Xαμήλωσε το βλέμμα του και κοίταξε στο έδαφος. Ήθελε ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί, να εξαφανιστεί από προσώπου Γης και να ταξιδέψει σ’ έναν κόσμο που δε θα τον έβλεπε και δε θα τον έκρινε κανένας. Δεν πίστευε στα αυτιά του, πόση κακία υπάρχει μέσα στους ανθρώπους. Είχε καταλάβει ότι κάθε φορά που περνούσε απ’ τους διαδρόμους οι υπόλοιποι σχημάτιζαν πηγαδάκια και σιγοψιθύριζαν, αλλά επέλεγε να πιστεύει ότι σχολίαζαν κάτι άλλο, όχι τον ίδιο. Ήταν, ίσως, η πρώτη φορά που άκουγε με τ’ αυτιά του την άποψη των συμμαθητών του γι’ αυτόν.
Ήταν ήρεμο παιδί, δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Πώς να ενοχλήσει δηλαδή, αφού κανένας δεν του έδωσε την ευκαιρία να τον πλησιάσει. Όλοι τον κρατούσαν σε απόσταση, τον απέφευγαν, όπως ο διάολος το λιβάνι. Λες και θα τους κατέστρεφε την αισθητική της παρέας, αν τον άφηναν να καθίσει μαζί τους.
Στην αρχή τον πείραζε πολύ, δεν καταλάβαινε σε τι μπορεί να είχε φταίξει και τον αντιμετώπιζαν έτσι. Αργότερα όμως έμαθε να μην αφήνει τέτοιες συμπεριφορές να του χαλάνε τη διάθεση, έμαθε να πιστεύει στον εαυτό του και να κάνει ό,τι τον ευχαριστεί κι ας ένιωθε μόνος.
Κάποιες στιγμές όμως δεν άντεχε άλλο, ένιωθε απέχθεια για τον εαυτό του. Μισούσε τα πάντα, αλλά δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Ήταν διαφορετικός, το ήξερε, ήταν ένα παιδί με αναπηρία. Σ’ έναν κόσμο που το τέλειο θεοποιείται, το ατελές αναλώνεται, φοβίζει και διώκεται στο περιθώριο.
Γύρισε στο σπίτι και κλείστηκε στο δωμάτιό του, έβαλε και τη μουσική στο τέρμα για να μην ακούει τις σκέψεις του να ουρλιάζουν στο κεφάλι του. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους ένιωθε ελεύθερος. Δεν υπήρχαν αδιάκριτα βλέμματα εκεί, δεν τον σκάναρε κανένας και δεν κρυφογελούσε, όταν έκανε μια άγαρμπη κίνηση. Δεν υπήρχαν εκεί καθηγητές να του φέρονται σαν γυάλινο μπιμπελό, να τον διαχωρίζουν απ’ τα υπόλοιπα παιδιά και να φοβούνται να μη σπάσει.
Εκεί μέσα ένιωθε ασφάλεια, μπορούσε να κάνει όνειρα και να τα αφήνει σαν φούσκες να επιπλέουν στον αέρα. Εκείνη την ημέρα όμως δεν μπορούσε να μείνει ήσυχος, ο θυμός του πίεζε τα μηνίγγια, τον μετέτρεπε σε θεριό ανήμερο, ήθελε να δώσει μία και να τα διαλύσει όλα. Δεν ήθελε πια να είναι διαφορετικός, ήθελε να γίνει ένα με τους άλλους. Να συνεχίσει τη ζωή του σαν κανονικό παιδί.
Σηκώθηκε απότομα και έτρεξε στο δωμάτιο της μάνας του, χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε βίαια. Την κοίταξε στα μάτια και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, οι σκέψεις του έπαιρναν φωνή και ήταν ανίκανος να τις φιλτράρει. Μιλούσε και φώναζε, χτυπιόταν και έμενε ακίνητος, έβγαζε όλα όσα έκρυβε μέσα του τόσα χρόνια. Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει, τον άφησε να ξεσπάσει και ν’ αδειάσει την ψυχή του. Όταν πια ηρέμησε μπόρεσε να τον πάρει αγκαλιά, του χάιδεψε τα μαλλιά και του φίλησε το μέτωπο.
Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το κουτί με τις φωτογραφίες, τις πήρε στα χέρια και του ζήτησε να τις κοιτάξουν μαζί. Κάθε φωτογραφία και μία ανάμνηση, κάθε ανάμνηση και μία ιστορία. Του θύμισε τις ημέρες που πέρασαν στα δωμάτια του νοσοκομείου, τους γιατρούς που δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν είδαν αυτό το μωρό να μεγαλώνει. Του θύμισε τις φυσιοθεραπεύτριές του, που δεν τον άφησαν ούτε στιγμή ν’ αφεθεί στο πρόβλημά του.
Του περιέγραψε τις στιγμές που πέρασαν οι δυο τους στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη για θεραπείες και εξετάσεις. Στιγμές που ολόκληρη η οικογένεια λύγισε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Πάντα είχε ανθρώπους γύρω του να τον στηρίζουν, να τον πιέζουν να βάζει τα δυνατά του και να γίνεται ολοένα και καλύτερος.
Για το τέλος, κράτησε φωτογραφίες του με άλλα παιδιά. Παιδιά που ήταν σαν κι αυτόν, με μεγαλύτερες ή μικρότερες αναπηρίες. Μια παρέα ολόκληρη που έγινε μέλος της αναπάντεχα, που τους θυμάται έναν-έναν, ακόμη κι όταν θέλει να ξεχάσει. Άτομα που τον δεχτήκαν, ακριβώς όπως ήταν, χωρίς να πρέπει να τους αποδείξει τι αξίζει. Έφτανε μονό που έδιναν χρώμα και δύναμη ο ένας στις δύσκολες στιγμές του άλλου. Τα θυμήθηκε όλα αυτά και συγκινήθηκε, αγκάλιασε τη μαμά του και την ευχαρίστησε για όλα αυτά που είχε κάνει γι’ αυτόν.
Επέστρεψε στο δωμάτιό του, ένιωθε πιο ανανεωμένος από ποτέ, κρατούσε στα χέρια του κάποιες απ’ τις φωτογραφίες και τις κοίταζε ξανά. Πλέον δεν έβλεπε καμιά διαφορά πάνω στο σώμα του, δεν ήταν ίδιος με τους άλλους, αλλά δεν τον ενδιέφερε. Δε θα ξανάφηνε κανέναν να τον κάνει να νιώσει άσχημα για τη διαφορετικότητά του.
Είναι παιδί με αναπηρία και καμαρώνει γι’ αυτό, είναι περήφανος για την πορεία του ως εδώ. Κουβαλά μέσα του τον πόνο και το μόχθο τόσων ανθρώπων, δεν έχει χρόνο για στενοχώριες. Έχει ανάγκη να τους κάνει περήφανους. Ξέχασε όλα τα αρνητικά σχόλια, που είχε ακούσει μέχρι τώρα, θυμόταν μόνο τα λόγια των ανθρώπων που τον αγαπούσαν γι’ αυτό που ήταν.
Τα παιδιά με αναπηρία υπάρχουν ανάμεσά μας. Κάποια απ’ αυτά ξεχωρίζουν κι άλλα περνούν απαρατήρητα. Δεν είμαστε άξιοι να τα κρίνουμε, δεν ξέρουμε τι κρύβουν μέσα τους. Δεν έχουμε ιδέα από τι κύματα έχουν περάσει για να φτάσουν ως εδώ. Πρέπει να σταματήσει να μας φοβίζει το διαφορετικό, αντίθετα πρέπει να το αγκαλιάσουμε και να το αγαπήσουμε, ακριβώς όπως είναι.
Κανένας δεν είναι κριτής κανενός, όλοι μας αξίζουμε μια ξεχωριστή θέση σ’ αυτόν τον κόσμο.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου