ζήσεις ξανά και ξανά.

Έτσι ήταν για εμένα και το περσινό καλοκαίρι. Τώρα μου φαίνεται τόσο μακρινό, η ανάμνησή του όμως είναι σαν να ζωντανεύει ξανά στα μάτια μου, σαν όλη αυτή η μαγεία που έζησα να παίρνει σάρκα και οστά και όπως ένα παιχνίδι ρόλων, να αναπαρίσταται μπροστά μου. Ήταν η πρώτη φορά που πήγα μόνη μου διακοπές, η πρώτη φορά που επισκέφτηκα ένα νησί, η πρώτη φορά που γνώρισα τον έρωτα. Πριν από το ταξίδι αυτό ήμουν μόνη, μάλιστα ήμουν μόνη τόσο πολύ καιρό που είχα ξεχάσει πως είναι να είσαι «σε σχέση». Κάθε απόπειρά μου για κάτι πιο σοβαρό κατέληγε στην αποτυχία, ώσπου κάποια στιγμή απλά κουράστηκα.

Κουράστηκα να προσπαθώ να συμβιβαστώ, να μετριάζω τα θέλω μου, να υπομένω καταστάσεις που σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσα να ανεχτώ. Κι όλα αυτά γιατί; Για να έχω έναν άνθρωπο δίπλα μου, για να ξεφύγω επιτέλους από αυτό που αποκαλείται «μοναξιά». Παρ’ όλες λοιπόν τις προσπάθειές μου, το αποτέλεσμα ήταν και πάλι το ίδιο, εγώ, μόνη. Από ένα σημείο μάλιστα και μετά, νόμιζα πως φταίω εγώ, πως δεν είμαι αρκετά καλή, αρκετά όμορφη, αρκετά ελκυστική ή αρκετά έξυπνη ώστε να κρατήσω κάποιον δίπλα μου.

Μετά από έναν τέτοιο λοιπόν χειμώνα, ένα χειμώνα μοναξιάς, κανόνισα με τις φίλες μου να πάμε διακοπές. Μαζευτήκαμε κοριτσοπαρέα και ξεκινήσαμε για τη Σκιάθο. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο νησί αισθάνθηκα έναν άλλο αέρα, έναν αέρα ανανέωσης. Η πρώτη μέρα κύλησε ήρεμα, άλλωστε χρειαζόταν κάποιος χρόνος μέχρι να τακτοποιηθούμε στο ξενοδοχείο και να προσαρμοστούμε στο νέο περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια της μέρας δεν ακολουθούσαμε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Αυτό όμως που ήταν σταθερό και τις δέκα μέρες που μείναμε στο νησί, ήταν η έξοδός μας το βράδυ, η οποία βέβαια ολοκληρωνόταν με το φως του ήλιου το επόμενο πρωί.

Ένα από αυτά τα βράδια λοιπόν, ήταν αρκετό για να αλλάξει όλα τα δεδομένα στη ζωή μου. Την τρίτη κιόλας μέρα της παραμονής μας, καθώς γυρίζαμε στο ξενοδοχείο κουρασμένες και λίγο ζαλισμένες, από όλο το βράδυ στα μπαρ, σταματήσαμε σ’ ένα μαγαζί να τσιμπήσουμε κάτι. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν δύο αγόρια, τα οποία για να είμαι απόλυτα ειλικρινής ούτε κι είχα προσέξει, ώσπου άρχισαν να μας μιλάνε και χωρίς να το καταλάβουμε είχαμε πιάσει για τα καλά την κουβέντα. Με τον έναν από τους δύο, συνειδητοποίησα πως έχω πολλά κοινά και εμφανισιακά δεν μπορώ να πω πως μου περνούσε αδιάφορος. Όσο κι αν είχα ενθουσιαστεί όμως μαζί του, οι σκέψεις πως αυτή η χημεία μεταξύ μας δεν ήταν κάτι σημαντικό, πως ήταν απλά λόγια «μεθυσμένα», δε σταματούσαν να περνούν από το μυαλό μου. Λίγο πριν φύγουμε με έκανε αίτημα στο facebook, για να κανονίσουμε, όπως είπε, να βρεθούμε και πάλι.

Έτσι κι έγινε. Το ίδιο κιόλας απόγευμα πήγαμε για μπάνιο στη θάλασσα. Κάποια στιγμή, το βράδυ, οι υπόλοιποι έφυγαν και μείναμε οι δύο μας στην παραλία. Μιλούσαμε επί ώρες, στην αρχή για ασήμαντα πράγματα, σιγά-σιγά όμως άρχισε να ανοίγεται ο ένας στον άλλο. Ένιωσα ότι μπορούσα να του πω τα πάντα. Δεν ξέρω, ίσως η σκέψη ότι δε θα τον ξαναδώ, ότι όλα αυτά θα γίνονταν απλώς μία ιστορία από τις διακοπές μας, μ’ έκανε να νιώσω πιο ελεύθερη. Κολυμπούσαμε, θυμάμαι, στη θάλασσα κι ενώ πείραζε ο ένας τον άλλο με παιχνίδια και γαργαλητά, εκείνος πλησίασε και με φίλησε. Μετά το φιλί (όλοι γνωρίζουμε εκείνη την αμήχανη στιγμή) υπήρξε για λίγα δευτερόλεπτα μία σιωπή, μέχρι που με ρώτησε αν ήθελα να πάμε μία βόλτα. Περπατήσαμε για αρκετή ώρα πιασμένοι χέρι χέρι κι έπειτα με γύρισε στο ξενοδοχείο καληνυχτίζοντάς με, με ένα ακόμη υπέροχο φιλί.

Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Ερχόντουσαν όλα στο μυαλό μου ξανά και ξανά, από την πρώτη κιόλας στιγμή που γνωριστήκαμε μέχρι και το τελευταίο φιλί. Ένιωθα ενθουσιασμό, χαρά, ευτυχία και συγχρόνως φόβο πως όλα αυτά θα τελειώσουν. Δεν ήθελα να τελειώσουν, δεν ήθελα να φύγει. Δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνο το βράδυ. Σκέψεις, αναμνήσεις, συναισθήματα, πλημμύρισαν το μυαλό μου κι ένιωσα και πάλι εκείνο τον ενθουσιασμό των πρώτων ημερών που γνωρίζεις κάποιον. Μετά άρχισα τις εικασίες. Έκανα ολόκληρα σενάρια στο μυαλό μου, προσπαθώντας να βρω κάποιον τρόπο ώστε να συναντηθούμε και πάλι όταν επιστρέψουμε από τις διακοπές. Άλλωστε, θεωρούσα πως δεν ήταν και τόσο δύσκολο, αφού και οι δύο μένουμε Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, πρώτα έπρεπε να περιμένω, να δω εκείνος τι θέλει και πώς θα χειριστεί από εδώ και πέρα την κατάσταση.

Το επόμενο μεσημέρι πήγαμε όλοι μαζί για φαγητό. Στην αρχή υπήρχε μία αμηχανία, η οποία καθώς περνούσε η ώρα άρχιζε να εξαφανίζεται. Κάποια στιγμή ο φίλος του ανέφερε πως την επόμενη μέρα θα έφευγαν και τότε ήταν που τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι να του πω μα μάταια. Έλεγα μέσα μου πως αυτό ήταν και προσπαθούσα να παρηγορήσω τον εαυτό μου λέγοντας πως ήταν ωραίο όσο κράτησε. Τότε ήταν που μίλησε εκείνος. Μου είπε πως πέρασε πολύ όμορφα αυτές τις μέρες και πως θα ήθελε να βρεθούμε και στη Θεσσαλονίκη όταν επιστρέψω κι εγώ. Αμέσως τα μάτια μου έλαμψαν από χαρά και του απάντησα πως εννοείται, θα κανονίσουμε. Έπειτα χαιρετηθήκαμε και φύγαμε με τα κορίτσια για το ξενοδοχείο.

Οι υπόλοιπες μέρες κύλησαν πολύ γρήγορα ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εμένα. Περίμενα πώς και πώς να επιστρέψω για να τον ξαναδώ. Εν τω μεταξύ μιλούσαμε στο facebook καθημερινά, ώσπου μία μέρα αφού γύρισα σπίτι, μου ζήτησε να πάμε για καφέ. Δώσαμε ραντεβού στην Αριστοτέλους και μόλις τον είδα τον αγκάλιασα γεμάτη χαρά. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που τον είδα ένιωσα πως ήταν ένας άνθρωπος που θα ήθελα να έχω δίπλα μου και μάλλον αισθάνθηκε κι αυτός το ίδιο, αφού ο ένα καφές έγινε δύο, οι δύο έγιναν τρεις, οι τρεις τέσσερις. Συνεχίσαμε να βγαίνουμε για αρκετό καιρό πιο χαλαρά και από ένα σημείο και μετά αποφασίσαμε να είμαστε μαζί.

Ο άνθρωπος αυτός κατάφερε να με κερδίσει και να αλλάξει όλα μου τα δεδομένα μόνο μέσα σε λίγες μέρες. Το σημαντικότερο όμως είναι πως συνεχίζει καθημερινά να προσπαθεί και να με κάνει ευτυχισμένη ακόμη κι ένα χρόνο αργότερα. Όλες οι σχέσεις, όπως και η δική μας, αντιμετωπίζουν προβλήματα και δυσκολίες. Για να μπορέσεις όμως να ξεπεράσεις τα εμπόδια χρειάζεται να επιλέξεις το σωστό άνθρωπο. Τον άνθρωπο, δηλαδή, που θα επιμείνει για να σε κερδίσει, που θα σε κάνει να πιστέψεις στον εαυτό σου, που θα προσπαθεί συνεχώς να είσαι χαρούμενη και πάνω από όλα τον άνθρωπο που θα είναι ικανός να σου προσφέρει ασφάλεια και αγάπη.

Γι’ αυτό μην αναλώνεσαι με ανθρώπους που δεν είναι διατεθειμένοι να σου προσφέρουν τα πάντα, μόνο και μόνο για να μην είσαι μόνη. Όσες ανούσιες ή εφήμερες σχέσεις και να κάνεις, πάντα θα νιώθεις μέσα σου ένα κενό. Το κενό αυτό, ευτυχώς ή δυστυχώς, μπορεί να γεμίσει μόνο με την αληθινή αγάπη και πίστεψέ με όταν τη βρεις θα το καταλάβεις. Πρέπει λοιπόν να μην απογοητεύεσαι και να έχεις πίστη στον εαυτό σου, αφού ο έρωτας έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις. Μπορεί αυτό να σου ακούγεται κλισέ, όμως έτσι συμβαίνει. Όταν πάψεις να το κυνηγάς, όταν σταματήσεις να το σκέφτεσαι και να το επιδιώκεις, τότε θα σου χτυπήσει την πόρτα. Για το λόγο αυτό πρέπει να είσαι έτοιμη να τον αναγνωρίσεις και το σημαντικότερο, να τον κυνηγήσεις.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Έφης και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!