Υπάρχουν οι κοινοί θνητοί, υπάρχουν και οι γαμάτοι.
Εκείνοι που είναι πανέξυπνοι και ξεχωρίζουν από το μεγάλο κουβά σκατών, που τους έχουν χώσει, ονόματι κοινωνία. Που τους λυπάσαι καθημερινά, επειδή περιτριγυρίζονται μονίμως από ηλίθιους ανθρώπους, που μειώνουν το IQ των άλλων και μόνο που υπάρχουν δίπλα σου, όπως υποστηρίζουν.
Βέβαια, τζάμπα ο οίκτος σου, γιατί τους χρησιμοποιούν ως ψυχαγωγική εκπομπή, οπότε δε τρέχει κάτι.
Είναι αυτοί που θα σου την πουν, με κάθε πιθανή ευκαιρία και θα φτύσουν την χολή τους πάνω σου, χωρίς δεύτερη σκέψη και ντροπή.
Αγένεια, κακία και σαρκασμός, είναι παιχνίδια που έχουν τερματίσει και παίζουν στα δάχτυλα.
Δεν έχει σημασία αν θα κάνουν κάποιον να νιώσει άσχημα. Συγκεκριμένα, άμα γίνει και καμία φασαρία, είναι πάντα καλοδεχούμενη.
Το χειρότερο που μπορεί να προκύψει είναι να ξεκαρδιστούν.
Ο περίγυρός τους, συνήθως, προσπαθεί να φτάσει στο επίπεδό τους, να πετάξει μια σωστή ατάκα και να γίνει αρεστός. Αλλά, δεν τους αρέσει ποτέ κανένας, οπότε και αυτός ο κόπος, τζάμπα πάει.
Εννοείται, βέβαια, πως τα ξέρουν όλα, είναι ψαγμένοι και έχουν πάντα δίκαιο και όταν έχουν άδικο, δικαίως το έχουν.
Είναι αυτοί που αν το θέλουν, μπορούν να σε πείσουν πως δεν υπάρχεις.
Είναι αυτοί που ο κόσμος ονομάζει ιδιότροπους, με μια δόση κυκλοθυμίας και μια πρέζα αψιθυμίας.
Εγώ τους λέω μαλάκες.
Μια μολότοφ υπόθεση είναι όλοι, γιατί μας έχει βγάλει τη ψυχή αυτή η φάρα.
Επειδή τους πνίγουν τα κόμπλεξ τους, θα πρέπει να γεμίσει ψυχολογικά όλη η υπόλοιπη πλάση, δηλαδή; Και ακούς, πολλές φορές δικαιολογίες τύπου άμυνας οργανισμού και τα σιναφή.
Μπούρδες!
Δεν είναι άμυνες, ούτε υποσυνείδητες ψυχολογικές διαταραχές. Ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν και γιατί.
Και το να αμυνθούν, προϋποθέτει να μπορούν να πληγωθούν, σενάριο άτοπο. Μαύρα σκυλιά είναι, δεν περνάει τίποτα την πέτσα τους.
Με απλά λόγια, αυτοί οι άνθρωποι παρουσιάζουν κοινωνικές αναπηρίες.
Δεν ξέρουν πως να συμπεριφερθούν σε κάποιον άνθρωπο που θα τους δείξει ένα παραπάνω συναίσθημα απ’ όσο μπορούν να αντέξουν.
Δεν έχουν ιδέα πως να παρηγορήσουν κάποιον όταν κλαίει, για παράδειγμα.
Δε ακούνε σε καμία των περιπτώσεων των συνομιλητή τους, εκτός και αν τον εκτιμούν ή αν παίζει debate στο προσκήνιο. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, απλά τους γράφουν όλους και πιάνουν λέξεις στον αέρα, όπου ανάλογα με το περιεχόμενο, κρίνουν και συμπεραίνουν αν θα γνέψουν καταφατικά, παρηγορητικά, ή αρνητικά.
Στο φινάλε, όμως, αν μαζέψουν τη γλώσσα τους και δεν προσβάλλουν αβέρτα κόσμο, τίποτα από τα παραπάνω δε τους κάνει ανυπέρβλητα ενοχλητικές παρουσίες.
Το προβληματικό μέρος της όλης υπόθεσης, αφορά τον σεβασμό και τις ισορροπίες του.
Τουτέστιν, εγώ πρέπει να σεβαστώ την ιδιοτροπία κάποιου και να κάνω υπομονή μαζί του.
Αν με πληγώσει, να μην το πάρω στραβά.
Αν γίνουμε φίλοι, να βεβαιωθώ ότι το ξέρει στα σίγουρα και αυτός.
Αν τον χρειαστώ και με γράψει, να μην τον παρεξηγήσω, ούτε να θυμώσω.
Απλά και μόνο, γιατί έτσι είναι.
Πώς θα γίνει, όμως;
Επειδή αυτός είναι ο ιδιότροπος, θα καταπιεστεί όλη η ανθρωπότητα; Γιατί, αυτό θα έχει αποτέλεσμα να φτάσει ο άνθρωπος στα όρια του, να πάθει νευρικό κλονισμό και να πάει να του σπάσει τα μούτρα.
Πράγμα καθόλου ώριμο και πολύ φανταστικό, αλλά σίγουρη σκέψη ανεξαιρέτως, που πρέπει απλά να αγνοηθεί στην πορεία.
Εν τέλει, η ιστορία πάντα καταλήγει σε μια από τις τρεις επιλογές:
Α. Παράτα το.
Σηκώνεσαι και φεύγεις και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Β. Εξήγησέ του.
Αν θες, φιλαράκι, ανθρώπινες σχέσεις, θα πρέπει να συμβιβαστείς. Αν δε θες, λυπάμαι, αλλά είναι φύσει αδύνατο.
Δε θα σέβομαι μόνο εγώ τις περιέργιές σου, το δέχεσαι και κάνεις τουμπεκί, δεν είσαι εσύ και το εγώ σου, μόνο.
Γ. Το ανέχεσαι.
Απλά, συνεχίζεις σε αυτό το μοτίβο, μέχρι να σκάσεις μια μπουνιά στ’ αλήθεια, αυτή τη φορά.
Και χορηγείς μια δόση ψυχραιμίας και μια υπομονής, ενδοφλέβια.