«Όποιος κοροϊδεύει, κοροϊδεύει τα μούτρα του», έλεγα συχνά μικρή, όπως κι εσείς φαντάζομαι. Έλεγα κι άλλα πολλά, τα περισσότερα δεν τα θυμάμαι. Δεν έχει και μεγάλη σημασία όμως.
Οι δικοί μου, λοιπόν, γελούσαν με τα καμώματά μου. Και γιατί όχι; Αστεία ήμουν, έπαιρνα άλλωστε κι αυτό το θιγμένο ύφος και σταύρωνα τα χέρια μου μπροστά στο στέρνο μου μουτρωμένη.
Οι γιαγιάδες μου, πρώτες, να τρέξουν, να με υποστηρίξουν. Πάντα έλεγαν πως «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια». Μ’ άφηναν, λοιπόν, να διεκδικώ το δίκιο μου, όσο ασήμαντο κι αν ήταν. Δε συζητάμε καν ότι μου έδιναν δίκιο κάθε φορά που αντιδρούσα έτσι, κι ας μ’ έλεγαν οι άλλοι πεισματάρα. Την κοροϊδία δεν την άντεχα ποτέ και φαινόταν. Ειδικά από ανθρώπους δικούς μου, κοντινούς.
Πιστεύω πως όσοι γελούν εις βάρος άλλων, στην πραγματικότητα, προσπαθούν να κρύψουν τη δικιά τους ανασφάλεια. Άτομα μικροπρεπή, γεμάτα κόμπλεξ, που νιώθουν καλά μέσα στο πετσί τους μόνο, υπονομεύοντας ανθρώπους κλειστούς –ίσως και παρεξηγημένους– που δε σηκώνουν εύκολα το ανάστημά τους. Το θετικό είναι, ότι οι τραμπούκοι αυτοί δεν είναι πολλοί. Το αρνητικό είναι, όμως, το ότι έχουν ένα περίγυρο εξίσου ανασφαλή που σιγοντάρει τις πράξεις τους. Άλλη κουβέντα αυτή και μεγάλη μάλιστα, οπότε επανέρχομαι.
Ίσως, λοιπόν, και να ‘ναι λιγότερο ενοχλητικό, όταν κοροϊδεύεις αγνώστους. Πάλι ανεπίτρεπτο είναι, αλλά λέμε τώρα. Τι γίνεται, όμως, με τους δικούς σου ανθρώπους; Αντέχεται να σε περιγελά ένας δικός σου; Ταπεινή μου άποψη πως όχι. Από ανθρώπους που έχεις στην καρδιά σου, περιμένεις πολλά πράγματα, σίγουρα, όμως, όχι κοροϊδία.
Το μόνο που καταφέρνουν, είναι να κοροϊδεύουν αυτούς τους ίδιους. Γιατί, μη γελιέστε, δεν κάνεις κακό σε κάποιον άλλο, τον εαυτό σου μόνο υποβιβάζεις. Αν δε σέβεσαι, λοιπόν, εσένα τον ίδιο σαν υπόσταση, πώς περιμένεις να σε σεβαστεί οποιοσδήποτε άλλος;
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, υπάρχει κι αυτό το ύπουλο, το υποχθόνιο· η κοροϊδία που γίνεται ψέμα. Στην αρχή αθώο, μα στη συνέχεια παθολογικό. Χτίζεις ένα περιβάλλον από τραπουλόχαρτα, με ανθρώπους εξίσου ανέτοιμους να συμμετέχουν στη ζωή σου, αφού, στην ουσία, δε γνωρίζουν τίποτα γι’ αυτή. Κι όσους είχες δίπλα σου από πριν, τους αποξενώνεις, γιατί δεν ταιριάζουν με τη νέα σου πραγματικότητα. Δε βολεύει να σε ξεβολεύουν. Έτσι, καταλήγεις διπλά μόνος.
Πάντα, λοιπόν, διεκδικούσα ανθρώπους αληθινούς. Ανθρώπους ειλικρινείς, που θα μου έλεγαν όσα πίστευαν κατάμουτρα· ποτέ πίσω απ’ την πλάτη μου. Θαύμαζα κι όσους είχαν γύρω τους άλλους να τους υποστηρίζουν και να τους αγαπούν. Και τους ήθελα κι εγώ. Πιο πολύ, όμως, θαύμαζα, όσους είχαν τα κότσια να υπερασπίζονται κι αυτούς που δεν είχαν κανένα να φυλάει τα νότα τους.
Δεν κατάλαβα ποτέ, επομένως, πώς γίνεται να κοροϊδεύεις άλλους ανθρώπους, ειδικά αυτούς που έχεις δίπλα σου. Στην τελική, αυτοί είναι οι άνθρωποι που σε ξέρουν καλύτερα απ’ όλους. Αργά ή γρήγορα, λοιπόν, θα καταλάβουν τι παίζει και θα βαρεθούν να κάνουν υπομονή. Χαζοί δεν είναι. Αναπόφευκτα, λοιπόν, θα σε κάνουν πέρα.
Εξάλλου, μην ξεχνιόμαστε. Αυτός που σε δείχνει με το δάχτυλο και γελάει μαζί σου, κρυφά ή φανερά, έχει άλλα τέσσερα δάχτυλα που δείχνουν πίσω στον εαυτό του.