«Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται» λένε. Τι κι αν είναι Δευτέρα, τι κι αν είναι Παρασκευή, η κάθε μέρα μας πρέπει ν’ αρχίζει θετικά κι ευχάριστα. Δε θέλουμε με το που ξυπνάμε πρωί-πρωί (ή έστω μεσημέρι) ν’ αντικρίζουμε ανθρώπους μουντρούχους και συννεφιασμένους. Δηλαδή τι μπορεί να σου ‘τυχε ρε φίλε σήμερα, και γενικά κάθε σήμερα, για να ‘χεις αυτήν τη διάθεση; Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων όπου όντως κάτι σοβαρό και δυσάρεστο έχει συμβεί, η κακοκεφιά δε μας αρέσει.
Οι γρήγοροι ρυθμοί να φταίνε άραγε; Ότι όλοι προχωράμε στο δρόμο φορώντας ακουστικά κι ακούγοντας μουσική; Δεν ξέρω τι φταίει, πάντως το αποτέλεσμα δεν αλλάζει, παραμένει ίδιο. Η ευγένεια έχει χαθεί κι έχει πάρει μαζί της και την καλημέρα, από τούτον εδώ τον κόσμο.
Ξυπνάω ένα μεσημέρι μετά από ξενύχτι και συνειδητοποιώ ότι έχω ξεμείνει από καφέ, οπότε και κατεβαίνω στο ακριβώς από κάτω μίνι μάρκετ κι ασυναίσθητα λέω «καλημέρα». Η απάντηση από τη μοναδική υπάλληλο ήταν «τι καλημέρα κούκλα μου, έχει μεσημεριάσει». Ξαναπάω ένα άλλο μεσημέρι, έχοντας πάλι μόλις ξυπνήσει και στη θέση της αυτήν τη φορά βρισκόταν μια άλλη υπάλληλος, χαμογελαστή όσο δεν πάει. «Καλημέρα», πάλι μου ξεφεύγει και προσπαθώ την ίδια στιγμή να το μαζέψω, συμμεριζόμενη την -ο Θεός να την κάνει- γκάφα μου. Η χαμογελαστή, αυτήν τη φορά, υπάλληλος γυρνάει και μου λέει «καλημέρα θα μου λες, ακόμα κι αν έξω έχει βραδιάσει, δεν έχω εγώ αυτό το δικαίωμά να σου στερήσω την καλημέρα σου, πρέπει τόσο να την πεις όσο και να την ακούσεις».
Από ‘κείνη την ημέρα κατάλαβα πως τα πάντα γύρω μας είναι θέμα οπτικής, ακόμα κι όταν πρόκειται για μικρά πραγματάκια, όπως η καλημέρα. Πες την κι ας πέσει κάτω. Μια καλημέρα είναι. Από μεριάς σου δεν κάνεις κάτι κακό. Άσε τους άλλους να ντρέπονται για λογαριασμό τους αν δε στην πουν αυτοί ή δεν απαντήσουν.
Και μη νομίζεις πως η νέα γενιά έχει το πρόβλημα, όπως έχουμε συνηθίσει όλοι ν’ ακούμε. Στη συνηθέστερη των περιπτώσεων μιλάμε γι’ ανθρώπους που πλέον είναι παγιδευμένοι σε μια ζωή που δεν τους αρέσει. Από ‘κει πηγάζουν όλα. Είναι ανελεύθεροι και δε χαίρονται για τίποτα. Έχουν ξεχάσει την χαρά του να ζεις.
Μια φράση κάποτε μου ‘χε κεντρίσει το ενδιαφέρον σε τέτοιο βαθμό, που λίγα πράγματα το κατορθώνουν κι από τότε προσπαθώ κι εγώ με τη σειρά μου να την αναπαράγω και να την περάσω σ’ όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους μπορώ να επηρεάσω θετικά: Η ζωή είναι 10% απ’ ό,τι πραγματικά μας συμβαίνει και 90% πώς αντιδρούμε σ’ αυτό.
Το πώς επιλέγουμε εμείς ν’ αντιδράσουμε καθορίζει τη στάση μας στην καθημερινότητα. Όση αγένεια κι αν έχουμε δεχτεί και συνεχίζουμε να δεχόμαστε ακόμα, οφείλουμε ν’ αρνηθούμε να γίνουμε κι εμείς αγενείς, να ξεχάσουμε τους τρόπους μας και να μη λέμε καλημέρα. Δε νομίζω ότι έχει να κάνει με τη ζωή στο χωριό ή τη μεγαλούπολη. Ίσως ξεκινάει από ‘κει, μα όλα θέμα επιλογών είναι, στην τελική. Θέμα ανθρώπων και συμβίωσής τους είναι, όχι θέμα μεταξύ επαρχιώτη κι αστού. Ναι, ίσως στα χωριά σ’ αναγκάζει η μικρή κοινωνία να τηρείς τους τύπους κι όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά και στην πόλη υπάρχει πάντοτε η προοπτική να σε μάθει κάποιος καινούργιος άνθρωπος. Γιατί να την καταδικάζεις εξαρχής;
Υπάρχουν πολλών ειδών άνθρωποι. Άλλοι χαμογελαστοί, άλλοι μίζεροι, άλλοι ντροπαλοί, άλλοι απλά απαθείς. Άλλοι χαιρετούν κι άλλοι όχι. Τι τους κοστίζει ακριβώς να πουν μια καλημέρα; Δε θα το καταλάβω ποτέ. Εγώ πάντως τη λέω. Κι άλλες φορές παίρνω απάντηση, άλλες πάλι απλά προσπερνώ. Αλλά τη λέω καθημερινά. Μια, δυο, είκοσι, πενήντα φορές. Ώσπου τελικά, την παίρνω χωρίς να την πω καν εγώ πρώτη. Δεν ξέρω αν το κάνουν επειδή το θέλουν ή αν έγινε συνήθεια, αλλά απ’ τη στιγμή που το κάνουν, εμένα αυτομάτως μέσα μου κάτι χαμογελάει.
Φαντάσου αυτό να συνέβαινε οπουδήποτε κι αν πήγαινες. Μόνο χαμόγελα και καλημέρες απ’ όλους. Καλοσύνη κι ευγένεια. Και πάνω απ’ όλα, την ώρα που το χρειάζεσαι περισσότερο. Στην αρχή της ημέρας. Βγες αύριο το πρωί και, σαν σε φρενίτιδα, φώναξε σ’ όποιον συναντήσεις μια τεράστια χαμογελαστή ως τ’ αυτιά «καλημέρα». Το λιγότερο θα χαμογελάσουν, στο εγγυώμαι.
Επιμέλεια Κειμένου Σοφίας Γαρμπή: Ιωάννα Κακούρη