Τα πιο όμορφα βράδια μου τα πέρασα στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου παρέα με έναν άγνωστο που ένιωθα πως ήξερα καλά. Ξέρεις, απ’ αυτούς τους ανθρώπους που νιώθεις πως τους ξέρεις χρόνια κι ας γνωρίζεστε μόλις λίγα λεπτά. Αυτό είσαι για μένα. Ένας ξένος που έγινε δικός μου άνθρωπος εν ριπή οφθαλμού. Κι αυτό με τρόμαξε, ομολογώ, αλλά δεν είναι της ώρας να στο εξηγήσω.
Επιστροφή σ’ αυτά τα βράδια λοιπόν. Στις βόλτες μας στην πόλη, σε σημεία της που μου έδειχνες και χωρίς να το ξέρεις σήμαιναν για μένα όσα σήμαιναν και για σένα. Τα ησυχαστήριά μας κι ας μη βρεθήκαμε ποτέ μέχρι τώρα μαζί σ’ αυτά.
Στην αρχή λίγο πιο δειλά, μα στη συνέχεια πιο τολμηρά, πιο ανοιχτά, κάναμε τις πιο όμορφες συζητήσεις. Άλλοτε αγκαλιά κι άλλοτε αντικριστά, σου μίλησα για μένα, όπως δε μιλώ στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους. Μοιράστηκα μαζί σου φόβους, καταστάσεις περασμένες αλλά και μελλοντικές, στόχους, όνειρα μα και ελπίδες.
Σου είπα για τα όνειρά μου, για τον τρόπο που βλέπω τη ζωή και τους ανθρώπους. Μπέρδευα τα λόγια μου και πάσχιζα να βρω λέξεις να σου εξηγήσω τι έχω στο κεφάλι μου. Μη νομίζεις, καλά τα πάω με τις λέξεις. Φταίει που νιώθω τόσο έντονα πώς μοιραζόμαστε ένα μυαλό ορισμένες φορές, που υπάρχουν πράγματα που θεωρώ αυτονόητο να ξέρεις. Και μόνο όταν αναγνωρίζω την απορία στο βλέμμα σου, προσπαθώ να εξηγήσω τα ανεξήγητα.
Σου μίλησα για τη ζωή μου. Κάποιες σκόρπιες φράσεις εδώ κι εκεί που νομίζω περισσότερο μπερδεύουν παρά ξεκαθαρίζουν το τοπίο. Έμαθες για τους προβληματισμούς μου, έζησες την αγανάκτησή μου, όπως και την ανησυχία μου και τη δειλία μου. Μ’ άφησες να σου μιλήσω για τα όνειρά μου τις στιγμές που άλλοι θα τρόμαζαν και μόνο στη σκέψη αυτή. Κι εσύ με στήριξες και συνεχίζεις να το κάνεις. Μου έδωσες το ελεύθερο -ή έστω δεν έφερες αντίρρηση όταν το πήρα μόνη μου- να σου εκφράζω τις ανασφάλειές μου. Και μαζί μ’ αυτά, κι άλλα πολλά που δεν τα χωράνε οι λέξεις.
Πιο πολύ όμως απολαμβάνω τις στιγμές που σωπαίνω για να σου δώσω χώρο. Να μιλάς, να μου τραγουδάς, να με κοιτάς κι απλά να με χαϊδεύεις χωρίς να βγαίνει λέξη απ’ τα χείλη σου. Να μιλάς για τη ζωή σου κι εγώ να σαστίζω και να σε θαυμάζω όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα.
Να μιλάς για τα όνειρά σου με τόσο πάθος που με κάνεις να κυνηγάω δυο φορές περισσότερο τα δικά μου. Να μιλάς για τις απόψεις σου και τα ιδανικά σου μ’ αυτή τη λάμψη στα μάτια που σπάνια βλέπω πλέον σε ανθρώπους. Να βλέπω τα συναισθήματά σου να ξετυλίγονται ένα-ένα και να μην ξέρω τι να πρωτοαναλύσω.
Να τραγουδάς κομμάτια άγνωστα σε μένα αλλά κι άλλα που είναι μέσα στην καρδιά μου. Να παθιάζεσαι με τη μουσική, να εκφράζεσαι μέσα απ’ αυτή και να εμπνέεσαι. Να με μεθάς με τη φωνή σου και να την αναζητάω σε κάθε στίχο που ακούω όταν δεν είσαι δίπλα μου.
Να με κοιτάς μ’ αυτά τα μάτια σου. Που μαρτυρούν τόσα και κρύβουν ακόμα περισσότερα. Αυτά τα μάτια που πάντοτε με εκπλήσσουν. Κι ας δυσκολεύομαι να καταλάβω πολλές φορές τι δείχνουν κι ας μην μπορώ να τα αποκρυπτογραφήσω. Κι αν ισχύει ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, μωρό μου, έχεις απ’ τις πιο όμορφες ψυχές που είχα την τύχη να γνωρίσω.
Να νιώθω τα χέρια σου να φέρνουν βόλτες πάνω μου και να ηλεκτρίζουν το κορμί μου. Κάποιες φορές αναγνωριστικά κι άλλες για να θυμίσουν στο μυαλό πρότερα αγγίγματα. Άλλοτε απαλά κι άλλοτε αχόρταγα, κάθε άγγιγμά σου γίνεται για μένα μοναδικό. Με κάνει να ανατριχιάζω, με κρατά σε εγρήγορση ενώ ταυτόχρονα με χαλαρώνει. Λίγο αντιφατικό, το ξέρω, μα έτσι είναι.
Κι όλα αυτά είναι μόνο μικρές εκφάνσεις της καθημερινότητας που ζούμε εμείς οι δύο. Μικρές στιγμές που απολαμβάνω όσο τίποτα. Και να σου πω κι ένα μυστικό; Έχουν αρχίσει σιγά-σιγά να μου γίνονται εξάρτηση και πολύ το χαίρομαι.