Θυμάσαι τότε που περπατούσες μωρό παιδί στην Ερμού; Ακόμα και στην Αριστοτέλους. Τότε που όλα σου έμοιαζαν τεράστια στο μικρό σου κόσμο. Τα κτήρια, οι βιτρίνες κι οι κούκλες που τις στόλιζαν, οι άνθρωποι. Κάθε μέρα και μια νέα ευκαιρία να ρωτήσεις τη μαμά, τον θείο, τη γιαγιά τι είναι αυτό και τι το άλλο. Να γεμίζουν τα μάτια σου νέες εικόνες, το μυαλό σου νέες γνώσεις κι εσύ να ενθουσιάζεσαι κάθε μέρα και περισσότερο.
Να γεμίζεις μυρωδιές τα ρουθούνια σου από σαλέπι ή τσουρέκι. Να παρακαλάς για ένα λουκουμά και να θες να πέσεις μέσα στη ζάχαρη απ’ τη λιγούρα. Με λιχουδιές που δεν μπορούσες να κρατήσεις στο χέρι σου γιατί όλο και κάτι σου τραβούσε περισσότερο το ενδιαφέρον κι έτρεχες προς τη νέα σου ανακάλυψη.
Και κάπου ανάμεσα στο χαμό ακούς μια μουσική περίεργη, πρωτάκουστη στ’ αυτιά σου που όμως κάτι σου θυμίζει. Έτσι λίγο απροσδιόριστα κι ίσως και λίγο απροσδόκητα, η μουσική που δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις σε συγκινεί. Βλέπεις ξαφνικά ένα μεγάλο κουρδιστό που λίγο μοιάζει με πιάνο. Μα πού είναι τα πλήκτρα του; Και γιατί έχει ρόδες λες και το ακούμπησαν σε καρότσι; Και ποιοι είναι αυτοί στη στρογγυλή φωτογραφία στο κέντρο; Ο κύριος που γυρνάει τη μανιβέλα γιατί χαμογελάει συνεχώς;
Και κάνεις όλες αυτές τις ερωτήσεις τραβώντας τον μπαμπά, τη θεία ή τον παππού προς το μέρος που ακούγεται η μουσική. Να πλησιάσεις λίγο παραπάνω, ν’ ακούς λίγο καλύτερα. Κι αυτοί σου χαμογελούν κι εξηγούν. Λατέρνα είναι αυτό που σου μοιάζει με πιάνο και δεν έχεις άδικο λίγο του φέρνει. Έχει ρόδες για να μπορεί να μετακινείται και ν’ ακούν μουσική όλο και περισσότεροι. Αυτοί στη φωτογραφία είναι ηθοποιοί από παλιές ελληνικές ταινίες, από πρόσωπα γνωστά της εποχής και καμιά φορά έβαζαν φωτογραφίες από ζευγάρια ή αγαπημένους ανθρώπους. Κι ο κύριος που γυρνάει τη μανιβέλα χαμογελάει με τη χαρά σου που ενθουσιάστηκες με την τέχνη του. Κι εσύ του αφήνεις το νόμισμα που σου έμπασαν στο χέρι για να τον ανταμείψεις για τον κόπο και την τέχνη του.
Κάτι παραπάνω από ένα αιώνα πίσω λοιπόν ξεκίνησε η λατέρνα να συναντάται στους δρόμους. Συνδέθηκε με ακούσματα λίγο πιο απλά, πιο παραδοσιακά. Ακούσματα μικρών και μεγάλων. Μπορεί η μουσική που βγαίνει μέσα απ’ τη λατέρνα να μην ανήκει στα δικά σου ακούσματα. Μπορεί οι ήχοι που βγαίνουν από το μουσικό κουτί να μη σου θυμίζουν και πολλά. Αν και δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει κάπου τη Φραγκοσυριανή, το Γαρύφαλλο στ’ αυτί, το Τραµ το τελευταίο ή τις θαλασσιές τις χάντρες. Κλασσικά κομμάτια που ακούς από μια λατέρνα. Είναι σίγουρα λοιπόν ήχοι γνώριμοι που οι γονείς σου, οι παππούδες σου ακόμα κι εσύ ξέρεις να σιγομουρμουρίσεις κι αυθόρμητα να σκάσεις ένα αμυδρό γελάκι που κατάφερες κι αναγνώρισες τη μουσική.
Γι’ αυτό θα συγκινεί πάντα ο ήχος της λατέρνας. Δεν είναι εξάλλου κάτι που συναντάς συχνά πλέον. Οι λατερνιέρηδες χάθηκαν από το κέντρο της Αθήνας και την πλατεία Αριστοτέλους. Λες κι άνοιξε η γη και τους κατάπιε από τη μια μέρα στην άλλη. Αν είσαι όμως τυχερός, με το που θ’ ακούσεις κάποιον πλανόδιο να σέρνει τις ρόδες στο πλακόστρωτο και ξεκινήσει να γυρνά τη μανιβέλα, ξεκινά κι αναπόληση. Σε γυρνά σε μνήμες και χρόνια πιο αθώα, πιο απλά, πιο ξέγνοιαστα. Κι ο κόμπος στο στομάχι έρχεται και φεύγει στη θύμησή τους. Ας είναι. Είναι όμορφες συγκινήσεις αυτές.
Σε σένα, γιαγιά, που με έμαθες την πόλη μου και τις κρυφές της ομορφιές.