Άφησε τις βαλίτσες του μπροστά της και την κοίταξε στα μάτια. Εκείνη δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Τον άφησε λίγο ακόμα να περιφέρεται στο σπίτι ψάχνοντας και τα τελευταία του πράγματα. Δεν ήθελε να τον διακόψει, ίσως ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε μπροστά της. Έμεινε, λοιπόν, να τον παρατηρεί, προσπαθώντας να αφομοιώσει και την τελευταία του κίνηση. Της φαινόταν τόσο όμορφος που την έπνιγε, τόσο απόμακρος που της έκαιγε τα σωθικά. Τόσο κοντά της μα και χιλιόμετρα μακριά της.

Είχαν περάσει μέρες απ’ την τελευταία φορά που του ζήτησε να φύγει, πάνω σε έναν τσακωμό τους το ξεφούρνισε χωρίς να το σκεφτεί. Δεν ήταν κι η πρώτη φορά, άλλωστε, της είχε γίνει καραμέλα ο χωρισμός και το πετούσε με κάθε ευκαιρία σαν κεραμίδα στο δόξα πατρί του. Δεν πίστευε ποτέ πως θα το έπαιρνε στα σοβαρά, όμως. Πίστευε ότι τα λόγια της δε μετρούσαν πλέον, πως δεν την άκουγε κανένας για αυτό και συνέχιζε να λέει κάθε φορά τα δικά της. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεσπάσει τα νεύρα της. Όμως, τα λόγια δεν μπορείς να τα πάρεις πίσω όσο κι αν το θελήσεις, αυτό ήταν που δεν υπολόγισε.

Ο ήχος των κλειδιών στο τραπέζι την ταρακούνησε, την έβγαλε απ’ τις σκέψεις της και την επανέφερε στην πραγματικότητα. Της πήρε λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβει ότι δεν ήταν όνειρο αυτό που ζούσε. Τι όνειρο, δηλαδή, εφιάλτης της έμοιαζε κι ήθελε να τσιμπήσει τα μάγουλά της μήπως και καταφέρει να ξυπνήσει. Δεν κοιμόταν, όμως, ήταν ξύπνια, αλλά αδύναμη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο τραπέζι, το μπρελόκ που του είχε κάνει δώρο μαζί με τα κλειδιά ήταν ατσούμπαλα πεταμένο πάνω του. Αυτό ήταν λοιπόν, φεύγει.

Σηκώθηκε άγαρμπα και τον πλησίασε, τον κοίταξε απ’ την κορυφή ως τα νύχια και χάθηκε για λίγο στα μάτια του. Της έμοιαζαν τόσο σκοτεινά, τόσο αλλιώτικα. Είχε συνηθίσει αυτή την αλλαγή στο χρώμα τους. Ήξερε τι σημαίνει η κάθε απόχρωση που μπορούσαν να πάρουν. Ήθελε να του μιλήσει, μα τι να του πρωτοπεί, από πού να ξεκινήσει. Ο εγωισμός της χόρευε ταγκό με την αγάπη μέσα στο μυαλό της –χορός μέχρι τελικής πτώσεως, ο τελευταίος που θα μείνει όρθιος κερδίζει– και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Απ’ τη μια ήθελε να αφήσει τα δάκρυά της ελεύθερα να τρέξουν στα μάγουλα, να του πει πόσο τον ήθελε κοντά της. Απ’ την άλλη, βεβαία, ήθελε να δείχνει αδιάφορη, σαν να μην την άγγιζε αυτός ο χωρισμός, ένα άδειο κουφάρι χωρίς αισθήματα.

Πρώτος λύγισε εκείνος, δάκρυσε σαν μικρό παιδί μπροστά της και της ζήτησε να προσέχει τον εαυτό της. Τι άλλο να της έλεγε, οι λέξεις γίνονταν κόμπος στο λαιμό του και τον έπνιγαν. Αναρωτιόταν μέσα του αν είναι σωστό αυτό που κάνει, μα όσο και να το σκεφτόταν ήταν αργά για να αλλάξει γνώμη. Ήθελε κι αυτός να φαίνεται αμείλικτος, αναίσθητος και δυνατός. Όσο και να ήθελε να μείνει, τίποτα δεν τον κρατούσε εκεί μέσα. Ο εγωισμός του αναβόσβηνε τα λαμπάκια της εξόδου, μα η αγάπη του για την κοπέλα απέναντί του έδειχνε τον δρόμο προς την αγκαλιά της.

Δώσανε ένα φιλί τελευταίο, μια αγκαλιά υγρή απ’ τα δάκρυα. Απομακρύνθηκαν και με σφιγμένα δόντια ψιθύρισαν «αντίο». Κανένας απ’ τους δυο δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει αυτή τη φάρσα. Όσο δυνατά κι αν οι φωνές μέσα τους φώναζαν το αντίθετο, εκείνοι συνέχισαν τον αποχαιρετισμό. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που η αγκαλιά τους δεν κατέληξε στο κρεβάτι, που το φιλί τους ήταν τόσο στεγνό. Ήταν η πρώτη φορά που η πόρτα έκλεισε πραγματικά. Ήταν η πρώτη φορά που ο χωρισμός τους έγινε πραγματικότητα.

Όπου κι αν βρίσκονται τώρα είναι καλά. Ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του και ζει με τις επιλογές του. Μα πάντα υπάρχει στο μυαλό τους ένα μεγάλο «αν». Αν εκείνη την ήμερα δεν τους χώριζε το κλείσιμο της πόρτας ίσως τώρα να ήταν όλα διαφορετικά.

Κανένας απ’ τους δυο δεν ξέχασε, κι οι δυο θυμούνται. Κι αν κάποια μέρα συναντηθούν τυχαία, ίσως και τα κορμιά τους θυμηθούν την ιστορία τους. Μέχρι τότε έχουν λάθη να κάνουν μπροστά τους και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει. Είναι αθώοι, σκότωσαν έναν έρωτα, μα είναι αθώοι.

 

Συντάκτης: Καλλιόπη Τζήμα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη