Βγαίνεις, πίνεις και μεθάς. Μόνος, με φίλους, με αίσθημα. Λίγη σημασία έχει. Τα ποτά διαδέχονται το ένα το άλλο και ο πάτος του ποτηριού είναι συχνότερη εικόνα απ’ το ίδιο το ποτό μες το ποτήρι σου. Γελάς με την ψυχή σου χωρίς προφανή λόγο. Μιλάς με όλους με τέτοια άνεση που δε διαχωρίζεις γνωστούς από αγνώστους. Χορεύεις μ’ αυτούς που ξέρεις και μ’ άλλους που μόλις γνώρισες. Ποιος νοιάζεται;
Κι εκεί που το αλκοόλ αρχίζει και ρέει στις φλέβες για τα καλά, αρχίζεις να ζαλίζεσαι. Ξέρεις αυτή τη γλυκιά ζαλάδα που συνοδεύεται με γελάκια άνευ λόγου κι αιτίας και πράξεις που θα θυμάσαι και θα κλαις. Απ’ τα γέλια ή απ’ την ντροπή. Κάπου εκεί λοιπόν ανάμεσα σε φωνές, χαχανητά και ποτά ξεκινά πραγματικά το βράδυ. Μ’ ένα μπουκάλι αγκαλιά αφήνεις όλες τις αναστολές πίσω σου. Αφήνεσαι κι επιτρέπεις στον εαυτό σου να κάνει ό,τι μαλακία σου κατέβει στο κεφάλι. Κυριολεκτικά. Ανεβαίνεις σε τραπέζια και χορεύεις μέχρι να πονέσουν τα πόδια σου ή μέχρι να χάσεις την ισορροπία σου μέσα στη θολούρα σου. Παίζει κι αυτό, μην το αποκλείεις. Βγαίνεις στους δρόμους και φωνάζεις απ’ τη χαρά σου. Ή πατάς και τα κλάματα. Για τον φίλο που χάθηκε, για μια αγάπη που τελείωσε χωρίς προφανή λόγο ή για μια άλλη που δεν πρόλαβε καν ν’ αρχίσει.
Κάπως έτσι λοιπόν καταλήγεις να κάνεις πράγματα που αφενός δεν πίστευες ποτέ πως είσαι ικανός να κάνεις κι αφετέρου πιθανότατα να μη θυμάσαι το επόμενο πρωί. Αν το μεθύσι σε βρει στις καλές σου, θα πάρεις φίλους και γνωστούς να θυμηθείτε τα νιάτα σας. Να περνάτε κάτω από πολυκατοικίες και να χτυπάτε κουδούνια αγνώστων γυρνώντας πίσω στην πρώτη δεκαετία της ζωής σας. Να κατέβετε μια βόλτα στο Σύνταγμα και να μιμηθείτε τους τσολιάδες και ν’ αλλάξετε φρουρά μαζί τους. Να καταλήξετε σ’ ένα καραόκε μπαρ και να τραγουδάτε μέχρι το πρωί.
Αν πάλι σε πετύχει η αλκοόλη στις μαύρες σου, τότε οι επιλογές είναι ακόμα περισσότερες. Θα στέλνεις τα μεθυσμένα σου μηνύματα. Θα πάρεις τηλέφωνα ανθρώπους που απαγόρεψες στον εαυτό σου να ασχολείται. Θα πας να χτυπήσεις πόρτες για να ζητήσεις εξηγήσεις απ’ τα ανεξήγητα. Θ’ αναζητήσεις άλλες νέες αγκαλιές ν’ αντικαταστήσουν τις παλιές. Φιλιά και πάθος για να σε κάνουν να ξανανιώσεις. Θα κάνεις πράγματα που ίσως δε φανταζόσουν ότι θα έκανες, αλλά και τι μ’ αυτό; Για όλα υπάρχει πρώτη φορά.
Κι έτσι σε βρίσκει το πρωί σ’ ένα κρεβάτι. Δικό σου, κάποιου γνωστού ή ακόμα και κάποιου άγνωστου. Δεν έχει σημασία. Ξυπνάς λοιπόν μ’ ένα κεφάλι καζάνι. Έναν πονοκέφαλο όλο δικό σου συνοδευόμενο κι από μερικά κενά μνήμης που σου χαρίζουν σταγόνες κρύου ιδρώτα μέσα σε μια στιγμή. Πού ήσουν χθες βράδυ; Τι έκανες; Και κυρίως με ποιον έκανες ό,τι έκανες; Η μια ερώτηση διαδέχεται την άλλη με ταχύτητες φωτός κι εσύ καταλήγεις να στέκεις αποχαυνωμένος μην μπορώντας να δώσεις απαντήσεις. Μάντεψε όμως ποιοι μπορούν. Τα παιδιά που πρωταγωνίστησαν στο χθεσινοβραδινό φιάσκο. Ξεκινάς τα τηλέφωνα με την ελπίδα να πάρεις απαντήσεις λοιπόν. Στην καλύτερη ακούς μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής να σκάει στα γέλια εξιστορώντας τις χθεσινές σου μαλακίες, στη χειρότερη όλοι έχουν ξεραθεί στον ύπνο και το κουδούνισμα του κινητού δεν είναι ικανό να τους βγάλει απ’ το λήθαργο.
Όπως και να ‘χει το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Εσύ δε θυμάσαι την τύφλα σου. Δε σου μένουν και πολλές επιλογές έτσι κι αλλιώς. Ανασκουμπώνεσαι κι εσύ και προσπαθείς να συνδέσεις όσα θυμάσαι ενώ ταυτόχρονα ψάχνεις πέτρα να κρυφτείς από προσώπου γης. Θέλοντας και μη, γελάς με τα κατορθώματά σου, λες και μπορείς να κάνεις και διαφορετικά. «Εξάλλου, αν δε θυμάσαι τις μαλακίες που έχεις κάνει πάνω στο μεθύσι σου, είναι σαν να μην τις έκανες ποτέ», λες στον εαυτό σου και παρηγορήσαι κάπως.