Σάββατο βράδυ. Όχι, λάθος , βράδυ Αυγούστου που έτυχε να είναι Σάββατο. Γιατί έχει μεγαλύτερη σημασία μια καλοκαιρινή βραδιά Αυγούστου, παρά ένα ακόμη Σαββατόβραδο, όπως τόσα άλλα.
Μου τηλεφωνά ο Νίκος – που θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε χωρίς να έκανε διαφορά, γιατί πολύ απλά όταν δεν είναι «αυτός» ή «εκείνος» με α ή ε κεφαλαίο αντίστοιχα, λίγη σημασία έχει– και μου λέει να βγούμε το βράδυ. Συμφωνώ, γιατί τι καλύτερο είχα να κάνω από το καθίσω σπίτι και να σκέφτομαι κάποιον που πιθανότατα είναι έξω και δεν του καίγεται καρφάκι για ‘μένα. Ή έτσι λέει.
Και έτσι είπα και εγώ να ξεχυθώ σε μέρη που πιθανολογούσα ότι θα ήταν, ώστε να μπορώ να του τρίψω κι εγώ το πόσο διασκεδάζω χωρίς αυτόν. Έτσι δεν παίζεται το παιχνίδι; Δεν έπεσα έξω κι εκεί ήταν, έστεκε μπροστά μου, άνετος, χαλαρός όπως πάντα και η ίδια πλέον χαλαρή έχοντας κατεβάσει όλα τα αποθέματα τεκίλας στα προηγούμενα μπαράκια, καταλήγω δίπλα του χαμογελαστή, μόνο για να τον δω να ξαφνιάζεται και να μου αραδιάζει δικαιολογίες για το γιατί δεν είχε απαντήσει στο τελευταίο μου μήνυμα. «Δεν ήμουν εδώ, σήμερα ήρθα, είχα πάει σε δουλειά εκτός» και άλλα μπλα μπλα που μπλόκαρα αυτομάτως, και προσπερνώντας τον, χώθηκα στο βάθος του μαγαζιού.
Όσο εξελισσόταν η βραδιά «εκείνος» βρέθηκε να κάθεται δίπλα από το σημείο όπου εγώ χόρευα με τον Νίκο (ξέρετε αυτές τις μαγικές μετακομίσεις που γίνονται δήθεν τυχαία), όταν το αλκοόλ που είχα καταναλώσει αποφάσισε πως ήταν η ώρα να αποβληθεί από τον οργανισμό μου.
Βγαίνοντας από την τουαλέτα τον βρήκα να στέκεται απέναντι μου, με το ποτό στο χέρι και να ανάβει τσιγάρο. Τον πλησίασα ενώ αυτός έκανε την πρώτη του τζούρα, κοιτάζοντας με στα μάτια και φυσώντας τον καπνό πάνω μου, όπως τότε, που ισχυριζόμουν ότι με ενοχλεί. «Έχω βαρεθεί τις δικαιολογίες σου», του ψιθύρισα στο αυτί. Είχα τόσα πολλά να του πω, όμως τίποτα δεν έβγαινε. Δεν είχε σημασία, γιατί ήξερα ότι για μένα ήρθε, εμένα περίμενε. Και κατ’ επέκταση ό,τι κι αν έλεγα, θα ερχόταν πάλι να με βρει. Γι’ αυτό και έφυγα, αφήνοντας τον εκεί.
Ήρθε πίσω, αλλά εγώ κι ο Νίκος αποφασίσαμε τότε να πάμε έξω να πάρουμε λίγο αέρα. Εντάξει ο Νίκος επεδίωκε κάτι παραπάνω από αέρα, το οποίο ίσως ήμουν σε διάθεση να εκμεταλλευτώ. Άκουγα να παίζει το Wonderwall των Oasis, λίγο παράδοξο θα σκεφτείτε για κλαμπάκι, αλλά έτσι είναι η ιστορία μου με «εκείνον».
Έψαχνα το βλέμμα του πίσω από το τζάμι, όταν τον είδα να με κοιτάζει ήδη. Αυτά τα μάτια του, τόσα βαθιά πάντα, με το δικό τους σκοτάδι, σ’ αυτό που τρελαίνομαι να χάνομαι γιατί μόνο εκεί ηρεμώ. Έσκυψα το κεφάλι μου και γέλασα. Εκτιμώ αυτές τις στιγμές, που έστω και για ένα δευτερόλεπτο νιώθουμε το ίδιο. Οι στιγμές που ταυτιζόμαστε είναι μετρημένες στα δάχτυλα για μας.
Έβαλα στοίχημα να δω αν θα με άφηνε έτσι απλά να φύγω με κάποιον άλλον. Ο Νίκος πήγε να φέρει το αμάξι κι εγώ περίμενα απέξω. Ήξερα πάντα να τον διαβάζω, δεν μπορούσε να με αφήσει. Αν όχι να με αφήσει να φύγω μ’ άλλον, να με αφήσει να νικήσω. Έπρεπε να με πληγώσει, να βγει από πάνω.
«Γιατί φαγώθηκες να με δεις» ακούω από πίσω μου, «ας ερχόσουν να μάθαινες, άργησες, φεύγω, δε σε ξέρω πλέον» του αποκρίνομαι. Ξανά το ίδιο πράγμα που του είχα πει ένα χρόνο πριν. Τι ειρωνεία, ακριβώς τη στιγμή που το ξεστομίζω αναρωτιέμαι για πόσο θα το τηρήσω αυτή τη φορά. Ο Νίκος ήρθε, έφυγα πράγματι σωματικά. Μετά από μια ώρα του έστειλα μήνυμα να βρεθούμε. Το παιχνίδι ανατράπηκε και η νίκη έγινε δικιά του, γι’ αυτό κι απάντηση δεν έλαβα.
Τρεις μέρες μετά ήμουν στο λεωφορείο για να διασχίσω ολόκληρη την Ελλάδα και να φτάσω εκεί που σπουδάζω, όταν μου έστειλε μήνυμα να περάσει να με πάρει το βράδυ. «Αυτός» ή «εκείνος» δεν το ήξερε βέβαια ότι έφυγα, το ήξερε όμως η ειρωνεία που μας ενώνει. Και πάλι είχα φύγει σωματικά, αλλά το μυαλό και η καρδιά μου έχουν την τάση να μην ακολουθούν.