Όχι, το τηλέφωνο δε χτύπησε ούτε σήμερα. Τι κι αν το έλεγξα άπειρες φορές μήπως είναι στο αθόρυβο και δεν άκουσα το μήνυμα, που φυσικά δεν ήρθε. Ακόμα μια μέρα που πέρασε χωρίς να ξέρω πού είσαι, πώς περνάς και τι κάνεις. Και το ξέρω, βαθιά μέσα μου το ξέρω, αυτή η απόσταση υπάρχει για το καλό μας, για να μη βυθιζόμαστε κάθε φορά στην αυταπάτη που τόσο εγωιστικά ονομάσαμε «έρωτα». Έρωτας∙ μα τι στο καλό είναι ο έρωτάς αν δεν είναι αυτό που ζήσαμε εμείς;
Τι να σκεφτώ τώρα πια, τι να σκεφτώ, τρομάρα μου, και σε ποια σειρά να βάλω τις σκέψεις μου; Μου λένε να σε απομυθοποιήσω. Σε έχω βάλει τόσο ψηλά στο μυαλό μου που δε σε φτάνει κανένας όσα σκαλιά και να ανεβεί. Τι να πω πια για να καταλάβουν;
Κανένας δεν μπορεί να σκαλίσει το μυαλό μου και να δει πώς έχεις μπλεχτεί εκεί μέσα, πώς να μπορέσει να σε ξεριζώσει κιόλας τόσο καλά που έχεις γαντζωθεί; Λένε πως ο έρωτάς μας ήταν παιδικός, από αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες και μας φαίνονται μελοδραματικοί και ψεύτικοι, γραμμένοι ειδικά για να παιχτούν στη μεγάλη οθόνη και να συγκινήσουν το κοινό. Λες και δεν έχει άλλη όρεξη το κοινό απ’ το να κλαίει με ξένες ιστορίες, πόσο μάλλον με τη δική μας.
Και τι είχε πια αυτή η ιστορία για να συγκινήσει; Ήμασταν παιδιά, ήμασταν μικροί κι ανώριμοι και δεν ξέραμε. Αφήσαμε τα πράγματα στην τύχη τους και δες πού καταλήξαμε. Φερθήκαμε σαν ανόητοι, έπεσε επάνω μας το βέλος κι εμείς το είδαμε για παιχνίδι. Ξεχάσαμε, όμως, ότι ο έρωτας είναι μωρό, μωρό που εκτός από παιχνίδια θέλει και προσοχή, φροντίδα να μην πληγωθεί.
Κι εμείς τι κάναμε; Τον αφήσαμε μόνο του, βάλαμε γκουβερνάντες τις αναμνήσεις μας να τον προσέχουν και συνεχίσαμε τις ζωές μας, επαναπαυτήκαμε ρίχνοντας την ευθύνη μας αλλού. Γυρίζαμε πού και πού, ίσα-ίσα να προλάβουμε να του πούμε κανένα παραμύθι, το παραμύθι του «εμείς». Και γέλαγε αυτός με τις διηγήσεις μας, χαμογελούσε με τις γκριμάτσες μας κάθε φορά που θυμόμασταν κάτι καινούριο, χαιρόταν που είχε και πάλι τον πρώτο ρόλο στη ζωή μας, έστω και για λίγο.
Μα το «εμείς» πλέον είναι μόνο αυτό, ένα παραμύθι που διηγούμαστε στους εαυτούς μας για να τους υπενθυμίζουμε πως κάποτε υπήρξαμε μαζί. Το κρατάμε μέσα μας για να μας κρατάει συντροφιά τις στιγμές που δεν έχουμε κανέναν, το χρησιμοποιούμε σαν δικαιολογία που μας παρηγορεί κάθε φορά που κατηγορούμαστε ότι προδώσαμε κάτι τόσο αθώο.
Κι ας είμαστε οι μεγαλύτεροι εγωιστές, κάποιος, κάπου, κάποτε θα το καταλάβει και θα μας συγχωρέσει. Έστω κι αν αυτός ο κάποιος δεν είναι ο έρωτας που προδώσαμε, έστω κι αν αυτός ο κάποιος δε νιώσει όλα αυτά που νιώσαμε εμείς, αφού θα είναι απλά ένας ακόμα τρίτος.
Όπως και να έχει, παρατήσαμε τα πάντα, είμαστε εγωιστές, μα είναι για το καλό μας. Είναι καλύτερα που το ακουστικό μένει νεκρό, είναι καλύτερα που τα μηνύματα γράφονται μα ποτέ δε στέλνονται. Κι αυτά που στάλθηκαν, άφησέ τα απλά να διαβάζονται χωρίς απάντηση. Κάνε κουράγιο, κάνε υπομονή κι όλα θα ξεχαστούν με τον καιρό, το πολύ-πολύ να μείνουν σκονισμένες αυτές οι ρημάδες οι αναμνήσεις. Κάτσε εσύ, να κάτσω κι εγώ να σκεφτώ αν τελικά αξίζει να σε ονομάζω έρωτα ή καταστροφή μου.
Να περνάς καλά, να είσαι σε μέρη που γουστάρεις και να χαμογελάς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη