Λοιπόν. Πρέπει να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά, διότι το κακό έχει παραγίνει κι εμένα τα νεύρα μου δεν είναι και στα καλύτερά τους – από γεννησιμιού, οπότε δεν μπορώ όταν πιέζομαι, καταλαβαίνετε. Οπότε θα μοιραστώ μαζί σας μια από τις θεωρίες που έχω αναπτύξει κατά καιρούς στο κεφάλι μου και πιστεύω απεριόριστα ότι έχει τρελή βάση και βγάζει πολύ νόημα.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων σε αυτή τη γη: οι ξενέρωτοι κι οι γαμάτοι, όπως τους έχω βαφτίστει εγώ.
Οι ξενέρωτοι άνθρωποι είναι οι ήρεμοι άνθρωποι, σε ό,τι κάνουν στη ζωή τους. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά μοντέλα, μπορείς να τους βρεις σε πολλούς και διαφορετικούς τύπους. Είναι είτε εκείνοι που σε όλα βάζουν μέτρο, είτε εκείνοι που χιπίζουν, είτε εκείνοι που κρύβουν κανέναν βίγκαν βαθιά μέσα τους, είτε εκείνοι που είναι ντροπαλοί και στο σχολείο τους έβρισκες να αράζουν χαμένοι στη γωνιά τους. Μπορεί να τους βρεις κι ως εκείνους που πάντα είναι τυπικοί και γλυκουλένιοι, όμως ποτέ, μα ποτέ δε μαλακίζονται, έτσι για το fun της κατάστασης. Θέλουν τα πάντα σε μια σειρά, με τα πρέπει τους και από χιούμορ δε σκαμπάζουν μια.
Πολλοί τύποι, ένας κοινός παρονομαστής που τους εννώνει: ότι όλο ντρέπονται και τους πιάνει μια μόνιμη αμηχανία για το τι θα πει ο κόσμος. Θέλουν να είναι χαμηλών τόνων και να μη δίνουν δικαιώματα. Δεν εκφράζονται ιδιαίτερα, κι αν εκφράζονται, το κάνουν με απόλυτη ψυχραιμία, σιγά, χαμηλά κι αθόρυβα.
Από την άλλη, υπάρχουν κι οι γαμάτοι. Οι γαμάτοι είναι εκείνοι που δε νοιάζονται για τίποτα, είναι πλήρως σταρχιδιστές, και ό,τι θέλουν να πουν θα το πουν, φτύνοντάς το στη μάπα σου, κι ας παρεξηγηθείς, χέστηκαν κιόλας.
Είναι αυτοί που τσιρίζουν τη σκληρή αλήθεια και την άποψή τους, που τους διακατέχει μια διαολεμένη τρέλα, που εκφράζονται δυνατά και χωρίς σταματημό. Για την ακρίβεια, είναι αυτοί που όταν γελάνε, δε γελάνε απλά, αλλά βάζουν όλη τους τη δύναμη κι όλη τη ψυχή τους. Που δε φωνάζουν, απλά μιλάνε δυνατά. Είναι αυτοί που όταν διαφωνείς μαζί τους, ουρλιάζουν.
Εγώ γελάω τόσο δυνατά, που μπορεί να με ακούσεις από ένα τετράγωνο μακριά και να σκεφτείς με τη μία «Α, μαλάκα, η Βαλεντίνη πρέπει να είναι εκεί!»
Θα με δεις πάντα όταν ακούω ράδιο στο λεωφορείο να κουνάω το στόμα μου σε mute στους στίχους που ακούω, τόσο πορωμένη από τη δυνατή μουσική, που μπορεί να μου ξεφύγουν νότες με ήχο.
Όταν μιλάω, μιλάω δυνατά, δύσκολο να μην ακούσεις τι λέω. Και γιατί έτσι μου βγαίνει, αλλά και γιατί έχω δυνατή φωνή, πώς να το κάνουμε τώρα;
Διαφωνώ και φωνάζω. Δεν το κάνω για να στην πω, επειδή δε βρίσκω καλύτερο τρόπο, ούτε επειδή θέλω να σου επιβληθώ, ούτε επειδή έχω νεύρα και με πνίγει το δίκιο. Απλά μιλάω δυνατά και γουστάρω, ρε φίλε! Παθιάζομαι πάνω στη συζήτηση, πορώνομαι και σόρρυ κιόλας!
Και όποιον ενοχλώ, ας πάρει τον κώλο του κι ας σηκωθεί να φύγει, γιατί εγώ το volume το θέλω τέρμα. Και δε θα περιοριστώ από κανένα ξενέρωτο, που ακόμα κι όταν πηδιέται ντρέπεται να βγάλει ήχο. Ούτε από τον κόσμο που υπάρχει γύρω μου, ούτε θα σκεφτώ ότι επειδή γέλασα δυνατά και με άκουσαν από την άλλη άκρη, κάτι έγινε και ξεφτιλίστηκα.
Δηλαδή, ερωτώ. Πόσο μαλάκας, άκαρδος και μίζερος άνθρωπος μπορεί να είσαι για να σε ενοχλήσει το γέλιο ενός άλλου ανθρώπου, έχεις αναρωτηθεί ποτέ;
Και δεν είναι μόνο με το γέλιο, είναι κι ο θαυμασμός, είναι η έκληξη, είναι η φρίκη, είναι τα νεύρα, που για να βγουν σωστά, το mute δεν είναι για κανένα λόγο η λύση. Θες να το βγάλεις από το σύστημά σου με ένταση και πολύ καλά κάνεις!
Όχι, θα ντραπείς τους μαλάκες που θα παρεξηγήσουν έναν τέτοιο τύπου ήχο. Αυτά είναι παπαριές.
Οι τόνοι δεν είναι για να θάβονται. Είναι για να ανεβαίνουν.