Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Μαρία Λούλου.

 

Το καλοκαίρι εκείνο πήρα μια τολμηρή απόφαση. Παραιτήθηκα από την προσπάθεια να βρω παρέα ανάμεσα στις παντρεμένες φίλες ή σε αυτές που ευθαρσώς δήλωναν πως είναι σε σοβαρή σχέση –λες και υπάρχουν και ασόβαρες– κι αποφάσισα να πάω μόνη μου καλοκαιρινές διακοπές. Εγώ που δεν τολμούσα ούτε στο σινεμά να πάω μόνη. Μου πήρε 33 χρόνια για να επαναστατήσω απέναντι στο δειλό μου εαυτό. Απαίτησα δεκαπενθήμερη άδεια από το δικηγορικό γραφείο που εργαζόμουν τότε και οργάνωσα με παιδικό ενθουσιασμό το ταξίδι για έναν προορισμό που δεν επελέγη τυχαία. «Νησί των ερωτευμένων. Μόνο για ζευγάρια » άκουγα να το χαρακτηρίζουν όλοι. Για να ξορκίσω λοιπόν, τα στερεότυπα το εισιτήριο μου πάνω έγραφε «Μήλος».

 Στη μέση των θεατρικών μου σπουδών, με τα έξοδα στην Αθήνα να τρέχουν, τα όνειρα απαιτητικά και βιαστικά, η προοπτική της καλοκαιρινής εργασίας έμοιαζε μονόδρομος. Με βαριά καρδιά απέρριψα τις προτάσεις φίλων για διακοπές σε κάμπινγκ της Χαλκιδικής και με ακόμα μεγαλύτερο πόνο την εθελοντική εργασία σε καλλιτεχνικά φεστιβάλ αρχαίου θεάτρου ανά την Ελλάδα. Ήμουν αναγκασμένος να δουλέψω αν ήθελα να τελειώσω άμεσα τις σπουδές. Τηλεφώνησα στο θείο στο νησί. Αυτοπροτάθηκα για υπάλληλός του, προσλήφθηκα, ανακουφίστηκα και σε τρεις μέρες, από αρχές Ιούνη, είχα γίνει κάτοικος της γενέτειράς μου, που την είχα ήδη εγκαταλείψει εδώ και μια δεκαετία.

Το νησί αντάξιο των προσδοκιών μου. Παραλίες, γαλαζοπράσινα νερά, κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική λουσμένη αφειδώς στο αιγαιοπελαγίτικο φως, άνθρωποι καλόκαρδοι και ένα δώρο. Ο Δημήτρης. Τον γνώρισα δυο μέρες αφού έφθασα. Ευγενικός, ώριμος, πνευματώδης με σπινθηροβόλα μάτια που ξελόγιαζαν. Μου πρότεινε βόλτα για να με ξεναγήσει. Ξεχάστηκε η ανάγκη να μείνω μόνη. Παραδόθηκα στο διακριτικό του φλερτ.

Οι συναντήσεις μας έγιναν καθημερινές. Στο μεσημεριανό του διάλειμμα από τη δουλειά ερχόταν και με έβρισκε σε μια από τις πιο ήρεμες παραλίες του νησιού. Ανάμεσα σε δύο κάθετους βράχους η φύση είχε κρατήσει τον κολπίσκο αυτό για εμάς, μακριά από τη θρασύτητα των παραθεριστών. Το θείο χέρι είχε πασπαλίσει την ακρογιαλιά με χρυσή άμμο και είχε σπείρει πάνω της  αλμυρίκια και κέδρους που χάριζαν απλόχερα τον ίσκιο τους σε όσους ερωτευμένους έψαχναν καταφύγιο από τον καυτό ήλιο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που με έβρισκε μισοκοιμισμένη. Με το βιβλίο να ξαποσταίνει ανοιχτό πάνω στη μύτη μου. Το σήκωνε με προσοχή και μου έδινε σχεδόν με ευλάβεια ένα φιλί στα χείλη. Κολύμπι, γέλια σχεδόν παιδικά, ματιές ντροπαλές που με την ώρα ξεθάρρευαν. Αθλητικό, αντρικό κορμί που δεν μπορείς παρά να του ζητήσεις να σε φιλοξενήσει στο στέρνο του.

Η παραμονή μου στο νησί αρχικά ήταν βαρετή. Πολύωρη καθημερινή δουλειά, απαιτητικοί τουρίστες, αφόρητη ζέστη και εγώ να βλέπω τη θάλασσα με τα κιάλια. Φίλοι σε όλα τα άλλα νησιά εκτός από το δικό μου. Όλες οι μέρες ίδιες. Ώσπου στα μέσα του Ιούλη ένα κορίτσι με ηλιοκαμένη επιδερμίδα, φυσική ομορφιά που εξέπεμπε αυτοπεποίθηση και δυο λακκάκια για στολίδια στα μάγουλα, εισέβαλε στο πρακτορείο εφημερίδων του θείου και στη ζωή μου. Μούδιασα. Το κορίτσι με το ηχηρό γέλιο και την μπάσα φωνή δε λογάριασε που ήμουν άοπλος και με παρέσυρε στη δίνη του πάθους του. Δεν έβλεπα την ώρα να έρθει το μεσημέρι. Έπαιρνα το μηχανάκι και πήγαινα να τη βρω. Στην παραλία που αγάπησε περισσότερο και μέσα από τα δικά της μάτια την ερωτεύτηκα και εγώ. Η μορφή της και η αμμουδιά ταυτισμένες. «Μυρτώο Κόλπο» τον αποκαλούσα αυτόν τον κόλπο από το όνομά της και εκείνη χαμογελούσε και ήταν σαν να ακτινοβολούσαν χίλιοι ήλιοι. Παρακαλούσα να σταματάει ο χρόνος εκείνα τα μεσημέρια.

Συζητήσεις για τέχνη, για όνειρα, φόβους και ελπίδες. Οι λέξεις δραπέτευαν από την ψυχή με μια ευκολία πρωτόγνωρη σα να γνωρίζονταν οι καρδιές για χρόνια. Οι φλόγες των ματιών αναζωπυρώνονταν με τον ήλιο και τα σώματα αδύναμα να αντισταθούν ανταποκρίνονταν στην έλξη. Δειλά χάδια, θεραπευτικές αγκαλιές που κατέληγαν σε παθιασμένα φιλιά και όρκους αγάπης ειπωμένους μόνο με τα βλέμματα. Γιατί τα στόματα δείλιαζαν. Και αυτό που λαχταρούσα πιο πολύ ήταν το φιλί μόλις την πρωτοσυναντούσα… αυτό που γευόμουν τη θαλασσινή αλμύρα στα χείλη της. Την έβλεπα να βγαίνει από τη θάλασσα με τα βρεγμένα μαλλιά της σα φίδια, την ομορφιά την ανεπιτήδευτη που δεν ενδιαφερόταν για φτιασίδια. Μάγισσα. Σειρήνα αναδυόμενη που δε χρειαζόταν καν να τραγουδήσει. Ευτυχία ανομολόγητη, μην τύχει και τη ζηλέψει το καλοκαίρι και μου την κλέψει.

Στο σχόλασμά του, με το σούρουπο περπατούσαμε στα ασβεστωμένα σοκάκια πριν ακόμα τα κατακλύσει το πλήθος. Αγνοούσαμε τα ρολόγια. Οι ώρες περνούσαν κάτω από τη σελήνη που ασήμωνε τη θάλασσα, μες στην αγκαλιά του. Μου ψιθύριζε στο αυτί μελωδίες γνωστές και άλλες αυτοσχέδιες. Στο τραγούδι τον συνόδευαν και τα τζιτζίκια και έμοιαζε η φύση ολόκληρη να συμμετέχει στις στιγμές μας. Άλλοτε πάλι μου χτυπούσε το τζάμι του δωματίου που νοίκιαζα και τρύπωνε στο δωμάτιο σαν ανακουφιστικό, δροσερό αεράκι. Αφήναμε να νυχτώσει χωρίς να ανάψουμε τη λάμπα. Τα πρόσωπά μας δεν τα βλέπαμε. Νιώθαμε όμως ο ένας την ανάσα του άλλου καυτή στο δέρμα. Στον τοίχο οι σκιές που δημιουργούνταν από το εξωτερικό φως έπαιζαν ρόλους. Έκανα φιγούρες με τα δάχτυλα και αυτός συμπλήρωνε με τα δικά του. Και περνούσε τα δάχτυλα στα μαλλιά μου και έφερνε τις τούφες κοντά στη μύτη του κι άλλοτε τις γυρνούσε προς το μέρος μου και έκανε κύκλους με τις άκρες τους πάνω στο πρόσωπό μου. Και το σκοτάδι έπεφτε πιο βαθύ. Δεν τον άφηνα να κλείσει το παντζούρι. Το λιγοστό φως από έξω μου έδινε την ψευδαίσθηση της ζωής. Γιατί μέσα στο δωμάτιο η ζωή λιγόστευε. Οι δυο καρδιές είχαν ενωθεί σε μια που άλλοτε χτυπούσε στο ένα κορμί και άλλοτε κλεφτά φώλιαζε στο άλλο.

Οι μέρες βιάστηκαν να περάσουν. Η επιστροφή έφτασε. Έφυγα με το πρωινό καράβι ενώ του είχα πει πως θα έφευγα με το απογευματινό. Δεν άντεχα να του πω το αντίο, ούτε να δώσουμε υποσχέσεις που δεν ήμουν σίγουρη πως θα κρατηθούν. Τα οκτώ χρόνια διαφοράς της ηλικίας με έκαναν να δειλιάζω. Δεν ήθελα να του εξηγήσω κοιτώντας τον στα μάτια. Δε θα ωφελούσε. Άφησα ένα σημείωμα «Δε θα ξεχάσω τα φεγγάρια που αντικρίσαμε μαζί, την πνοή που μου έδωσε ο ενθουσιασμός σου, τα χέρια σου που επούλωσαν τις ανασφάλειές μου. Καλή ζωή!»

Τα βράδια μας, εκείνα που προσπαθούσα να τη δω στο ημίφως, σαν νερό κύλησαν. Εκείνη θα έφευγε και εγώ έπρεπε να μείνω στο νησί. Θα της ζητούσα να βρεθούμε στην Αθήνα, να είμαστε μαζί. Δεν είχα αναφέρει τίποτα. Δεν ήξερα πώς θα αντιδράσει. Δείλιαζα. Το είχα αφήσει για το τέλος. Είχα ζητήσει ρεπό και από το πρωί ετοίμαζα κάτι ιδιαίτερο για αποχαιρετισμό. Θα πήγαινα να την πάρω από το δωμάτιό της και είχα νοικιάσει ένα μικρό φουσκωτό. Θα πηγαίναμε σε παραλίες χωρίς οδική πρόσβαση. Δεν την βρήκα. Είχε ήδη φύγει. Αντί για εκείνη ένα σημείωμα και ένα χαρτάκι στριφτού τσιγάρου με ένα γραμμένο «Σ΄αγαπώ». Σκέφτηκα πως τόσο καρδιοχτύπι ξοδεύτηκε άδικα. Μετά από αυτό στο νησί όλα άλλαξαν. Οι ήχοι του καλοκαιριού σιώπησαν, τα χρώματα θάμπωσαν, τα αρώματα του εξατμίστηκαν. Σαν να ήταν άλλος τόπος εκείνος. Νοστάλγησα το φθινόπωρο.

Διάβασα το όνομά του 6 χρόνια μετά σε ένα πρόγραμμα θεάτρου. Μου το ‘δώσε η κοπέλα που είχα στο γραφείο. Μου μίλησε με διθυραμβικά σχόλια για το ταλέντο του πρωταγωνιστή. ««Φέρελπις ηθοποιός. Θα απασχολήσει πολύ το αθηναϊκό φιλοθεάμον κοινό στο μέλλον» ήταν κατά λέξη κάποια από τα σχόλια που κατάφεραν να φθάσουν στα αυτιά μου μετά το πρώτο βουητό που προκάλεσε το άκουσμα του ονόματός του. Αδύναμη να αντισταθώ στις θύμησες του καλοκαιριού μας κανόνισα να πάω να τον δω. Μόνη. Είχα μάθει πλέον να απολαμβάνω αρκετά πράγματα μόνη μου. Πρόλαβα την τελευταία παράσταση. Έκατσα στη δεύτερη σειρά. Ήθελα να τον νιώθω κοντά μου. Τον θαύμαζα. Το αγόρι του νησιού είχε εξελιχθεί σε ένα γοητευτικό άντρα που στα μάτια του είχε βυθισμένο το καλοκαίρι μου. Δεν ξέρω αν με αντιλήφθηκε κατά  τη διάρκεια της παράστασης. Δεν ξέρω πόσο θύμιζα την μακρινή μου καλοκαιρινή εικόνα που είχε αιχμαλωτίσει. Όσο κι αν καθόμουν δε θα χόρταινα να τον καμαρώνω. Σηκώθηκα.

Πληροφορίες για εκείνη λιγοστές. Το τηλέφωνο που αρχικά δε σήκωνε σύντομα άλλαξε. Δεν μπόρεσα να την ξαναβρώ.  Για χρόνια την έβλεπα στα πρόσωπα των γυναικών που συναντούσα στο δρόμο. Άκουγα με τη δική της φωνή όλα τα τραγούδια. Αφού μεσολάβησαν αρκετοί χειμώνες την ένιωσα να με κοιτά. Απρόσμενα, απροειδοποίητα. Δεν ήξερε η καρδιά πως θα τη συναντήσει για να φορέσει τα καλά της. Εγώ πάνω στη σκηνή και εκείνη στην πλατεία. Σαν μαγνήτης με τράβηξαν τα μάτια της, κάρβουνα που καίνε.  Τα ‘χασα… Στιγμιαία ξέχασα τα λόγια μου. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Αναρωτιόμουν αν ήρθε για μένα. Ήξερε πώς θα με δει άραγε; Μόλις τελείωνα θα έτρεχα να της μιλήσω. Αναπάντεχα την είδα από τη σκηνή λίγα λεπτά πριν το τέλος να σηκώνεται και να βγαίνει από την αίθουσα. Με εγκατέλειπε για δεύτερη φορά. Τουλάχιστον αυτή τη φορά είδα την πλάτη της καθώς έφευγε.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Μαρίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!