Σχέσεις· μια ανθρώπινη σύνδεση σχεδόν γονιδιακή, που συνέβαινε και συμβαίνει ανά τους αιώνες ακατάπαυστα. Μα εκεί στηρίζεται κι η ανθρωπότητα, θα μου πείτε, στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Σχέσεις εργασιακές, φιλικές, οικογενειακές και φυσικά ερωτικές. Όταν δύο άνθρωποι ερχόμαστε κοντά κι έχουμε χημεία κι ερωτισμό, αναπόφευκτα καταλήγουμε σε μια σχέση. Τουλάχιστον σε μια επαφή στην αρχή, χωρίς να οριστεί το είδος αυτής.
Γνωρίζοντας έναν άνθρωπο, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν μπορούμε εξ αρχής να δούμε τι θα είμαστε στο μέλλον. Το μυαλό μας κάνει περίεργους συλλογισμούς από ένα σημείο κι έπειτα για το τι ακριβώς έχουμε, πώς θα εξελιχθεί, έχουμε ή δεν έχουμε, τέλοσπάντων, κάτι ορισμένο. Η σχέση προχωράει με τα πρώτα ραντεβού, τις πρώτες συζητήσεις και τα βράδια βλέποντας σειρά καταλήγοντας στο κρεβάτι αγκαλιά. Βρισκόμαστε, μιλάμε, κοιμόμαστε μαζί, τα πρωινά της Κυριακής τα περνάμε στο κρεβάτι. Όλα τα σημάδια δείχνουν πως νιώθουμε το ίδιο, μα κάτι μας κρατάει πίσω όταν επιτέλους γίνεται η πολυπόθητη συζήτηση περί αμοιβαιότητας. Ξαφνικά φοβόμαστε να διαπιστώσουμε και λεκτικά το αν εκπέμπουμε στα ίδια μήκη κύματος, σαν να θέλουμε να βάλουμε σφραγίδα στα συναισθήματά μας και να στρεσαριζόμαστε για το αν θα λεκιάσει για πάντα το δέρμα.
Κι έτσι, φτάνουμε σε μια συζήτηση πολύ μακριά από όσα νιώθουμε, καταλήγοντας πως δεν είμαστε φίλοι, ούτε σχέση έχουμε. Βάζοντας οι ίδιοι τους εαυτούς μας σε μια κατάσταση που δε συμβαδίζει με αυτά που έχουμε ζήσει μαζί ή που θα θέλαμε να δοκιμάσουμε. Κάνοντάς μας ν’ αναρωτιόμαστε πώς γίνεται αφού περνάμε καλά εν τέλει να φρενάρουμε λίγο πριν τη σχέση.
Κάπως έτσι αρχίζει ένας φαύλος κύκλος, αφού οι πράξεις με τα λόγια έρχονται σε σύγκρουση και δε μας αφήνουν να δούμε καθαρά. Όσο και να μας το εξηγούν, σαφώς, υπάρχει κι η περίπτωση να μη θέλουμε να δούμε πως αυτό που εμείς έχουμε στο μυαλό μας, ενδεχομένως να μην έχει ανταπόκριση. Φεύγουμε, ξαναγυρνάμε και φτου κι από την αρχή, με το άλλο άτομο να κάνει το ίδιο αφού εμείς του το επιτρέπουμε, κάθε φορά, πιστεύοντας πως κάτι διαφορετικό θα γίνει, πως ενδεχομένως από εδώ και πέρα η αμοιβαιότητα θα είναι δεδομένη, πως δε θα υπάρχει φόβος πια να ανοιχτούμε στην προοπτική της σχέσης. Εθελοτυφλώντας με την παρόρμηση του έρωτα και της καψούρας που δε μας αφήνει να δούμε καθαρά, κάνουμε το ίδιο λάθος. Τροφοδοτούμε το μπέρδεμα που εμείς επιτρέψαμε να συμβεί.
Μέχρι που από την εξάντληση αναγκαζόμαστε ν’ αναρωτηθούμε τι μας συνδέει, αν αξίζει να το προσπαθήσουμε ή -γιατί όχι- αν είναι καιρός ν’ αλλάξουμε τακτική, μήπως καταφέρουμε κάτι διαφορετικό. Μέχρι τη στιγμή που καταλαβαίνουμε πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να μας δώσει ακριβώς αυτό που επιθυμούμε, αν ο ίδιος δε βρίσκεται στη θέση να το προσφέρει με δική του πρωτοβουλία. Κι αυτό φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα όταν έρχεται ο άνθρωπος που κουμπώνουμε αμέσως, διότι καταλαβαίνουμε γιατί με άλλους δεν κούμπωσε όπως θα θέλαμε. Δείχνοντάς μας πως τα μέτρια δεν ήταν τελικά για εμάς κι αναλωθήκαμε σε ανθρώπους που δεν ένιωσαν -τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή- όπως εμείς νιώθαμε. Και σκεφτήκαμε πως δεν ήμασταν αρκετοί για τους άλλους, ενώ η αλήθεια είναι πως, το να μη νιώθουμε το ίδιο, δε μας κάνει λιγότερο σημαντικούς. Μας κάνει απλώς ασύμβατους.
Είναι στο DNA μας να αγαπάμε και να μας αγαπούν, απλώς μπορεί όχι ταυτόχρονα, όχι αμοιβαία. Μα η καρδιά υπάρχει για ν’ αγαπάει ολοκληρωτικά έναν άνθρωπο. Το λίγο και το καθόλου δεν το χωράει. Θέλει το πολύ και θα το έχει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου