Ας πάρουμε ως δεδομένη την ανάγκη ύπαρξης επαφής και επικοινωνίας μ’ άλλους ανθρώπους, με μέλη της οικογένειας, φίλους, συντρόφους, συνεργάτες, με όποιους τέλος πάντων συνηθίζουμε ν’ ανταλλάσσουμε αρθρωτές κραυγές. Στο λαβύρινθο των ανθρωπίνων σχέσεων λοιπόν, είναι βασικό να υπάρχει επιτυχημένη επικοινωνία. Οπότε μήπως παρατηρείς κι εσύ ότι στο συγκεκριμένο θέμα υπάρχει κάποιο πρόβλημα, έτσι; Πως κάτι χωλαίνει; Πως κάποιος, κάτι, δε λειτουργεί όπως θα έπρεπε;
Δεν ξέρουμε να μιλάμε και να γράφουμε; Δεν ξέρουν να ακούν και να διαβάζουν;
Ποιο στο καλό είναι το θέμα;
Ας αρχίσουμε από τα βασικά, μπας και βρούμε τη χρυσή εκείνη τομή που θα μας διευκολύνει όλους.
Υπάρχουν, κατά βάση, 5 θεμελιώδη στοιχεία που πλαισιώνουν κάθε επικοινωνία:
1. Ο πομπός
2. Ο δέκτης
3. Ένας, κάποιος, τρόπος επικοινωνίας
4. Ένα μήνυμα που μεταφέρεται
5. Ένα (επιθυμητό;) αποτέλεσμα
Σε ποιο ακριβώς σημείο λοιπόν, χανόμαστε; Στη μετάφραση ή μήπως σ’ όλα;
Ας συμφωνήσουμε πως το έδαφος για γόνιμη επικοινωνία αποτελεί, πρωταρχικά, η face to face επαφή. Δέχομαι πως πολλοί απ’ εμάς δυσκολευόμαστε ή έστω, αισθανόμαστε περισσότερο άνετα να είμαστε οι αυθεντικοί -debatable- εαυτοί μας, από κάποια απόσταση, ωστόσο η εύκολη λύση δεν είναι πάντοτε η σωστή. Η τεχνολογία από τη μία, έχει επιτρέψει να υπερβαίνονται τα όρια του χρόνου κάνοντας την προσπάθεια επικοινωνίας αυτόματη αλλά δυστυχώς κι απρόσωπη. Κι αυτό οκέι, δεν είναι απαραιτήτως πάντα κάτι αρνητικό. Από την άλλη, έχει αποτελέσει και την αιτία ποικίλων προβλημάτων, επιτρέποντας να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις.
Αν ελπίζουμε σε παραγωγική επικοινωνία λοιπόν, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να αντιμετωπίσουμε τους λόγους που προτιμούμε την αποστασιοποίηση, να τους υπερπηδήσουμε, και να κοιτάξουμε επιτέλους και το άτομο αλλά και το πρόβλημα, στα μάτια.
Ας αναλογιστούμε, έπειτα, το πόσο δομημένη είναι η σκέψη μας. Ποιο ακριβώς είναι το μήνυμα που θέλουμε να μεταφέρουμε; Ποια η αρχή, οι λεπτομέρειες και το τέλος; Πώς μας κάνει να αισθανόμαστε; Ας σκεφτούμε ακόμα, πόσο «εκεί» είμαστε; Πόσο χρόνο και διάθεση είμαστε σε θέση να αφιερώσουμε τη δεδομένη στιγμή που λαμβάνει χώρα η κάθε συζήτηση; Πόσο μιλάμε και πώς; Πόσο, πραγματικά, ακούμε;
Μπαίνοντας σε μια συζήτηση, καλό θα ήταν να βρισκόμαστε σε πλήρη επαφή με το θέμα ανάλυσης αλλά και με τον εαυτό μας. Γνωρίζοντας άλλωστε για τι μιλάμε και πώς αισθανόμαστε για αυτό, μπορούμε να θέσουμε ευκολότερα στο τραπέζι όλα τα επιχειρήματά μας αλλά και να τα μεταφέρουμε με σωστό τρόπο, γαλήνια.
Με λίγα λόγια, όταν μελετήσουμε πρώτα μόνοι μας τους λόγους που θέλουμε να επικοινωνήσουμε με κάποιον, κάνουμε ταυτόχρονα και δουλίτσα με τον εαυτό μας. Δε φοβόμαστε να εκφράσουμε όσα πραγματικά σκεφτόμαστε και μένουμε ειλικρινείς και ξεκάθαροι, δίχως φανφάρες.
Το μυστικό παρ’ όλα αυτά, κρύβεται πολλές φορές στον τρόπο που θα μεταφέρουμε όσα έχουμε να πούμε. Έτσι, καλό είναι να φροντίζουμε το λεξιλόγιο, ο τόνος, οι εκφράσεις, ακόμα και η στάση του σώματός μας να είναι αντάξια του αποτελέσματος που επιθυμούμε, μιλώντας με αξιοπρέπεια και σεβασμό.
Ένα άλλο σημείο που συχνά παραβλέπεται είναι ότι για να θεωρηθεί η επικοινωνία επιτυχημένη, έχουμε συνηθίσει να τη συνδέουμε με την περισσότερο ατομικά κερδοφόρα έκβαση. Γιατί; Γιατί οι σχέσεις, όλων των ειδών, υποβιβάζονται πλέον σ’ ένα σκληρό, κρύο, προμελετημένο πάρε-δώσε. Κι αν είναι να έχουμε ντε και καλά μια προσδοκία ας είναι μονάχα ο εποικοδομητικός και ουσιαστικός διάλογος και ό,τι προκύψει. Άλλωστε, θα ήταν το μόνο δίκαιο για όλους και από όλες τις πλευρές.
Σημαντικό όμως θεωρείται και το προσόν του να είσαι καλός ακροατής. Σε μια κουβέντα συμμετέχουν, το λιγότερο, δύο άτομα. Η επικοινωνία επιτυγχάνεται με τη διάδραση, την αλληλεπίδραση. Πρέπει ν’ ακούμε, λοιπόν. Πραγματικά. Να είμαστε συγκεντρωμένοι, να μην αφαιρούμαστε -όσο γίνεται. Είναι καλό να δίνουμε την πλήρη προσοχή μας, όπως ακριβώς θέλουμε να κάνει και ο συνομιλητής μας.
Έτσι, για την ιστορία ας κάνουμε και μια νύξη στο τι είναι θεμιτό να κάνεις όταν αντιλαμβάνεσαι πως κάποιοι στον κύκλο σου δεν πολυγουστάρουν την επικοινωνία. Τους ξέρεις άλλωστε. Είναι εκείνοι που τους βολεύει να τα παίρνουν όπως θέλουν, να τα διαστρεβλώνουν, να βγάζουν αυθαίρετα συμπεράσματα. Μπορεί ακόμα, να είναι εκείνοι που επιλέγουν να επικοινωνούν μέσω έμμεσων σχολιασμών σε τρίτα, άσχετα άτομα. Εκείνοι που πιθανότατα, λέω τώρα εγώ, δημιουργούν περισσότερες εντάσεις από εκείνες που (και καλά) προσπαθούν να επιλύσουν. Εκείνοι που απλά αδιαφορούν και δεν έχουν το θάρρος να πουν πως, πολύ απλά, δεν τους νοιάζεις και τόσο πολύ, σε γράφουν εκεί που δεν πιάνει μελάνι, πώς το λένε; Και όχι μόνο εσένα, όλους κι όλα. Όσο κι αν εσύ ψάχνεις να βρεις τους πολυπόθητους διαύλους επικοινωνίας, εκείνη σου κάνουν τη ζωή πατίνι.
Σ’ αυτήν την περίπτωση λοιπόν, ο πιο συνετός τρόπος αντιμετώπισης είναι μονάχα μια λέξη: «Αντίο». Γιατί όταν βρισκόμαστε σε τέτοιες καταστάσεις πρέπει να παίρνουμε την αξιοπρέπειά μας από το χεράκι και να λέμε «άντε γεια». Η ζωή είναι πολύ μικρή κι εμείς μεγαλώνουμε γρήγορα. Οι ημιτελείς, μονίμως δύστοκες σχέσεις που μας αδειάζουν κατ’ εξακολούθηση παρ’ όλη την προσπάθεια επικοινωνίας μας, κρίνονται, τουλάχιστον, αχρείαστες -κι ας τσούζει.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου