Όλοι γι’ αυτές μιλάμε, παραπονιόμαστε, πανηγυρίζουμε, οι ανθρώπινες σχέσεις, καλώς ή κακώς, γεμίζουν την καθημερινότητά μας. Μέσα σ’ αυτές, συμπεριλαμβάνονται και δύο τομείς, οι οποίοι παρά τη διαφορετικότητά τους, για κάποιον περίεργο λόγο, συνεχίζουν να μας πολιορκούν το μυαλό. Πράξεις και λέξεις, αισθήματα κι απτές αποδείξεις. Κάπου εδώ, προκύπτει κι ένα αιώνιο ερώτημα. Θα ήταν καλύτερο να εστιάζουμε σε όσα μας δείχνει ο άλλος με πράξεις ή σε όσα εμείς πιστεύουμε πως νιώθει και τροφοδοτεί το ένστικτό μας;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δεδομένη. Μέσα μας όλοι ξέρουμε πως το καλό μας είναι να εστιάζουμε πάντα σε όσα βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια κι όχι σε όσα πιστεύουμε ή εικάζουμε. Είτε αυτές οι εικασίες μας είναι φανταστικές είτε έχουν έστω και μια αλήθεια κρυμμένη μέσα τους. Απ’ όπου κι αν το πιάσουμε, τίποτα δε συγκρίνεται με το σίγουρο, αυτό που δεν προκαλεί αμφιβολίες, αυτό δηλαδή για το οποίο έχουμε αποδείξεις.
Το να παρασυρόμαστε, βέβαια, δεν είναι καθόλου περίεργο. Στο κάτω-κάτω, είμαστε άνθρωποι κι είναι στη φύση μας το να θέλουμε να πιστεύουμε αυτό που μας κάνει χαρούμενους, ακόμα κι αν δεν ισχύει. Το να κάνουμε υποθέσεις συζητώντας με την παρέα μας, πάντα το κάνει πιο ενδιαφέρον. Πόσο μάλλον, όταν οι φίλοι αυτοί, αντί να μας βάζουν μυαλό, ενισχύουν ακόμα περισσότερο, με το δικό τους τρελό τρόπο, όλα τα υποθετικά σενάρια που δημιουργεί το ζωηρό μας μυαλό, που φυσικά είναι όλα υπέρ μας.
Κάτι, όμως, που δεν αναγνωρίζουμε μέχρι να είναι ήδη αργά είναι την ίδια την αλήθεια, που, πολλές φορές, μπορεί να βρίσκεται ακόμα και μπροστά στα μάτια μας. Όσο περισσότερο αγνοούμε μερικά γεγονότα και καταστάσεις, τόσο περισσότερο απογοητευόμαστε και πέφτουμε απ’ τα σύννεφα μόλις γίνει κάτι που δε μας αφήνει άλλη επιλογή απ’ το να συνέλθουμε και να επανέλθουμε στην πραγματικότητα.
Δε λέω, ωραία τα σενάρια κι οι υποθέσεις. Όσο να ‘ναι έχουν μια ιδιαίτερη ενέργεια και μια αύρα που μας κάνει να ξεφεύγουμε απ’ την καθημερινότητα. Αν δεν εστιάσουμε όμως και λίγο στο τι πραγματικά μας δείχνει ο άλλος, θα φτάσουμε στο σημείο να ονειροβατούμε και μην μπορούμε πια να διαχειριστούμε εκείνο το πικρό συναίσθημα της απογοήτευσης.
Εξάλλου, όσο και να θέλουμε να τ’ αρνηθούμε, όλοι ξέρουμε πως κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει τα λόγια με τις πράξεις, πόσο μάλλον αν ακόμα και τα λόγια ήταν ρευστά κι άφηναν περιθώρια στη φαντασία μας να τα ντύσει όπως θέλει.
Ειδικά σε θέματα συναισθηματικά, που μας κάνουν πιο ευάλωτους, είναι έξυπνο να είμαστε και λίγο ρεαλιστές και να βάζουμε φρένο στην ονειροπόλησή μας. Επομένως, με τον ίδιο τρόπο που έχουμε μάθει να ξεχωρίζουμε τα λόγια απ’ τις πράξεις, πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε και τις εικασίες απ’ την πραγματικότητα και να σταματήσουμε να ακροβατούμε ανάμεσά τους, καταλήγοντας να χάνουμε την ισορροπία μας.
Αν αλλάξουμε έστω και λίγο τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε όταν πρόκειται για καταστάσεις που μπορούν να μας πληγώσουν, θα κάνουμε καλό όχι μόνο στον εαυτό μας, αλλά και στο άτομο που βρίσκεται απέναντί μας. Πολύ απλά, θα αποφύγουμε το να έρθει είτε εκείνος είτε εμείς σε ‘κείνη τη δύσκολη κι άβολη θέση του να ξεκαθαρίσει πως «δεν είναι αυτό που φανταζόμασταν».
Συμπερασματικά, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, η ζωή εξακολουθεί να ‘ναι ωραία. Ας είμαστε ρομαντικοί κι ας είμαστε κι ονειροπόλοι. Ας αφήνουμε, όμως, ταυτόχρονα τους εαυτούς μας να προσγειώνονται και στην πραγματικότητα λίγο πιο ομαλά, πού και πού.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη