Υπάρχουν αυτοί οι λίγοι που βρίσκουν τον έρωτα εύκολα, αυτοί που τους ζηλεύουμε με την καλή έννοια για να το παραμύθι που τους χτυπάει την πόρτα, όχι μόνο γιατί αυτό συνεπάγεται αμοιβαία έλξη κι από τις δύο μεριές, αλλά κι επειδή ο άλλος είναι ευτυχώς σε θέση να το δει αυτό, να το παραδεχτεί. Γιατί όλοι μας έχουμε βρεθεί μπροστά σε έναν έρωτα που δειλιάζει, όλοι μας έχουμε καεί απ’ αυτό.
Είναι κι αυτοί λοιπόν που σε πείσμα των δειλών, είναι μαζί γιατί είχαν το θάρρος και τα κότσια να αψηφήσουν τα πάντα, να περάσουν εμπόδια, θάλασσες και βουνά για τον έρωτά τους. Αυτό τον έρωτα θέλουμε όλοι, αυτόν ζηλεύουμε.
Κι εάν αυτό δε συμβαίνει, τότε σημαίνει πως ανήκουμε στους υπόλοιπους της άλλης κατηγορίας, αυτών που ξενυχτάνε παρέα με τη μοναξιά και την καψούρα τους, πληρώνοντας τις επιλογές άλλων. Τις φοβίες άλλων. Συλλογιζόμενοι τη ζωή που τους στερείται, που θα μπορούσαν να έχουν μαζί.
Είναι αυτοί που θεωρούνται τρελοί στο να πιστεύουν ότι ένας έρωτας σαν κι αυτόν μπορεί να έχει μέλλον, αλλά πώς είναι δυνατόν ένας έρωτας μεταξύ δυο ξεχωριστών ανθρώπων, που αλληλεπιδρούν μοναδικά, να μπορεί να κριθεί από κάποιον έξω απ’ το χορό; Πώς είναι δυνατόν να μπει σε καλούπια; Από πότε ένας έρωτας υπακούει στη λογική;
Αυτή η έλξη που δεν μπορεί να την αρνηθεί κανένας απ’ τους δύο να καταφέρνει να κατευνάζεται επειδή δεν είναι συνηθισμένη. Επειδή όλα φαντάζουν ενάντια ανάμεσα στους δύο ανθρώπους αυτούς, ενάντια κι ασυνήθιστα, ενάντια και κατακριτέα. Επιβαλλόμενα από ιδέες κι αντιλήψεις άλλων, απ’ την κοινωνία. Αυτό που είναι νορμάλ, είναι και αποδεκτό. Τι ξέρει αυτή ακριβώς η κοινωνία από έρωτα; Μόνο πώς να του βάζει φωτιά.
Τι κι αν είναι 10 χρόνια μεγαλύτερος σου; Τι κι αν είναι 15; Τι κι αν είναι η καθηγήτριά σου; Γιατί αυτό να είναι αυτομάτως λάθος; Τι κι αν είναι η κολλητή της πρώην σου; Τι κι αν είναι ο γκόμενος που γούσταρε η αδερφή σου; Όλα κατακριτέα στο πρώτο άκουσμα. Αλλά πράγματι τόσο κατακριτέα απ’ την αντίληψη εμάς των ίδιων ή της αντίληψης που μας πλάσαραν ότι θα ‘πρεπε να έχουμε; Κατακριτέα αλλά συμβαίνουν. Ίσως σε ‘σένα, ίσως δίπλα σου.
Και δεν πρόκειται ούτε για καπρίτσιο ούτε για ξεπέτα ούτε για έναν άνθρωπο που θα είναι απλώς «άλλος ένας» στη ζωή σου. Πρόκειται για αυτόν τον άνθρωπο που ενώ αρχικά τον είχες αποκλείσει, δε σου περνούσε καν απ’ το μυαλό ως πιθανότητα, ήλθε με φόρα στη πόρτα σου για τα καλά, για να στην πάρει και να στη σηκώσει ολόκληρη, συθέμελα. Ώστε το βλέπεις ξαφνικά ολοκάθαρα, εκεί που δεν το περίμενες, ότι την έχεις πάθει τη ζημιά.
Πρόκειται για τον έρωτα που σου κόβει την ανάσα, που κάνει τα πόδια σου να μην μπορούν να αρθρώσουν βήμα αν αυτό είναι προς την αντίθετη φορά, που βαραίνει το σώμα σου κι είναι σαν να πονάει η ψυχή σου, είναι ο άνθρωπος που μπροστά του χάνεις τα λόγια σου κι απλά στέκεις κι αφήνεις να σου χαϊδεύει γλυκά την πλάτη.
Κόντρα σε όλα και σε όλους. Κανείς δεν έγραψε βιβλίο και τραγούδι για έναν έρωτα που δεν έχει πονέσει. Ακόμη και στις ταινίες εποχής, οι ήρωες κατορθώνουν και ξεπερνούν το φόβο που έχουν για το απαγορευμένο του έρωτά τους, κοινωνικές τάξεις, κοινωνική κατακραυγή κι ό,τι άλλο, καθώς η επιθυμία τους να είναι μαζί ξεπερνά κάθε όριο. Και δυσκολευόμαστε τώρα εμείς, υποτίθεται, σε μια εκσυγχρονισμένη κοινωνία να πράξουμε κάτι αντίστοιχο;
Μπορεί όλα να μοιάζουν δύσκολα, να τρομάζεις και να κωλώνεις, να φαντάζουν όλα ενάντια σε μια επικείμενη κίνηση, και να σε αποτρέπουν απ’ το να ανοιχτείς απέναντί του, αλλά εκεί φαίνεται η μαγκιά, και το πιθανότερο είναι πως κι η άλλη πλευρά αυτό περιμένει.
Η έλξη δεν κρύβεται. Όπως κι αν χαρακτηρίζεται, έστω ως μια μικρή και φαινομενικά απλή συμπάθεια, δεν κρύβεται ποτέ, όλοι εντοπίζουν κάτι ιδιαίτερο στη σχέση σας, ένα παραπάνω κάτι, το οποίο καταπνίγεται απ’ τη μία και την άλλη μεριά.
Και το πιο ειρωνικό της υπόθεσης είναι ότι ακόμη κι αν εκφραστεί αυτό το κάτι, αν ο ένας εκ των δύο αποφασίσει όντως να κάνει κίνηση –όχι απολύτως ξεκάθαρη μεν, δεν παύει να αποτελεί κίνηση δε–, αν δε υπάρχει ανταπόκριση, γυρνάμε στο μηδέν. Κι όχι γιατί δε γουστάρει, αλλά γιατί κομπλάρει λόγω του «απαγορευμένου» ή γιατί δεν το περίμενε ούτε στα όνειρά του.
Το να πας ενάντια σε όλους τις περισσότερες φορές σημαίνει να πας πρώτα απ’ όλα κόντρα στον ίδιο σου τον εαυτό και τις δικές σου στερεοτυπικές αντιλήψεις, γι’ αυτό είναι και τόσο δύσκολο. Γιατί μια ζωή αυτό ακούς. Ότι δεν κάνει να το κάνεις αυτό. Ότι δεν πρέπει. Τι θα πει ο κόσμος; Αν αξίζει, όμως, λίγο θα σε νοιάξει.
Η ευτυχία είναι στιγμές. Για την ακρίβεια είναι στιγμές μετρημένες στα δάχτυλα του χεριού μας. Ούτε καν και των δύο χεριών, του ενός μόνο. Είναι άδικο και συγγνώμη που θα στο πω στη μούρη αλλά είναι άδικο κυρίως για τον άλλον, να αρνείσαι συνειδητά αυτά που πραγματικά θέλεις επειδή άλλοι έχουν κρεμάσει στον έρωτά σου την ταμπέλα του «ακατάλληλου».
Επιμέλεια Κειμένου Σοφίας Γαρμπή: Πωλίνα Πανέρη