Σήκω, μην κοιτάξεις τίποτα τριγύρω σου, άπλα σήκω στα πόδια σου και προχώρα. Κλείσε το φως, το σκοτάδι είναι λυτρωτικό όταν δεν το φοβάσαι. Κλείδωσε και την πόρτα, πρέπει να μείνεις μόνος σου για λίγο.
Τώρα κάθισε στο κρεβάτι και χαλάρωσε, πάρε και δυο βαθιές ανάσες να γεμίσουν οξυγόνο τα πνευμόνια σου. Το ακούς αυτό; Η απόλυτη ησυχία πλημμυρίζει το δωμάτιο, μην τρομάζεις, ο θόρυβός της πολλές φορές είναι εκκωφαντικός, αλλά τη χρειάζεσαι λίγη ηρεμία. Ελπίζω να πρόλαβες να κλείσεις το κινητό σου, είπαμε να μη σε ενοχλήσει κανείς.
Ένα ψιθύρισμα φτάνει στα αφτιά σου, η φωνή είναι γνώριμη, κάπου την έχεις ξανακούσει. Σου λέει παραμύθια, για έναν κοινό γνωστό σας. Σου εξιστορεί τις φορές που τον παραμέλησες, που πρόλαβες να τον φιμώσεις για να μη σε εκθέσει με τη συμπεριφορά του. Μην τρελαίνεσαι, άσε τη φωνή να συνεχίσει, ίσως αυτή είναι η διέξοδος που τόσο πάσχιζες να βρεις.
Κατάλαβες τώρα σε ποιον ανήκει η φωνή; Κατάλαβες ποιος είναι ο κοινός αυτός γνωστός για τον οποίο σου μιλάει τόση ώρα; Φυσικά και κατάλαβες, δεν είναι ένας απλός γνωστός, είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι αυτός που δεν μπόρεσες ποτέ να παραδεχθείς την ύπαρξή του, είναι αυτός που έκρυβες τόσο καιρό βαθιά μέσα σου και δεν άφησες ποτέ να βγει στην επιφάνεια, μην τύχει και τον δει κανείς και τον πληγώσει. Τώρα όμως είναι εδώ, πήρε σάρκα κι οστά και κάθισε δίπλα σου στο κρεβάτι. Αν απλώσεις το χέρι σου θα αγγίξεις το δικό του, αν γυρίσεις το βλέμμα σου θα τον δεις να σε κοιτάει μέσα στα μάτια.
Βλέπεις πόσο σου μοιάζει; Ίσως είναι λίγο μικρότερος, βλέπεις, είναι παιδί ακόμα, δεν τον άφησες να μεγαλώσει πλάι σου, τον κρατούσες πάντα στο περιθώριο. Είναι ο εαυτός σου, ή μάλλον το παιδί που κρύβεις μέσα σου. Αυτό το μικρό πλάσμα που προσπαθούσες συνέχεια να προστατεύσεις. Σκέφτηκες, όμως, έστω και μια στιγμή, ότι ήσουν εσύ ο ίδιος αυτός που το πληγώνει;
Τώρα που είσαι μόνος σου, παρέα με τον εαυτό σου. Τώρα που δε σας ακούει κανένας δεύτερος, κανένας τρίτος. Τώρα μπορείς να είσαι ειλικρινής μαζί του; Είναι ώρα πια να τσαλακώσεις την εικόνα σου, να πετάξεις από πάνω σου αυτό το σιδηρούν προσωπείο που με τόση μαεστρία φόρεσες για να καλύψεις τις αδυναμίες σου.
Άλλωστε, ποιον έχεις να φοβηθείς τώρα, μωρέ, τον εαυτό σου; Αυτός ό,τι και να του κάνεις παραμένει εκεί, σιωπηλός κι υπομονετικός. Ακόμα κι αν έχει το δικαίωμα να σε στήσει στον τοίχο, να σου απαγγείλει κατηγορίες και να σε δικάσει ως τον μόνο ένοχο για την κατάντια σας, δεν το κάνει.
Δεν ήρθε για να σε κατηγορήσει, δεν ήρθε για να επισημάνει τα λάθη σου, ήρθε γιατί ξέρει πόσο τον χρειάζεσαι αυτή τη στιγμή. Τη στιγμή που όλα μπροστά σου μοιάζουν βουνά κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις βήμα για να τα ξεπεράσεις. Αυτό δεν μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις, η βοήθεια έρχεται από εκεί που δεν την περιμένεις, αρκεί να παραμείνεις ψύχραιμος.
Άφησε, λοιπόν, τον εγωισμό σου στην άκρη, άφησε τον εαυτό σου να σε στηρίξει και μη χρησιμοποιείς τις κλασικές σου δικαιολογίες, δε χωράς πίσω απ’ το μικρό σου δαχτυλάκι. Η μεγαλύτερή σου αδυναμία είναι ο πραγματικός εαυτός σου, μα ταυτόχρονα είναι κι η προσωπική σου δύναμη.
Θα μπορούσες να του ζητήσεις συγγνώμη, μην το κάνεις όμως. Η συγγνώμη πια έχει ξεφτίσει, έχει χάσει το κύρος της τόσες φόρες που έχει ειπωθεί. Καλύτερα, λοιπόν, να του δώσεις μια υπόσχεση, έναν όρκο που στην τελική θα κρατήσετε κι οι δυο:
Ψιθύρισέ το ή φώναξέ το: «Θα είμαι δίπλα σου, εαυτέ μου. Από εδώ και στο εξής πάμε μαζί κι όπου μας βγάλει».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη