Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Ελευθερία Υ.

«Σμαράγδα πήρες όλα τα πράγματά σου; Μην ξεχάσεις τίποτα», είπε στη Σμαράγδα η μητέρα της και καθώς την έσφιξε στην αγκαλιά της, την αποχαιρέτησε. Η Σμαράγδα θα πήγαινε να εργαστεί στην Κρήτη τους τρεις μήνες του καλοκαιριού. Ήταν φοιτήτρια νομικής και ήθελε πολύ όταν τελειώσει να κάνει κάποιο μεταπτυχιακό και να φύγει στο εξωτερικό. Ωστόσο, όλα αυτά απαιτούσαν έξοδα τα οποία δεν μπορούσε να τα καλύψει  η  οικογένειά της. Έτσι αποφάσισε να πάρει η ίδια την σκυτάλη και να το παλέψει.

Ήταν αγχωμένη, ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε στο νησί. Δεν ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει, πώς θα ήταν η δουλειά και το περιβάλλον γενικότερα. Καθώς χάζευε από το παράθυρο του αεροπλάνου τα σύννεφα που σχημάτιζαν διάφορες μορφές, σκεφτόταν πως την περιμένει ένα δύσκολο καλοκαίρι. Αλλά πίστευε ότι η κούραση και η πίεση θα άξιζαν τον κόπο για το μεγάλο όνειρο που είχε.

Ήταν μόνη μα ούτε επιδίωκε να έχει αγόρι. Ήταν αφοσιωμένη στις σπουδές της και αντιδρούσε, όποτε κάποιος τη ρωτούσε γι’ αυτό το θέμα λες και ήταν κάτι το αφύσικο. Καλά θα μου πείτε, το ότι δεν ήθελε είναι σχετικό από το ότι δεν έβρισκε τον κατάλληλο. Αλλά δε σκοτιζόταν με τέτοια θέματα, ένιωθε ευτυχισμένη και μόνη της. Εξάλλου είχε και τον Τόμυ, το σκυλάκι της που αγαπούσε πολύ και περνούσε ατέλειωτες ώρες μαζί του. Ήταν τόσο αχώριστοι που τον είχε πάρει  μαζί της.

«Για δες Τόμυ, τι ομορφιά», ήταν η πρώτη εντύπωσή της όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο. Στο αεροδρόμιο την περίμενε ο κύριος Κώστας, ο διευθυντής του ξενοδοχείου όπου θα εργαζόταν, προκειμένου να την κατατοπίσει. Ήταν ένας ευγενικός και πρόσχαρος κύριος.

Καθώς κατάλαβε το άγχος και την αγωνία της, προσπάθησε στη διαδρομή προς το ξενοδοχείο να την ηρεμήσει, λέγοντάς της πως δε χρειάζεται να ανησυχεί κι ότι θα τα καταφέρει μια χαρά. Θα έμενε στο ίδιο ξενοδοχείο όπου θα εργαζόταν. Ανυπομονούσε να γνωρίσει το χώρο που θα τη στέγαζε για τους επόμενους τρεις μήνες. Το δωμάτιό της ήταν τόσο όμορφο, βαμμένο θαλασσί σαν τα μάτια της. Είχε ένα τεράστιο μπαλκόνι που πλημμύριζε από πολύχρωμα τριαντάφυλλα κάνοντας τη θέα της θάλασσας  από κάτω πιο ειδυλλιακή .

Η πρώτη μέρα στη δουλειά ήταν πιεστική. Μέχρι να προσαρμοστεί της  πήρε λίγο χρόνο. Ωστόσο ήταν κατενθουσιασμένη με τη δουλειά της. Ήταν τόσο ευχάριστο να γνωρίζει ανθρώπους από όλο τον κόσμο.

Το απόγευμα, προκειμένου να χαλαρώσει, αποφάσισε να πάει μια βόλτα, να δει τα Χανιά. Πήρε μαζί της και τον Τόμυ  φυσικά, ο οποίος, καθώς είχε μείνει μόνος όλο το πρωί, είχε τρελή ενέργεια.

Κάποια στιγμή τον άφησε να τρέξει κι εκείνος όρμησε σε ένα νεαρό που περνούσε από εκεί. Εκείνος  φοβήθηκε κι άρχισε να φωνάζει και να μιλάει άσχημα. «Μαζέψτε πια τα σκυλιά σας, έχει γεμίσει ο τόπος», είπε στην Σμαράγδα, κοιτάζοντάς την εκνευρισμένος.

Εκνευρίστηκε όμως και η Σμαράγδα, καθώς την έπιασαν τα επαναστατικά της και του απάντησε. «Πω πω κοιτάξτε έναν άντρα, που φοβάται ένα σκυλί λες και θα τον φάει», και κάνοντας πως γελάει γύρισε την πλάτη της κι έφυγε.

Ο νεαρός με την ειρωνεία της νευρίασε πιο πολύ αλλά δε μίλησε γιατί είχε θιχτεί ο εγωισμός του. Πώς είναι δυνατόν σκέφτηκε να  του μιλάει έτσι μια κοπέλα; Είχε συνηθίσει να δέχεται μια γλυκιά συμπεριφορά από το γυναικείο πληθυσμό, επειδή ήταν ευπαρουσίαστος. «Άκου εκεί να με προσβάλλει»,  είπε μέσα του κι απομακρύνθηκε έπειτα.

Αυτός ο θυμός ήταν αρκετός για να ανάψει μια μικρή σπίθα, όχι όμως και τη φωτιά.

Την επόμενη μέρα στο ξενοδοχείο είχαν πάρα πολύ κόσμο. Τουρίστες πήγαιναν και έρχονταν και οι εργαζόμενοι έτρεχαν πάνω κάτω για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους, χωρίς όμως να τα καταφέρνουν πλήρως.  Έτσι ο κύριος Κώστας πήρε τηλέφωνο το γιο του, τον Λουκά προκειμένου να έρθει να βάλει ένα χεράκι.

Η Σμαράγδα ήταν κατάκοπη, μόνο το χαμόγελο είχε μείνει ίδιο πάνω της. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα πάνω ασύμμετρα γιατί είχε πολύ ζέστη, το μακιγιάζ της είχε φύγει όλο και τα ρούχα της είχαν καταλερωθεί, καθώς εκτός από υποδοχή, πηγαινοέφερνε και δίσκους, κάτι που δεν το κατάφερνε και πολύ.

«Πρόσεχε ρε κοπελιά, με έκανες μούσκεμα», ακούστηκε μια φωνή εξαγριωμένη. «Ωχ, συγγνώμη», απάντησε η Σμαράγδα ταραγμένη, αλλά όταν συνειδητοποίησε σε ποιον μιλούσε, συνέχισε, «Αλλά να πρόσεχες κι εσύ. Δε βλέπεις ότι καιγόμαστε στην δουλειά και πετάγεσαι έτσι;». Έβγαλε όλα τα νεύρα της δουλειάς πάνω του.

«Επειδή καίγεστε, γι’ αυτό ήρθα να βοηθήσω», απάντησε  με ειρωνικό ύφος ο Λουκάς. Πριν καταλάβει το οτιδήποτε η Σμαράγδα, ακούστηκε η φωνή του κυρίου Κώστα. «Α ναι Σμαραγδούλα αυτός είναι ο γιος μου ο Λουκάς  που σου έλεγα χτες».

Η Σμαράγδα όταν το άκουσε ένιωσε τόσο αμήχανα, ντράπηκε. «Ποιος να μου έλεγε πως ο αγενής τύπος χτες θα ήταν ο γιος του αφεντικού μου», σκέφτηκε κι έπειτα έκανε να  τον γνωρίσει καθώς την κοίταζε το αφεντικό της. Ήθελε δεν ήθελε έπρεπε να είναι ευγενική.

«Σμαράγδα, χάρηκα», είπε κι έδωσε το χέρι της. Ο Λουκάς την κοίταξε γλυκά και της είπε, «Ελπίζω να μου φέρεις κάτι να σκουπιστώ, γιατί έχουμε δουλειά», της απάντησε για να την τσιτώσει. Η ζωηράδα της τον είχε συνεπάρει, αυτή η ατίθαση συμπεριφορά της τον τραβούσε.

«Ποδαράκια έχεις», μουρμούρισε  η Σμαράγδα με θυμό, αλλά πήγε να φέρει τις πετσέτες  για να μη δώσει παραπάνω έκταση.

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν εξίσου πιεστικές, έτσι ο Λουκάς έμεινε στο ξενοδοχείο να βοηθήσει τον πατέρα του. Έκανε το διδακτορικό του και ήταν πιεσμένος, ωστόσο δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.

Η κόντρα τους με τη Σμαράγδα δεν είχε τέλος. Από το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνονταν σαν τον σκύλο με την γάτα, δεν είχαν ησυχία. Μόνο η επιβλητική φωνή του κυρίου Κώστα μπορούσε να τους σταματήσει.

Με τον καιρό όμως τη θέση των ατελείωτων καβγάδων είχαν λάβει τα αθώα πειράγματα και οι πλάκες που έκαναν ο ένας στον άλλον για να σπάσουν τη μονοτονία της δουλειάς. Ήταν σαν δυο καλοί φίλοι. Η Σμαράγδα όμως άρχισε να βλέπει το Λουκά διαφορετικά, σίγουρα όχι φιλικά.  Αυτή όμως η αλλαγή των συναισθημάτων της ανακόπηκε απότομα, όταν, ενώ  ένα απόγευμα που είχε ρεπό έβγαλε βόλτα τον Τόμυ, τον είδε με μια κοπέλα να κάθονται σε μια πολυσύχναστη καφετέρια του νησιού. Είχε περάσει το χέρι του γύρω από τον ώμο της και όλη την ώρα γελούσαν. Κάτι μέσα της έσπασε. «Τελικά κι αυτός είναι σαν όλους τους άλλους», σκέφτηκε και γύρισε να φύγει, ενώ τα μάτια της είχαν βουρκώσει.

Την επόμενη μέρα είχε τόσα νεύρα, που δεν ήθελε να τον δει μπροστά της. Τον απέφευγε γιατί φοβόταν μην καρφωθεί και του πει τίποτα. Όταν όμως χρειαζόταν να του απευθυνθεί για λόγους της δουλειάς ήταν έκδηλος ο θυμός της. Ο Λουκάς είχε καταλάβει την προέλευση αυτού του θυμού και το απολάμβανε, γιατί εκείνη την μέρα που είχε βγει με την ξαδέρφη του, την είχε να δει που πέρασε. Ωστόσο, δεν της μίλησε και περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Αφού η κόντρα τους αναθερμάνθηκε ο Λουκάς αποφάσισε να δώσει τέλος σ’ αυτό.

«Λοιπόν, ανακωχή; Τι λες να σε πάω σήμερα για φαΐ και να τα ξεχάσουμε όλα;», τη ρώτησε με αγωνία. Η Σμαράγδα δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο, πως ο γοητευτικός Λουκάς με τις τόσες κατακτήσεις την κάλεσε για φαγητό. Αποφάσισε να του αρνηθεί γιατί ήταν σίγουρη πως την κορόιδευε και θα ήταν μια ακόμη κατάκτηση γι’ αυτόν, ένα λιθαράκι στην τόνωση του εγωισμού του. Δεν ήθελε όμως να του δείξει την απογοήτευσή της και αποφάσισε να κάνει πως δεν ενδιαφέρεται. «Δυστυχώς δεν μπορώ, θα πάω με ένα παιδί σινεμά σήμερα», του απάντησε με ναζιάρικη φωνή.

Ο Λουκάς ένιωσε να τον διαπερνά ένα ρεύμα. Τα λόγια της ακούστηκαν σαν μαχαίρια εκείνη την στιγμή. «Με ποιον;»,  είπε θυμωμένα κι έπειτα, καθώς  κατάλαβε πως καρφώθηκε και δεν μπορούσε άλλο να κρυφτεί της είπε, «Δε θα πας».

Η Σμαράγδα εκείνη τη στιγμή ένιωσε μια ανεξήγητη χαρά. Εξάλλου, όσο ο Λουκάς άρεσε στα υπόλοιπα κορίτσια, άλλο τόσο άρεσε και σε αυτήν και τα γεγονότα που προηγήθηκαν δεν αναιρούσαν αυτήν την πραγματικότητα.

«Γιατί να μην πάω, δεν κατάλαβα;»,  τον ρώτησε και περίμενε να δει τι θα της απαντούσε. Ο Λουκάς την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε. «Γι’ αυτό δε θα πας», της είπε έπειτα, καθώς την κοίταξε στα μάτια. «Γιατί δε θα πάω;» τον προκαλούσε η Σμαράγδα. «Γιατί είμαι ερωτευμένος μαζί σου, από την πρώτη στιγμή που σε είδα», της απάντησε ο Λουκάς και την πήρε αγκαλιά.

Έτσι η σπίθα έγινε φωτιά. Τους επόμενους δύο μήνες τα πράγματα κυλούσαν ομαλά ανάμεσα τους. Το πρωί εργάζονταν στο ξενοδοχείο και τα απογεύματα τα περνούσαν μαζί. Όποιος τους έβλεπε έλεγε πως ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Όσο πιο ωραία περνάς όμως τόσο πιο γρήγορα περνάει και ο χρόνος.

Με το πέρας των δύο μηνών η Σμαράγδα επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να τελειώσει τις υποχρεώσεις που είχε αφήσει. Αυτό δεν επηρέασε τη σχέση της με τον Λουκά, τον οποίο συνέχιζε να βλέπει.

Γι’ αυτό όταν ταξιδεύετε, να αφήνετε και λίγο χώρο στη βαλίτσα σας, γιατί μπορεί η αγάπη να τρυπώσει μέσα, έτσι ώστε να την πάρετε μαζί. Αν δεν έχετε και δεν κλείνει τότε να ξέρετε πως θα μείνετε εκεί που είχατε πάει για πάντα. Γιατί χωρίς την αγάπη δε φεύγει κανείς.

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ελευθερίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!