Είναι καλοκαίρι και η ζέστη έχει φτάσει στο ζενίθ. Εσύ προσπαθείς ν’ αράξεις στον καναπέ κάτω απ’ το κλιματιστικό, μπας και καταφέρεις να δροσιστείς, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πας να φτάσεις τη βεντάλια απ’ το κομοδίνο και νιώθεις σαν να παίζεις σε σαπουνόπερα.
Γιατί να μην είσαι τώρα σε ένα νησί να κάνεις τα μπάνια σου και αντί αυτού σε τρώνε οι τέσσερις τοίχοι; Νιώθεις τα ρούχα σου να κολλάνε στο σώμα σου και αποφασίζεις να τα βγάλεις βιαστικά για να σταματήσει ο ιδρώτας να κάνει βόλτες στο κορμί σου. Ούτε γυμναστήριο να πήγαινες!
Αρχίζεις να βγάζεις την μπλούζα και ήδη νιώθεις ένα κρύο αεράκι να σε διαπερνά. Αλλά τα μπούτια σου εξακολουθούν να κολλάνε σαν να έχουν ενωθεί με μέλι και αποφασίζεις να βγάλεις και το σορτσάκι. Πού να ήξερες.
Έτσι ανέμελος βγάζεις το σορτσάκι και αισθάνεσαι μια απερίγραπτη ελευθερία. Φυσικά φοράς ένα βρακάκι –μην πάρει φωτιά και ο πωπός σου– και ξαπλώνεις ξανά στον καναπέ.
Ξαφνικά αισθάνεσαι σαν κάποιος να σε παρακολουθεί.
Ιδέα σου είναι σκέφτεσαι και αλλάζεις κομμάτι απ’ το κινητό. Μπαίνει το αγαπημένο σου τραγούδι και ξεκινάς να χορεύεις σαν τρελός. Ξεχνάς τη ζέστη και αρχίζεις να κάνεις πάρτι μόνος σου.
Εκεί που έκανες την αγαπημένη σου φιγούρα, που ντρέπεσαι να την δείξεις σε κάποιον άλλον εκτός απ’ τον κολλητό σου, διαπιστώνεις πως κάτι δεν πάει καλά. Κλείνεις τη μουσική και ρίχνεις μια ματιά γύρω σου. Το μόνο που ακούγεται είναι ο σπαστικός ήχος του κλιματιστικού.
Ξανανοίγεις τη μουσική και αρχίζεις να χορεύεις ξανά. Όμως πάλι έχεις αυτήν την αίσθηση ότι κάποιος σε κοιτάζει. Ρίχνεις μια ματιά ξανά στο δωμάτιο και καταλαβαίνεις γιατί ένιωθες τόση ώρα άβολα.
Μέσα στη βαρεμάρα σου να κλείσεις εντελώς το παντζούρι, αυτό είχε ανοίξει αφήνοντάς σε εκτεθειμένο. Είναι εκείνη η άβολη στιγμή που εύχεσαι ν’ ανοίξει η γη να σε καταπιεί. Αφού ξεπερνάς το πρώτο σοκ αρχίζεις να λογαριάζεις τα πράγματα. Πόσοι μπορεί να σε έχουν δει;
Σίγουρα ο απέναντι που μετακόμισε πριν λίγες μέρες. Ένας ενδιαφέρων γείτονας που θα ήθελες πολύ να γνωρίσεις. Με τη σκέψη αυτή αρχίζεις να κοκκινίζεις ακόμη περισσότερο και σκέφτεσαι την πιθανότητα να μεταναστεύσεις στην Ισπανία και ν’ αλλάξεις το όνομά σου σε Πεπίτο.
Αμήχανα πας να βάλεις ξανά το σορτσάκι, αλλά αν το κάνεις αυτό θα σε βρουν λιπόθυμο και το αφήνεις εκεί που το είχες μεμιάς. Σηκώνεσαι προς το παράθυρο, με την ελπίδα πως ο γείτονας θα λείπει και το ανοίγεις. Το παράθυρο του απέναντι είναι κλειστό. Τι ανακούφιση. Βέβαια ένα παιχνίδι απ’ το παράθυρο δε θα ήταν κακή ιδέα για μια γνωριμία με το γείτονα, έτσι δεν είναι;
«Πολλές ταινίες βλέπω» σιγομουρμουρίζεις και κλείνεις δυνατά το παντζούρι και το παράθυρο. Τουλάχιστον σήμερα πιθανότατα να μη σε είδε κανείς. Βέβαια το πιθανότατα με το σίγουρα έχει μια απόσταση, οπότε κράτα μια πισινή. Τόσες πολυκατοικίες είναι γύρω σου.
Ηθικό δίδαγμα: Δεν αφήνουμε ποτέ τα παντζούρια ανοιχτά όταν κυκλοφορούμε με το βρακί. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος γείτονας θα είναι εκείνη την ώρα στο μπαλκόνι. Φαντάζεσαι να σε έβλεπε εκείνη η γιαγιά που την έχεις πετύχει τόσες φορές να κοιτάει την πολυκατοικία σου;
Τουλάχιστον πρόλαβες και χόρεψες με την ψυχή σου.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου