Έλα να σε κάνω μια βόλτα στην πόλη μου. Σ’ αυτή που με γέννησε και με ανέθρεψε. Στην πόλη που με έμαθε να προσέχω, να πονάω, να θυμώνω. Στην πόλη που με άφησε να γελάω, να ερωτεύομαι και να αγαπάω βαθιά. Σ’ αυτή που μου έδειξε πώς να συμπονώ και να συγχωρώ. Που μου χάρισε ανθρώπους υποσχόμενη να μου τους αφήσει για μια ζωή κι ας μου τους στέρησε μετά. Έλα να σε ξεναγήσω στην πόλη με τα γκράφιτι στα τρένα και στα κτήρια. Στην πόλη με θάλασσα, βουνό και Παρθενώνα. Στην πόλη με λευκούς, μαύρους, πράσινους και γκρι. Έλα να πάμε βόλτα σε μια πόλη που δεν την περπατάς σε μια μέρα. Μια πόλη με τόσο βαριά ιστορία που κοντεύει να μας πλακώσει -κι ας ξέρουμε όλοι ότι το ‘χει κάνει ήδη. Σ’ αυτήν την πλανεύτρα που δε σου επιτρέπει να μην την αγαπήσεις, όπως της αρμόζει. Σαν μια ερωμένη που την αγαπάς κρυφά και μπροστά στον κόσμο τη βρίζεις.
Στην πόλη που θα βρεις λιμάνι πνιγμένο στον κόσμο, στα αυτοκίνητα και σ’ αυτούς τους λίγους που έμειναν να πουλάνε κουλούρι με σουσάμι στο δρόμο. Έναν Πειραιά, σωστό λιμάνι, όπως του πρέπει, με ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο. Ένα λιμάνι με πρόσφυγες και μετανάστες στις αποβάθρες του και λίγο πιο μέσα δρόμοι που σφύζουν από ζωή, με πλατείες και μαγαζιά γεμάτα κόσμο. Ένα λιμάνι με κουτιά που κρύβουν μέσα τους ζωές ολόκληρες, κλεισμένες μέσα σε τσίγκο και αλουμίνιο.
Και τώρα τι προτιμάς; Τρένο για Βόρεια ή τραμ για Νότια; Ας πάμε Νότια. Φάληρο, Μοσχάτο, Καλλιθέα, Φλοίσβος, Άλιμος, Γλυφάδα, Βάρη, Βουλιαγμένη και ίσια την παραλία μέχρι το Σούνιο. Τα νεόχτιστα της Αθήνας, πολυκατοικίες με θέα θάλασσα, καλοκαιρινά μαγαζιά με την άμμο στα πόδια σου και τόσο μπλε να χορταίνει το μάτι σου. Εκεί που πας για να πάρεις μια τζούρα οξυγόνο, να σκαρφαλώσεις σε κυματοθραύστες και βράχια για να πιεις μια μπίρα, να κάνεις ένα τσιγάρο κι εξομολογήσεις που μόνο η θάλασσα αντέχει ν’ ακούσει. Να πεις όσα χρωστάς σε μερικούς κι ας μην τ’ ακούσουν ποτέ. Αρκεί που ο αλατισμένος αέρας θα τα πάρει από μέσα σου. Εκεί που μπορείς να τραγουδήσεις με τους φίλους σου αγκαλιά τα καλοκαίρια στην παραλία, εκεί που εραστές βρίσκουν καταφύγιο μακριά απ’ τα φώτα που σου κρύβουν τ’ αστέρια.
Τώρα πάρε το τραμ προς τα πίσω. Πήγαινε Νέα Σμύρνη και Νέο Κόσμο. Κάνε μια βόλτα στις πλατείες της. Εκεί δε θα βρεις τουρίστες. Βλέπεις, δεν έχει αρχαία εκεί. Κάτσε να πιεις τον καφέ σου μπροστά σε σιντριβάνια και χάζεψε παιδιά να παίζουν κι έφηβους να ερωτεύονται και να μεγαλώνουν σιγά-σιγά. Χαμογέλα και λίγο. Έτσι, αθώα, όπως κάνουν κι αυτοί. Όπως έκανες κι εσύ κάποτε κι ας το έχεις ξεχάσει πια. Δες και λίγο και τους παππούδες. Αυτούς που γκρινιάζεις ότι σε κατέστρεψαν με τις επιλογές τους. Πες τους μια καλημέρα, άκου τα βάσανά τους. Άλλα σοβαρά άλλα όχι τόσo, αλλά άκου τα. Δώσε και μια αγκαλιά, τσάμπα είναι. Ακόμα και στους μουρτζούφληδες.
Ξαναμπές στο συρμό και πέρνα απ’ το παλιό εργοστάσιο του Φιξ κι αφού περάσεις τις ταμπέλες για Μετς, θα φτάσεις κέντρο. Χάζεψε λίγο τη διαδρομή και μετά κλείσε τα μάτια και φαντάσου εργάτες σε μια αλλιώτικη Αθήνα να τρέχουν αγουροξυπνημένοι – όπως κι εσύ – να πάνε στις δουλείες τους. Θα φτάσεις, λοιπόν, μπροστά στη Βουλή, εκεί που κάποτε έμενε ένας βασιλιάς και τώρα κατοικοεδρεύουν όσοι λες πως σε καταστρέφουν λίγο ακόμη κάθε μέρα. Είναι όμορφο κτήριο, χάζεψέ το για λίγο. Μπορεί και να πετύχεις την αλλαγή φρουράς, είναι ωραίο θέαμα, κοίτα τους τσολιάδες. Τώρα γύρνα λίγο προς τα πίσω και μπες στον Εθνικό Κήπο. Πού να φανταζόσουν ότι η γκρίζα Αθήνα έχει πράσινο στην καρδιά της; Βγες και προχώρα προς Μοναστηράκι, Λυκαβηττό ή Φιλοπάππου να χορτάσει το είναι σου πράσινο ανάμεσα σε ντουβάρια και τσιμέντο. Παράξενη, αστική ομορφιά.
Έλα, πάμε. Πρέπει να σε πάω και μια βόλτα απ’ τα Δυτικά. Μια λίγο διαφορετική Αθήνα απ’ αυτή που σου έδειξα μέχρι τώρα. Εκεί θα δεις ανθρώπους να μαζεύονται παρέες και ν’ αράζουν σε αυτοκίνητα με μουσικές και θέα. Θα τους ακούσεις να μιλούν για έρωτες και πάθη, για αγάπες που έκαιγαν και πλήγωσαν και γι’ άλλους που τελείωσαν πριν καν αρχίσουν. Θα δεις, όμως, κι άλλους να χορεύουν σε τραπέζια και καρέκλες μέχρι τις ώρες που ο ήλιος καίει. Να ξεφαντώνουν με μουσική στη διαπασών που σε προτρέπει να χορέψεις με ρυθμό που στα γεννοφάσκια του θυμίζει κάτι από Ανατολή.
Και μόλις φύγεις από ‘κει, θα σε πάω μια βόλτα στα Βόρεια που τα κράτησα για το τέλος. Εκεί που η θερμοκρασία είναι πάντα πιο χαμηλή. Εκεί που θα δεις ακόμα μονοκατοικίες σε μια Αθήνα που τα κτήρια ορθώνονται όλο και περισσότερο. Θα σε αφήνω να περιεργαστείς με την ησυχία σου ανθρώπους παρεξηγημένους κι ίσως συνειδητοποιήσεις ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά όσο είχες ακούσει. Θα χορτάσεις οξυγόνο, δρόμους με δέντρα που φτιάχνουν μικρές γέφυρες πάνω απ’ το κεφάλι σου και λίγη ανεμελιά, όμοια μ’ αυτή μικρού παιδιού.
Κάπου εδώ η βόλτα μας τελειώνει. Δεν είχα κάτι άλλο να σου δείξω, εξαρχής, παρά μόνο την πόλη μου μέσα απ’ τα μάτια μου. Σε άφησα να περπατήσεις όπου περπάτησα εγώ. Σου έδειξα μέρη που μου έδειξαν άλλοι με την ελπίδα να τα αγαπήσεις όσο τα αγάπησα εγώ. Κι αφού σου επέτρεψα να περιπλανηθείς στις σκέψεις μου και να ρίξεις μια ματιά σε όσα αγαπώ μέσα απ’ τα μάτια μου, κάνε μου μια χάρη. Βρες τα δικά σου κομμάτια μέσα στα στενά της και κάνε την Αθήνα μου, δικιά σου.