Ανέκαθεν βασανιζόμασταν με τους έρωτες. Λίγους ανθρώπους έχω γνωρίσει που να μην ασχολούνται μ’ αυτούς. Και φυσικά δε μιλώ γι’ αυτούς που ζηλεύω κρυφά περισσότερο απ’ όλους, αυτούς που έχουν βρει την καθαρή αγάπη, αυτήν που ήταν πάντοτε εκεί γι’ αυτούς.
Αυτήν την αγάπη που νιώθεις όταν ένα άτομο σε γεμίζει με τρόπο που απ’ τη μία δεν μπορείς καν να περιγράψεις κι απ’ την άλλη, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί η απλότητά της. Το μαζί ή το χώρια σε τέτοιες αγάπες λίγη σημασία έχει, όταν κάτι σου λέει πως έχεις βρει τον άνθρωπό σου, όταν πιστεύεις βαθιά μέσα σου ότι είναι γραφτό σας και θα ξαναβρεθείτε στο μέλλον. Μια τέτοια αγάπη είναι το αντίδοτό μας απέναντι στο μεγαλύτερο φόβο ολόκληρης της ύπαρξής μας: το φόβο του να καταλήξουμε μόνοι.
Μια τέτοια αγάπη κρύβει μέσα της φοβερή δύναμη. Στο μυαλό μου, αγγίζει λίγο την έννοια που ήθελε να δώσει και ο George Lucas, δημιουργός των Star Wars, σχετικά με το τι κρύβεται πίσω από τη λέξη «The Force». Κάτι το οποίο σε εξουσιάζει και πρέπει να αφεθείς σ’ αυτό, ώστε να ανακαλύψεις τα θετικά που μπορεί να σου προσφέρει. Αλλά όπως και «η Δύναμη» έτσι και αγάπη έχει και τα αρνητικά της, που φυσικά πάνε πακέτο με τα θετικά.
Σκεπτόμενη όλα αυτά και έχοντας δει όλες αυτές τις ταινίες, έχοντας ακούσει όλα αυτά τα τραγούδια, που εύλογα έχουν δημιουργήσει μέσα στο μυαλό μας αυτές τις προσδοκίες, καταλήγουμε πως όλοι μας θέλουμε μία τέτοια αγάπη στη ζωή μας. Και τη θέλουμε τώρα. Κι όσο δεν έρχεται τόσο ανησυχούμε ότι δε θα έρθει ποτέ. Κι εκεί μας πιάνει η απόγνωση και ο φόβος πως θα καταλήξουμε μόνοι και ότι κανείς δε θα νοιάζεται για μας, παρ’ όλο που φυσικά κάτι τέτοιο δεν είναι πραγματικότητα. Κι εκεί χρειαζόμαστε κάποιον να μας θυμίσει να πάρουμε μια μεγάλη, βαθιά ανάσα.
Και συνήθως ανησυχούμε ότι δε θα έρθει ποτέ, γιατί ακριβώς είμαστε πολύ απογοητευμένοι από κάτι που πολύ θα θέλαμε να γίνει η αγάπη της ζωής μας, αλλά το πλοίο τελικά κάπως βούλιαξε στα μισά. Και πάλι δηλαδή, γυρνάμε στην απογοήτευση και στις προσδοκίες.
Ξαπλώνουμε το βράδυ στο κρεβάτι και κοιτάμε δίπλα μας την άδεια παγωμένη μεριά, σκεπτόμενοι πως δε μας αξίζει να είμαστε μόνοι και, ακόμα χειρότερα, ότι έχουμε βαρεθεί να κοιμόμαστε μόνοι. Εκεί είναι όλη η αληθινή απελπισία. Στο κρεβάτι, στα σεντόνια και στα μαξιλάρια. Δεν είναι αστείο πώς αυτό το μέρος συνδέεται με όλα μας τα αισθήματα; Εκεί είναι όλες μας οι στιγμές, όλα μας τα ένστικτα, οι φοβίες, τα δάκρυα, τα χαμόγελα, οι αναστεναγμοί.
Πολλές φορές σκέφτομαι πως αυτός ο πανικός πιάνει κυρίως τους ανθρώπους που είναι επιλεκτικοί, κλειστοί ή δε συμβιβάζονται με κάτι που νιώθουν ότι δεν είναι γι’ αυτούς και κατ’ επέκταση δεν μπορούν να βρουν τόσο εύκολα κάποιον. Ή αυτούς που είναι «δύσκολοι» λόγω χαρακτήρα και κανείς δε στεριώνει μαζί τους. Αλλά τελικά, ίσως άλλοι είναι αυτοί που έχουν το φόβο της μοναξιάς σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό.
Αυτοί που πηδάνε από τη μία σχέση στην άλλη, γιατί δεν αντέχουν να μένουν μόνοι. Όχι γιατί φοβούνται τη μοναξιά, αλλά γιατί φοβούνται τον εαυτό τους. Αυτοί έχουν περισσότερο ανάγκη την παρέα. Δεν τους νοιάζει αν θα είναι κάτι που τους κατακλύζει, αρκεί να είναι κάτι για να ασχοληθούν και να έχουν αφορμή να κλαίνε και να γελάνε και να βάζουν μ’ αυτό τον τρόπο λίγο αλάτι στη ζωή τους.
Το θέμα έχει πάντα δύο όψεις, ανάλογα με την οπτική του καθενός: Υπάρχουν αυτοί που σε ένα άτομο βλέπουν μια ευκαιρία, ακόμα κι αν δεν τους ελκύει, κι είναι κι αυτοί που προτιμούν να μην αναλωθούν, αν δεν τους ελκύει.
Και στις δύο περιπτώσεις ο φόβος της μοναξιάς παραμένει, καμουφλάρεται, παραμονεύει, κλεφτοφυλάει μέχρι να βρει τη κατάλληλη στιγμή να χτυπήσει. Και θα είναι πάντα μα πάντα τη χειρότερη στιγμή, εκείνη που νιώθουμε πιο ευάλωτοι σε όλους τους τομείς. Διαφορετικά δε θα έβρισκε στόχο.
Λοιπόν, η πρώτη κατηγορία ανθρώπων αντιμετωπίζει το φόβο της μοναξιάς με το να βρίσκεται συνεχώς με κάποιον για να περιορίσει τις ευάλωτες στιγμές και κατ’ επέκταση κι αυτές στις οποίες θα επιτεθεί ο φόβος. Κουκουλώνουν δηλαδή την ίδια την πιθανότητα.
Κι η δεύτερη κατηγορία αντιμετωπίζει το φόβο της μ’ έναν εντελώς παράδοξο εκ πρώτης όψεως τρόπο: οι άνθρωποι αυτοί έχουν μάθει να ζουν με τον εαυτό τους και προσπαθούν να μην ξεπέφτουν στα δικά τους τα μάτια, σε τίποτα που δεν τους αρμόζει. Έτσι έχουν μάθει ν’ αποδέχονται και τα αρνητικά της ζωής τους και όπως ακριβώς έχουν χάσει όσα έχουν τυχόν αγαπήσει, ποντάρουν στο ότι αν αγαπήσουν με τον ίδιο τρόπο και τη μοναξιά τους, κάποια μέρα θα χαθεί κι εκείνη.
Eπιμέλεια Κειμένου Σοφίας Γαρμπή: Σοφία Καλπαζίδου