Όσο κι αν δε θέλουμε να κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που αυτό συμβαίνει αυτομάτως, κι όπως καταλαβαίνετε, σήμερα θα ζήσουμε μία από αυτές. 

Τουτέστιν, υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπων: οι χρωματιστοί και λαμπεροί, τύπου η χαρά της ζωής και οι πιο νταρκ και μυστήριοι, οι πιστοί φίλοι του μαύρου, εσαεί.

Προσωπικά, βρίσκομαι στη δεύτερη κατηγορία και το βροντοφωνάζω με περηφάνια χρόνια τώρα. Ξέρετε γιατί; Γιατί το μαύρο γαμεί. Γιατί είναι μακράν το πιο ωραίο χρώμα που έχει υπάρξει ποτέ. Γιατί once you go black, you never go back. Κι αυτό είναι μεγάλη αλήθεια.

Για να μιλήσουμε ανθρώπινα, βέβαια, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι επιχειρήματα του τύπου «το μαύρο και το άσπρο δεν είναι χρώματα» δε στέκουν. Δηλαδή μου λες ότι είναι χρώμα το σκατί, το μπορντοροδοκόκκινο και το μουσταρδί, αλλά δε δεχόμαστε για άγνωστους λόγους το μαύρο στη λίστα των χρωμάτων. Ε, απαράδεκτο.

Προσπερνώ και συνεχίζω.

Εύλογα δημιουργείται η απορία στο κεφάλι κάποιου αθώου κι άμαθου ανθρώπου, τι σκατά έχει αυτό το μαύρο και έχουν φάει τόσοι και τόσοι τέτοιο σκάλωμα μαζί του, με τους περισσότερους να μην το απαρνούνται εις τους αιώνες των αιώνων. 

Την προσοχή σας, λοιπόν.

Για αρχή, μεγάλες προσωπικότητες, καθώς και επικοί χαρακτήρες, έχουν πάθει έρωτα με το μαύρο μέσα στα χρόνια. Θες τη Σανέλ; Θες την Άννα Γουίντουρ; Θες την οικογένεια Άνταμς; Θες τον Λάζαρο και την ατακάρα του ωραίου και φωτεινού μαύρου για τοίχο; Ξέρουν οι άνθρωποι, τι άλλο να πω εγώ;

Πέραν αυτών, όμως, ομολογουμένως οι μαυροφορεμένοι έχουν έναν άλλον αέρα, διότι το συγκεκριμένο χρώμα δίνει ένα τεράστιο boost στη σεξουαλικότητα που εμπνέει το άτομο που το φοράει, στην γοητεία που κουβαλάει, στο μυστήριο που θα σε ιντριγκάρει και στην ανασφάλεια που θα σου προκαλέσει.

Με τον μαυροφορεμένο δεν ξέρεις που πας και που βαδίζεις. Σου βγάζει ότι τον διακατέχει μια ψυχραιμία που εσύ δε θα μπορέσεις να καταλάβεις ποτέ, χρωματιστέ μου άνθρωπε. Κάτι flat, γιατί δεν υπάρχει τίποτα έντονο, είναι σκιά, είναι τύπος μεταμφίεσης, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο όταν μπλέξεις μαζί του.

Αντιθέτως, αυτοί που ντύνονται στα μαύρα νιώθουν μια απόλυτη ασφάλεια με αυτό το χρώμα. Δεν προκαλούν, δε θέλουν να δηλώσουν τη διάθεσή τους μέσω ενδυμασίας, δε θέλουν να δώσουν τίποτα έτοιμο, θέλουν να το ψάξεις μόνος σου και να το πάρεις. 

Και το γαμάτο με τους συγκεκριμένους είναι η αυτοπεποίθηση που εμπνέουν, μόνο και μόνο από το γεγονός πως δηλώνουν με τη συγκεκριμένη επιλογή ότι δε χρειάζονται κάποιο χρώμα για να φωτίσει τη ζωή τους. Χέστηκαν κιόλας, λάμπουν από μόνοι τους.

Έπειτα, και στιλιστικά να το πάρεις, το μαύρο πάντα θα νικάει τα υπόλοιπα χρώματα. Είναι σικάτο, παιδί μου, το μαύρο. Είναι διαχρονικό κι αθάνατο, είναι σοφιστικέ κι αρτίστικ, είναι -επαναλαμβάνω- σέξι και γοητευτικό.

Συν ότι ντυμένος στα μαύρα, θέλοντας και μη, δεν μπορείς να κάνεις κακή εντύπωση. Και, επίσης, αδυνατίζει. Και ταιριάζει με όλα τα υπόλοιπα μαύρα που έχεις αγοράσει, όπως και με τα υπόλοιπα χρώματα, αν σου λάχει και θελήσεις κάποια μέρα να κάνεις την πουτανιά να πετάξεις λίγο χρωματάκι πάνω σου.

Προσωπικά, έχω την εικόνα στο μυαλό μου να ρωτάω τη μητέρα μου και τη μεγαλύτερή μου ξαδέλφη, ούσα ένα μικρό και ανόητο παιδί, γιατί όλο φοράνε μαύρα.

Μετά μεγάλωσα και κατάλαβα.

Όπως και να το κάνουμε, όμως, το να επιλέξεις το μαύρο δεν είναι εύκολη υπόθεση, κι όσοι έχουν όντως κάνει αυτήν την επιλογή μπορούν να καταλάβουν τι θέλω να πω. 

Ξέρεις τι υπομονή θέλει για να βρεις το ρούχο που ψάχνεις μέσα στην απόλυτη μαύρη τρύπα που βρίσκεται εντός ντουλάπας και συρταριών; Ξέρεις τι προσόντα πρέπει να αναπτύξεις για να ξεχωρίσεις το ρούχο απλά απ’ την υφή και την κάλτσα απ’ το βρακί; Ή πόσο άβολα νιώθεις όταν βάλεις χρώμα πάνω σου; Εξάλλου, το χρώμα με τυφλώνει να το βλέπω, με τι ψυχολογία να το ανεχτώ πάνω μου; Και ξέρεις τι ψυχραιμία χρειάζεται για να μη βαρέσεις τους ηλίθιους ανθρώπους που πετάνε wannabe αστεία τύπου «πάλι σε κηδεία πας»;

Ιδού! Το μαύρο σε κάνει και καλύτερο άνθρωπο. Αλλά ότι στο ανταποδίδει, το κάνει και με το παραπάνω.

Και τέλος, οι μαυροφορεμένοι τις περισσότερες φορές έχουν μια κοινή γραμμή που τους ενώνει, είτε αυτό είναι η αδιαφορία προς την επίκληση της προσοχής, είτε στη νταρκίλα και την γκοθιά που τους εμπνέει το συγκεκριμένο χρώμα. Μην πιάσω και το θέμα μουσικής, που εκεί ειδικά να είχαμε να λέγαμε. Ροκάδες και μεταλάδες ταυτίζονται στο φουλ και δείχνουν ακόμα και με το ρούχο τους ξεκάθαρα τη φάση τους (που επίσης γαμάει).

Εν τέλει, οι μαυροφορεμένοι είναι θεσπέσιοι.

Κι αν δε σας έπεισε ούτε η Σανέλ, ούτε η Μορτίσια, έχω εγώ έναν άσσο που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί.

Το θαύμα των δερμάτινων μαύρων jackets, άνθρωποι! Τι άλλο πια;

 

Συντάκτης: Δάφνη Παπαϊωάννου