Δεν ξέρεις πως τις μεγάλες ώρες τίποτα δεν είναι αθώο; Δε σου είπαν ποτέ πως δυο άνθρωποι που μιλούν, όταν η πόλη κοιμάται, δεν έχουν ποτέ τις αθωότερες των διαθέσεων; Κι αν δε βρέθηκε κανείς να στο πει μέχρι τώρα -ή αν είσαι απ’ τους άτυχους που δεν το έζησαν ακόμη-, στο λέω εγώ.
Γνωρίζεις καλά, λοιπόν, ότι το βράδυ οι αναστολές μειώνονται. Ίσως γιατί όταν αφηνόμαστε στην ηρεμία της νύχτας, οι αναστολές μας πέφτουν και γινόμαστε λίγο λιγότερο αδιαπέραστοι. Ίσως και να επιτρέπουμε σ’ αυτόν τον έναν να έρθει λίγο πιο κοντά. Προδίδουμε, με μια δόση συγκρατημένης αισιοδοξίας, τη δική μας Κερκόπορτα κι αφήνουμε για λίγο την πολιορκία να επιτευχθεί, ελπίζοντας ενδόμυχα πως η επιλογή μας είναι σωστή.
Μέσα σε λίγες στιγμές, ο ύπνος παύει να είναι αυτό που σε ξεκουράζει. Ο άνθρωπος που έχει σφηνωθεί για τα καλά μέσα στο μυαλό σου γίνεται το κατασταλτικό σου και σε μεταφέρει σε καταστάσεις νιρβάνας τόσο απόλυτα και τόσο συγκεντρωτικά που μοιάζει σχεδόν απίθανο. Κι όμως τίποτα δε σε ηρεμεί περισσότερο απ’ τις στιγμές που μιλάτε, εκείνες τις ώρες που έξω θα δεις το πιο βαθύ μπλε που μπορεί να σου δώσει ο ουρανός.
Είναι η φωνή του ανθρώπου αυτού ακόμα και το χαμόγελό του, που μπορείς και το διακρίνεις πίσω απ’ τις λέξεις που διαβάζεις στην οθόνη σου μέσα στη νύχτα. Είναι το δικό σου ηλίθιο μειδίαμα στα χείλη κάθε φορά που υποκρίνεσαι πως δεν έγινε και τίποτα με το μήνυμα που είδες κι ας ετοιμάζεσαι να γίνεις ο πιο επιδέξιος χορευτής απ’ τη χαρά σου. Κι όλα αυτά από έναν άνθρωπο που σου στερεί το πιο ιερό σου πράγμα, τον ύπνο. Ειρωνικό έτσι;
Γιατί, μεταξύ μας, ξέρεις πως δε θα θυσίαζες ποτέ τον ύπνο σου, την ξεκούρασή σου για κάποιον που σου περνά αδιάφορος. Αντίθετα, ξημερώνεσαι αγκαλιά μ’ ένα λάπτοπ ή ένα τηλέφωνο για να ανταλλάξεις μερικές κουβέντες με το άτομο που έγινε εν μία νυκτί το αντικείμενο του πόθου σου. Μιλάς μ’ έναν άνθρωπο και νιώθεις κι εσύ την ανάγκη να του πεις για τη μέρα σου, για τη ζωή σου, για τα πιο τρελά σου όνειρα, σαν να κάνατε ψιλοκουβέντα για να περνά η ώρα. Και ταυτόχρονα αυτός προσπαθεί να τρυπώσει στην καθημερινότητά σου με όποιο τρόπο μπορεί. Να σε κάνει μέρος της δικής του ζωής μ’ έναν τρόπο τόσο φυσικό που μοιάζει παράξενο. Και γίνονται όλα έτσι απλά, χωρίς κόπο.
Αβίαστα έρχονται εξάλλου όλα τα όμορφα. Όπου επιμένει η επιβολή, συνήθως η κατάσταση καταλήγει σε παρωδία. Καμιά φορά λοιπόν, ανταλλάσσετε κουβέντες περί ανέμων και υδάτων χωρίς πρακτικά να λέτε κάτι. Αφορμή για να μιλήσετε λίγο παραπάνω, για να μείνετε σε επαφή μερικές στιγμές ακόμα. Χωρίς να το καταλαβαίνετε, μιλάτε για τα όνειρά σας, τους στόχους σας και τις πιο τρελές σας επιθυμίες με τέτοια οικειότητα σαν να γνωρίζεστε χρόνια. Κι αυτή η επαφή, η απόλυτη, καμιά φορά τρομάζει. Άλλη κουβέντα αυτή όμως.
Πίσω στα δικά μας… Ξέρεις, κάθε είδους επαφή προϋποθέτει μια εσωτερική ανάγκη. Μια ανάγκη να αναζητήσεις μέσα σου κάτι βαθύτερο. Μια σύνδεση μυαλού και σώματος. Όχι απαραίτητα μ’ αυτόν που έχεις απέναντί σου. Αυτή η «ένωση» έχει να κάνει με σένα αποκλειστικά. Ψάχνεις αυτόν τον άνθρωπο που θα γίνει η έμπνευση για να συγκλίνουν επιτέλους οι επιθυμίες του κορμιού και του μυαλού σου. Ξέρεις, λοιπόν, ότι τον έχεις βρει, όταν σας βρίσκει το πρώτο φως της μέρας να μιλάτε ακόμα. Σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, σαν να το νιώθεις τόσο οικείο όσο τίποτα. Και δεν υπάρχει κάτι ομορφότερο απ’ αυτό.