Δεν κρατούν όλοι οι άνθρωποι το σαβουαρ-βιβρ παραμάσχαλα, αλλά κάποιοι μεγάλοι εγκέφαλοι με τα χρόνια, μας έχουν πείσει πως μερικές πράξεις είναι ανεπίτρεπτες να συμβούν μεταξύ ανθρώπων.
Μπορείς να χασμουρηθείς δημοσίως.
Μπορείς να βήξεις.
Δεν μπορείς όμως, να ρευτείς και σίγουρα, απαγορεύεται να κλάσεις.
Δη, τα δύο τελευταία μη διανοηθείς να τα αφήσεις αδέσποτα μπροστά στη σχέση σου, όσο κι αν νομίζεις ότι δε θα υπάρξει πρόβλημα.
Λένε ότι είναι αηδιαστικό, ότι είναι αγενές και όμοιο με το σκάλισμα της μύτης ή του αυτιού, που προκαλούν σε εκτάσεις υδρογείου μια τάση προς έμετο.
Οι απόψεις, βέβαια, διίστανται.
Άλλοι, πιστεύουν πως όντως τέτοιες καταστάσεις παραείναι κομφόρ και πως θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη σχέση, τον έρωτα and so on.
Σιχαίνονται ανελέητα και προτιμούν ή να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα για τέτοιου είδους ανάγκες –όπου έχει υπογραφεί κάποιο απόρρητο μεταξύ τους– ή να το υπομείνουν, προκειμένου να μη χαθεί ο ρομαντισμός της σχέσης και να μη προκληθούν αρνητικά και αηδιασμένα συναισθήματα.
Άλλοι πάλι, δε θα κάτσουν να σκάσουν, κυριολεκτικά.
Θα την αφήσουν άμα χρειαστεί και αν φάνε και φουσκώσουν, θα το ρίξουν το ρεψίδι, έτσι, για να νιώσουν καλύτερα.
Κυρίως όμως, το ξεφύσημα του πισινού θα γίνει ηχηρά και το ρέψιμο θα ειπωθεί έξω απ’ τα δόντια, χωρίς να ιδρώνει το αυτάκι τους για ευγένειες και άλλα τέτοια ρηχά στερεότυπα.
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το καλό το ρέψιμο θέλει ταλέντο, χάρη και φινέτσα, καθώς και ότι τρέχουν διαγωνισμοί που το αφορούν και είναι ένα extra skill, άμα μπορείς να πεις την άλφα- βήτα ενώ ρεύεσαι.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που θα το κάνουν χαμηλά και σιωπηρά.
Θα την αφήσουν την κλανιά, αλλά θα την καλύψουν με ένα βηχαλάκι, ή θα βγει στο μάταιο τούτο κόσμο αλλά στο mute.
Την ίδια τακτική ακολουθούν και με το ρέψιμο.
Μετά από εκτενή έρευνα σε γνωστούς και φίλους, όμως, θα πω με αρκετή σιγουριά πως οι περισσότεροι είναι της άποψης «Κάν’ το, αρκεί να μη βρωμάει!».
Συγκεκριμένα, δε με νοιάζει αν ο άλλος θα ρευτεί ή αν κλάσει και το ακούσω, διότι συμβαίνει και το πιο πιθανό είναι να γελάσουμε με το σίχαμα που ζούμε.
Όμως, αν μυρίσω το πιτογύρι που τσάκισες το μεσημέρι, το κουνουπίδι που σου μαγείρεψε εψές αργά το βράδυ η μάνα σου και την μπύρα που ήπιες με τα φιλαράκια σου, φρόντισε να έχεις έναν κουβά πρόχειρο να χρησιμοποιήσω και μετά τρέχα.
Αντίστοιχα, αν ρίξεις μια πορδή-φωτιά που μπορεί να θεωρηθεί τοξικό αέριο και περιμένεις να μη σε διαολοστείλω και να σου ξαναμιλήσω την επομένη, πλανάσαι, βρωμερέ και σιχαμένε άνθρωπε!
Αυτή είναι η ιστορία, λοιπόν, της παρεξηγημένης κλανιάς και του δύσμοιρου ρεψίματος.
Κατά προτίμηση και μιλώντας για αρκετά στόματα, πρέπει και οι δύο φυσικές αυτές ανάγκες, να λειτουργούν σαν τους νίντζα: όταν έρθουν, να μη τους μυρίζεις και να μη τους ακούς.
Αν πάλι τους ακούσεις, δεν τρέχει και κάτι, μη ντραπείς, θα το φας το κορόιδεμα αλλά that’s it.
Αν απ’ την άλλη φτάσει η χάρη τους στη μύτη μου, θα φύγω, αλλά κάποια στιγμή να ξέρεις, θα σε εκδικηθώ.
Poot!