Ημέρα Τετάρτη και εμείς τα λέμε κλασσικά εδώ, στο pillowfights.gr, το οποίο έβγαλε δοντάκια. Χρόνια πολλά ρε μούργο!
Λόγω εορταστικών events, περνάμε την βδομάδα ονόματι #confessionweek και πρέπει και εγώ, όπως όλοι, να μοιραστούμε μια δική μας, προσωπική ιστορία μαζί σας.
Όσοι με διαβάζετε ήδη, τη φάρα μου την ξέρετε, αλλά σήμερα λέω να σας εκπλήξω και να είναι από τις λίγες φορές που θα μοιραστώ μαζί μας κάτι βαθιά ερωτικό. Έτσι, για το γαμώτο.
Είμαι της άποψης ότι όταν γνωρίζεις ένα άτομο, απευθείας, αλλά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, σκάει μια φλασιά στο κεφάλι σου, που για εκείνον τον τόσο γελοία λίγο χρόνο, ξέρεις ότι θα καταλήξετε μαζί.
Είναι σαν ένα μικρής διάρκειας deja vu, που έρχεται και φεύγει.
Τα μάτια μιλάνε πάντα πιο ξεκάθαρα άλλωστε. Ένα βλέμμα υπόθεση είσαι για να πέσεις στο πάτωμα και να ξερνάς πεταλούδες.
Το ξέρεις. Απλά μετά το ξεχνάς.
Τα μάτια είναι αυτά που τρώνε το πρώτο σκάλωμα, όχι το μυαλό. Κοιτάνε για λίγη παραπάνω ώρα απ’ το κανονικό τον άλλον, τον παρατηρούν, τον αγναντεύουν, αλλά το μυαλό το καθυστερημένο δεν παίρνει πρέφα τίποτα και τα μάτια μετά, ξανά επανέρχονται στην πραγματικότητα.
Έτσι έπαθα και ‘γω. Σε κοίταξα και σκάλωσα.
Και αυτή είναι η δική μου ιστορία.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που σε έβλεπα, αλλά ήταν αρκετά νωρίς ώστε η φλασιά να σκάσει και στο δικό μου κεφάλι.
Αλλά την ξέχασα. Τώρα, όμως, κάθε φορά που κοιτάω τα μάτια σου, την ξαναθυμάμαι.
Ξεκινήσαμε ως φίλοι και είχαμε τρελό χαβαλέ. Γάμα όλα τα άλλα, ξέρεις τι είναι να βρεις κάποιον που σε κάνει να πεθαίνεις απ’ το γέλιο;
Και καλά τα λέγαμε, και τα δυό μας αράζαμε και το καίγαμε στις συζητήσεις μέχρι να ξημερώσει τέρμα και να πάμε να ξεραθούμε σπίτια μας, σαν άνθρωποι, στον ύπνο.
Και έτσι σκατά που τα κατάφερες ρε τσογλάνι, κάθε μέρα που περνούσε και δε βρισκόμασταν, δεν είχε απολύτως κανένα ενδιαφέρον για ‘μένα.
Και άρχισα να σε θέλω κάθε μέρα, και κυρίως, να θέλω να με θες και εσύ.
Και αράζαμε όπως άλλοι φίλοι δεν άραξαν ποτέ. Και άρχισα να υποψιάζομαι και να λιώνω το κεφάλι μου στις σκέψεις, αλλά όχι, δεν έπαιζε τέτοια φάση.
Αλλά επειδή βλάκας είμαι και εγώ, αποφάσισα να σου την πέσω. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλά και μόνο για να τεστάρω αντιδράσεις. Και από αντιδράσεις πήρα ό,τι χρειαζόμουν.
Μέχρι που αποφάσισες εσύ να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου και να τα πούμε στα ίσα, δεν ήμασταν άλλωστε πεντάχρονα να παίζουμε. Προκάλεσα και ‘γω (μη χέσω) πόσο ακόμα χρόνο να χάναμε;
Και μια Παρασκευή, αφού πέρασε μια βδομάδα που αργοπέθαινα επειδή δε σε έβλεπα, βγήκαμε, σουρώσαμε, τα είπαμε, τα ξαναείπαμε –γιατί τα βράδια για αυτό υπάρχουν– και βρέθηκες να με φιλάς.
Εκείνη τη μέρα, φίλοι μου, έζησα αυτό που τόσοι γράφουν εδώ μέσα και για καιρό δεν καταλάβαινα.
Τον έρωτα, την καύλα και τον ηλεκτρισμό.
Είναι ο ηλεκτρισμός που με τρόμαξε και με άγχωσε τόσο, όταν με φίλησες, που με έκανε φλώρο και με ανάγκασε να σε σταματήσω για να αναπνέυσω λίγο. Γιατί ήταν ένα συναίσθημα too much για εμένα.
Είναι ο ηλεκτρισμός ο εγκεφαλικός, που μετά δημιουργεί μια καύλα σαρκική, σαν καμία άλλη.
Που κάνει το φιλί διαφορετικό από όλα τα άλλα, που ταιριάζει ακριβώς με το δικό μου. Κλισέ; Στ’ αρχίδια μου.
Που κάνει την ένταση τόσο μεγάλη, που δεν σκέφτεσαι λογικά, ούτε ερωτικά, ούτε τίποτα. Να ξεσκιστείς θες. Γιατί τότε μιλάμε για πάθος.
Που η χημεία είναι καθαρά δεδομένη.
Τίποτα γλυκανάλατο, τίποτα χλιαρό, τίποτα αργό και τίποτα μέτριο.
Γιατί πρώτα πάει η καύλα του εγκεφάλου.
Και τώρα, ο δικός μου εγκέφαλος υπάρχει για να τον καυλώνεις εσύ.