Η προσχολική αγωγή αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική γνωσιακή και κοινωνική εκπαίδευση που παρέχεται στο παιδί πριν την υποχρεωτική του, στην ηλικία δηλαδή των 5-6 ετών στις περισσότερες χώρες -ενώ μπορεί να ξεκινά ήδη απ’ την ηλικία των δυο ετών σε άλλες. Τα ιδρύματα που την προσφέρουν είναι τα γνωστά σε όλους μας νηπιαγωγεία κι οι παιδικοί σταθμοί. Σύμφωνα με τη σύγχρονη θεωρία της παιδαγωγικής αλλά και με την απλή λογική, τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού έχουν θεμελιώδη σημασία για τη σωματική, διανοητική και κοινωνική του ανάπτυξη.
Για τον λόγο αυτό η προσχολική αγωγή δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στο γνωστικό κομμάτι, αλλά στην ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού (σωματική, συναισθηματική, νοητική, αισθητική, ηθική, κοινωνική). Αυτό σημαίνει πως το κάθε παιδί αντιμετωπίζεται μοναδικά ως πολύπλευρη προσωπικότητα που εκτός απ’ την ανάγκη του για μάθηση έχει συναισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν για τη φυσική μετάβασή του απ’ την οικογένεια στο σχολικό πλαίσιο και μετέπειτα στην κοινωνία.
Όπως είναι ευρέως γνωστό τα πρώτα χρόνια ενός παιδιού είναι υψίστης σημασίας αφού τότε διαμορφώνεται η ψυχοκινητική του ανάπτυξη. Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία αποκτούν έντονες εμπειρίες κι αναμνήσεις που λειτουργούν ως θεμέλια για τη μετέπειτα ζωή τους. Έτσι έχουν την ανάγκη της πολύπλευρης υποστήριξής μας ώστε να μπορέσουν να καλύψουν όλες τις αναπτυξιακές τους ανάγκες. Κάποια απ’ τα σημαντικότερα εφόδια που αποκτάει ένα παιδί στο σημείο αυτό είναι να μαθαίνει τον ίδιο του τον εαυτό, να αναγνωρίζει και να εκφράζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του και να διαχειρίζεται τις έντονες κι ίσως άβολες συναισθηματικές καταστάσεις που βιώνει.
Βέβαια, το μεγαλύτερο άγχος των περισσότερων γονέων είναι η ικανότητα του παιδιού να συμμετάσχει νωρίς και συστηματικά σε μία ομάδα συνομήλικων, μακριά απ’ το οικείο του οικογενειακό περιβάλλον. Το παιδί πλέον δε δρα μόνο στον περιορισμένο χώρο του σπιτιού αλλά σε έναν κατάλληλα οργανωμένο κι επιτηρούμενο χώρο με άλλα παιδιά της ηλικίας του. Η μερική απομάκρυνσή του από οικεία πρόσωπα, ίσως φέρει το παιδί αρχικά σε σύγχυση. Όμως στο πλαίσιο αυτό θα μάθει να αλληλεπιδρά και να συνεργάζεται ομαλά με τους άλλους, καθώς και να μοιράζεται. Θα μάθει να προσαρμόζεται σε έναν περιβάλλον όπου μπορεί να δείξει την προσωπικότητά του με τρόπο, όμως, λειτουργικό για την ομάδα. Παράλληλα θα αρχίσει να αποκτά δεσμούς με τα άλλα παιδιά και τους παιδαγωγούς και να δρα με μία σχετική ανεξαρτησία απ’ τους γονείς.
Φυσικά, καθώς το παιδί στο πλαίσιο της προσχολικής αγωγής παρακολουθείται συστηματικά απ’ τους παιδαγωγούς και το υπόλοιπο εξειδικευμένο προσωπικό, μπορούν να διαγνωστούν έγκαιρα ενδεχόμενες πνευματικές ή σωματικές διαταραχές στην εξέλιξή του. Αναλόγως του βαθμού που συμβαίνει κάτι τέτοιο μπορεί να παρασχεθεί η απαραίτητη πρόσθετη ενίσχυση ώστε να θεραπευτούν τελείως οι δυσκολίες αυτές ή να μπουν σε κάποιο πλαίσιο βελτίωσης μετά την πρόωρη διάγνωσή τους.
Το κλειδί για την επιτυχία της προσχολικής αγωγής είναι ότι δε στηρίζεται σε αυστηρά πρότυπα γνώσης αλλά κατά βάση στο παιχνίδι. Το παιχνίδι (ελεύθερο και δομημένο) αποτελεί για το παιδί τον πιο φυσικό τρόπο εκμάθησης και το κυριότερο μέσο για την εξερεύνηση του εαυτού και των ταλέντων του. Έτσι το παιδί μαθαίνει παίζοντας ενώ παράλληλα γνωρίζει να συνυπάρχει ομαδικά με τους συνομήλικούς τους. Το ένα παιδί βοηθάει στη μάθηση και την εξέλιξη του άλλου σε μια διασκεδαστική αλληλεπιδραστική διαδικασία.
Είναι, όμως, σημαντικό σε αυτό το σοβαρό βήμα οι νηπιαγωγοί να επικοινωνούν συστηματικά με τους γονείς μέσα σε ένα αμοιβαίο πνεύμα συνεργασίας κι ειλικρινούς ενδιαφέροντος για την καλύτερη εξέλιξη των παιδιών.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη