Κάπου ανάμεσα σε νεύρα ανάκατα με γέλιο, με έπιασα να χαζεύω ένα ζευγάρι μάτια σε ένα δωμάτιο γεμάτο καπνό από τσιγάρο κάποιου άλλου. Δεν τα αναγνώρισα και δε σκέφτηκα παραπάνω πώς μπορώ να τα ταυτοποιήσω. Αδιάφορα νόμιζα πως μου πέρασαν, μα κάτι με τσίγκλισε μέσα μου να τους δώσω λίγη σημασία. Μη ρωτήσεις τι, δεν είμαι σίγουρη. Όμορφα μάτια, γαλήνια. Αυτό μάλλον με κέντρισε. Η ηρεμία τους. Γι’ αυτό και συνέχισα να παρατηρώ.

Κατεύθυνα τη ματιά μου λίγο πιο χαμηλά. Ένα χαμόγελο μεγάλο, μα θολό. Ρυτίδες γέλιου ή και πόνου, δεν τις ξεχωρίζω. Κάποιος μου είπε ότι οι γραμμές γύρω απ’ το στόμα γίνονται απ’ τον πόνο που τον βαφτίζουμε χαρά για να μας παρηγορήσουμε λιγάκι. Χαμογελάω στη σκέψη, μα πώς γίνεται να μην αναρωτιέμαι αν αυτό κρύβει μέσα του πόνο; Ίσως να είχε και δίκιο τελικά. Να θυμηθώ να του το παραδεχτώ κάποια στιγμή.

Και μ’ αυτή τη σκέψη, λοιπόν, βρίσκω τον εγκέφαλό μου να ιντριγκάρεται. Παλεύω να ρίξω μια ματιά παραπάνω, να παρατηρήσω τον τρόπο που στέκει το κορμί που έχω απένταντί μου. Ξεβολεύομαι για να το κάνω, αλλά λίγο με νοιάζει πια. Στο ξεβόλεμα βρίσκονται όλες οι αλήθειες, έτσι έμαθα. Δεν το καταφέρνω πάντα, μα πού και πού το προσπαθώ· να ξεβολευτώ για κάτι που με ενδιαφέρει.

Παρατηρώ λίγο πιο προσεκτικά. Ένα ζευγάρι χέρια που προσπαθούν να προστατέψουν κάτι. Βλέπω ένα κορμί κυρτό που προσπαθεί να τεντώσει κι εγώ προσπαθώ να καταλάβω τι το τραβάει στο έδαφος. Δυο πόδια καρφωμένα μεταξύ τους, ερμητικά κλειστά, να παλεύουν να γίνουν η βάση κι εγώ αναρωτιέμαι προς τι η τόση προσπάθεια.

Βλέπω ένα χέρι να απλώνεται για να μ’ αγγίξει. Δυσκολεύομαι να καταλάβω την προσπάθεια για επαφή. Θα έπρεπε να την αποζητώ κι εγώ, μα κάτι με πιάνει και δειλιάζω. Φόβος το άγνωστο, λένε, μα εμένα μου μοιάζουν όλα γνώριμα. Ο άνθρωπος απέναντί μου, οι κινήσεις του κι οι εκφράσεις του· όλα γνωστά. Κι όμως φοβάμαι.

Όχι το άγνωστο, μα την επαφή. Εκεί καταλήγω. Δεν επιδιώκω την επαφή, μα εν τέλει της επιτρέπω να συμβεί. Συγκαταβατικά δίνω την έγκρισή μου, μα δεν επιτρέπω και πολλά-πολλά. Μη και φανεί η έλλειψη, μη γίνει αντιληπτή η απουσία που νιώθω.

Δε συνήθισα να αφήνομαι. Βολεύτηκα στη θέση του θεατή και η προτροπή να πάρω ρόλο και μάλιστα πρωταγωνιστικό, με τρομάζει. Άντε να το εξηγήσεις. Εύκολα λοιπόν κρύβεις όλα τα άσχημα κάτω απ’ το χαλί και γίνεσαι παλιάτσος για να δείξεις ένα χαμόγελο αρεστό. Κι αναρωτιέμαι αν όλες αυτές οι σκέψεις θα γίνουν ποτέ λέξεις για να φτάσουν στ’ αυτιά σου.

Κι εκεί που νομίζω ότι με ένα χαμόγελο τις έχω σκαπουλάρει, ότι γλίτωσα από τις περιέργειες, αυτή η σιχαμένη προσπάθεια για επαφή επανέρχεται δριμύτερη. Μου ζητά και απαιτεί πράγματα που δεν είμαι έτοιμη να δώσω. Θέλει από μένα να αφεθώ και δε δέχεται την άρνηση για απάντηση. Όμως εγώ δε θέλω να δοθώ. Θέλω να δίνω, όσο έχω κι όσο αντέχω. Κι όταν αδειάσω, να φεύγω. Δεν μπορώ την ανασφάλεια του άγνωστου, δεν εμπιστεύομαι κανενός το χέρι που απλώνεται προς το μέρος μου.

Όμως ο καπνός απόψε με έχει ζαλίσει κι ίσως μου ξεφύγει και καμιά αλήθεια παραπάνω. Θέλω να αφεθώ. Θέλω να δοθώ. Μα φοβάμαι.

Και τώρα προσποιήσου πως δεν το άκουσες ποτέ.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Καλή