Ο κάθε άνθρωπος έχει τις φοβίες του. Μου φαίνεται αδύνατο να πιστέψω πως υπάρχει έστω κι ένας εκεί έξω που δεν τον τρομάζει απολύτως τίποτα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Κι αν υπάρχει κάποιος που ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, τότε λέει ψέματα -για τους δικούς του λόγους. Μερικές απ’ αυτές τις φοβίες μπορούν να θεωρηθούν ιδιαίτερα σοβαρές, άλλες λιγότερο σπουδαίες και σε κάποιες περιπτώσεις ίσως ακόμα και λιγάκι χαζές -ανάλογα βέβαια με τη θέση που βρίσκεσαι κάθε φορά, εκείνου που το βιώνει ή ενός ανακουφισμένου παρατηρητή.
Μία απ’ τις φοβίες που αρκετοί ίσως χλευάσουν θεωρώντας την ανούσια, για κάποιους από μας είναι η χειρότερή μας. Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο ή παράξενο, όχι για εμάς τουλάχιστον. Δεν αναφέρομαι ούτε σε έντομα, ούτε σε ζώα γενικότερα, ούτε σε κλειστοφοβία, αλλά ούτε και σε υψοφοβία. Αναφέρομαι αποκλειστικά και μόνο στις βελόνες! Η φοβία μας για τις βελόνες είναι αυτή που μπορεί να βγάλει από μέσα μας τις πιο ακραίες αντιδράσεις. Είτε αυτές είναι πανικού είτε είναι απλά αστείες -για τους άλλους δηλαδή, σε καμία περίπτωση για μας που εκείνη τη στιγμή υποφέρουμε.
Από μωρά παιδιά, το μόνο που θυμόμαστε εκείνες τις τρομακτικές στιγμές που έπρεπε να πάμε να κάνουμε κάποιο εμβόλιο είναι η απόγνωση στα πρόσωπά μας. Όσο άρρωστοι κι αν το παίζαμε, όσο κι αν γκρινιάζαμε ή κάναμε νάζια, δεν το γλυτώναμε με τίποτα. Πηγαίναμε στον καημένο το γιατρό και τον βλέπαμε σαν τον πιο τρομακτικό πρωταγωνιστή θρίλερ. Μέχρι να καταφέρει να μας ηρεμήσει, του κάναμε τη ζωή κόλαση -μόνο γι’ αυτό άξιζε βαρέα κι ανθυγιεινά.
Αρνούμασταν να μείνουμε ακίνητοι, αρνούμασταν να σταματήσουμε όχι μόνο να κλαίμε, αλλά κυριολεκτικά να τσιρίζουμε και φυσικά αρνούμασταν να τον αφήσουμε να κάνει τη δουλειά του ή έστω να σκεφτούμε την πιθανότητα πως ίσως να μην ήταν όσο άσχημο το φανταζόμασταν όλο αυτό. Παραμέναμε κάθετοι κι ας μας έλεγαν όλοι πως ήταν μονάχα ένα μικρό τσιμπηματάκι που δε θα νιώθαμε καν.
Ψάχνανε τρόπους να μας τραβήξουν την προσοχή, μας υπόσχονταν επιβραβεύσεις αν το κάναμε. Επέμεναν να γυρίσουμε απ’ την άλλη, να μην κοιτάμε τη βελόνα, να δούμε πως θα τελείωνε πριν καν αρχίσει. Εμείς, όμως, επιλέγαμε να μην τους πιστέψουμε, πεισμώνοντας ακόμα περισσότερο, όσο κι αν εκείνοι προσπαθούσαν να μας καλοπιάσουν με γλειφιτζουράκια, διάφορα τσιρότα με σχέδια και με όλες εκείνες τις γκριμάτσες του καραγκιόζη, απλά για να μας κάνουν να ξεχαστούμε.
Η φοβία μας, όμως, αυτή δε σταματάει εκεί, στα παιδικά μας χρόνια. Ζει μέσα μας, ακόμα και τώρα, όσο κι αν έχουμε πλέον μεγαλώσει κι όσο κι αν συνεχίζουμε να μεγαλώνουμε! Γινόμαστε ολόκληρες γυναίκες και κοτζάμ μαντράχαλοι, μα συνεχίζουμε να παθαίνουμε κρίσεις πανικού κλείνοντας τα μάτια μπροστά σ’ ένα μικρό τσιμπηματάκι. Είμαστε σοβαροί, πειθαρχημένοι κι ατρόμητοι ενήλικες, ναι, αλλά όχι εκείνη τη στιγμή!
Το ακόμα πιο ειρωνικό είναι πως πολλοί από μας τρομοκρατούμαστε όταν πρόκειται για κάποιο υποχρεωτικό εμβόλιο ή κάποια αιμοληψία που ίσως χρειαστεί για μια εξέταση, μιας κι ο συνδυασμός αίματος και βελόνας είναι ακόμη πιο ανατριχιαστικός, ενώ ταυτόχρονα τολμήσαμε να δοκιμάσουμε την ιδέα του τατουάζ. Κι όχι μόνο τη δοκιμάσαμε, αλλά δε μείναμε –ή τουλάχιστον δε σχεδιάζουμε να μείνουμε– μόνο στο ένα.
Η φοβία δε συναντά τη λογική κι είναι αλήθεια πολύ βαθιά και προσωπική υπόθεση για να την κρίνουμε απ’ τη θέση του παρατηρητή. Βάζοντας, όμως, τον εαυτό μας σ’ αυτή τη διαδικασία της τόσο έντονης άρνησης, δεν ταλαιπωρούμε μόνο αυτούς που πρέπει να μας αντιμετωπίσουν αλλά κυρίως τον ίδιο μας τον εαυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη