Καμιά φόρα σκέφτομαι αν υπάρχει λόγος για μια τελευταία εξήγηση. Όταν τα συναισθήματα δε θα είναι τόσο έντονα, όταν οι πληγές δε θα πονάνε τόσο πολύ, όταν θα ‘χουμε μουδιάσει αρκετά για να μπορούμε νηφάλιοι να κάνουμε μια κουβέντα. Μετά σκέφτομαι ότι όλα θα είναι προσποιητά και κανένα όφελος δε θα υπάρξει. Δεν υπάρχει λόγος να προσποιούμαι ότι δε νιώθω πια, δεν υπάρχει λόγος να προσπαθείς να καμουφλάρεις την αλήθεια σου.
Δεν τα πάω καλά με τα λόγια. Τσακίζει η φωνή μου και η λογική ή το συναίσθημα δεν αφήνουν χώρο στις αλήθειες. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα ποιο εκ των δύο υπερτερεί. Γι’ αυτό δεν παίρνω την απόφαση να σου μιλήσω. Γι’ αυτό μου ήταν πάντα ευκολότερο να γράφω. Τα λόγια φεύγουν, σκορπάνε. Σαν τους ανθρώπους κι αυτά. Οι λέξεις μένουν όμως και καμιά φορά, αν είμαστε αρκετά τυχεροί, μπαλώνουν κάπως πληγές. Ακόμα και λίγο ατσούμπαλα. Ο πληγωμένος δέχεται όποιο τσιρότο βρει μπροστά του, μη σου κάνει εντύπωση.
Κι επειδή πρέπει ένα τέλος κάπως να δοθεί, πρέπει να σου πω κάποια πράγματα. Με τον τρόπο μου. Δεν έμαθα ποτέ να φεύγω, λοιπόν. Τουλάχιστον όχι συναισθηματικά. Διαφορετικά χτύπησα πολλές πόρτες πίσω μου. Πολλά τα ενδεχόμενα και πού χρόνος να λύσεις κάτι, όταν μπορείς να το κόψεις, σωστά; Γι’ αυτό έβρισκα τη φυγή πάντα ως την καλύτερη λύση. Κι ας ένιωθα ακόμα. Ο μαλάκας της υπόθεσης για περισσότερες φορές απ’ όσες μπορώ να μετρήσω.
Όμως μη σου λέω μαλακίες, οι αλλαγές με τρομάζουν και δε μου κάθονται εύκολα. Και παρόλο που δήλωνα φυσικά απούσα, ψυχικά έμενα μέχρι τελικής πτώσης. Δικής μου κυρίως γιατί αυτό το «μαζί» έπαψε να υφίσταται τη στιγμή που το έριξε στο ζύγι ο εγωισμός κι ας τον βάφτισα αυτοπροστασία.
Απαίτησα να μείνεις τη στιγμή που εγώ οπισθοχωρούσα με σιγουριά. Απελπισμένες προσπάθειες διάσωσης μιας κατάστασης της οποίας το τέλος είχα πειστεί πως έβλεπα. Προσπάθειες στο κενό γιατί δε χωράνε σπασμωδικές κινήσεις, μόνο ψυχραιμία και υπομονή· κι εγώ δεν κατέχω τίποτα απ’ τα δύο.
Δείλιασα πολλές φορές μαζί σου. Κι η δειλία, να ξέρεις, είναι τις περισσότερες φορές σύμφυτη με την προσποιητή αυτοπεποίθηση κι εγώ δεν είμαι καλή στο να γκρεμίζω τοίχους και να αφήνω κάτω τις μάσκες. Αρκούμαι στα χαμόγελα, στην προσποίηση και κρύβω περίτεχνα το χτυποκάρδι. Δε μ’ αρέσουν οι οικειότητες γιατί με τρομάζουν.
«Τα στηρίγματα, αν δεν προέρχονται από μέσα σου, σε εγκαταλείπουν». Έτσι σου είχα πει όταν πρωτογνωριστήκαμε κι ούτε που θυμάμαι τι μου απάντησες. Όμως βάλθηκες να με βγάλεις λάθος και κάπου επαναπαύτηκα στη σιγουριά σου. Κι έφαγα τα μούτρα μου. Μπορεί και να γκρέμισα και τα δικά σου, αλλά τώρα δεν μπαίνω στη θέση σου. Μου ταιριάζει ο ρόλος του μαλάκα και με βολεύει να πιστεύω πως θα πατήσεις εκεί για να προχωρήσεις. Σε προτρέπω να το κάνεις. Οι εξηγήσεις είναι πάντα πιο επώδυνες και σχεδόν ποτέ απόλυτα ειλικρινείς.
Κι αν επιμένεις σ’ ένα ρημάδι «γιατί;» δεν έχω να σου πω πολλά. Μια ζωή δεμένη από φόβο ή λογική. Μη με ρωτάς τι απ’ τα δύο ισχύει. Δεν την αντέχω τόση ειλικρίνεια. Όμως μπορώ να σου παραδεχτώ ότι δε μ’ αρέσει το τέλος. Σε ποιον αρέσει άλλωστε; Ο κύκλος της ζωής, θα μου πεις. Δε γαμιέται; Το πιο πιθανό είναι να μη μάθεις ποτέ τίποτα απ’ αυτά. Θα τα αρνηθώ όσο πιο πειστικά αντέχω. Από αύριο θα ξαναγίνω ο μαλάκας. Απόψε όμως μόνο αλήθειες. Το χρωστάω σε μένα.