Όπως λέει κι η Μποφίλιου σε ένα τραγούδι «μάθε πλέον να μοιράζεσαι, κι έτσι δίνουμε ό,τι παίρνουμε». Βέβαια, είμαστε πολλοί άνθρωποι που έχουμε καθιερώσει το σύστημα του μόνο να παίρνουμε κι από την άλλη υπάρχουν κι εκείνοι που το μόνο που έμαθαν είναι να δίνουν καλλιεργώντας μια πολύπλοκη ανισότητα. Προφανώς κι είναι υπέροχο να δίνουμε, θα πει κανείς εκ πρώτης. Το να δίνουμε όμως με ξεκάθαρη πρόθεση να πάρουμε πίσω, δημιουργεί ένα πρόβλημα και δημιουργεί εκείνη την τρίτη και κρυφή κατηγορία people pleaser, που δεν είναι και τόσο pleaser τελικά.
Οι περισσότεροι από εμάς, ήδη στην παιδική μας ηλικία, έχουμε μάθει να είμαστε ευγενικοί, δοτικοί, εκπαιδευτήκαμε να μοιραζόμαστε με τους άλλους. Και μάλιστα, συχνά, κάνοντάς το, δεχόμασταν επιβράβευση, δώρα, αποδοχή. Εκεί κάπου είναι που πήραμε ως πληροφορία πως όταν δίνουμε κάπου κάτι, υπάρχει κάποιο αντάλλαγμα. Έτσι με μια εντελώς λάθος μετάφραση για το τι σημαίνει αμοιβαιότητα και τι ουσία έχει ο ανταποδοτικός χαρακτήρας των σχέσεων. με τα χρόνια έγινε τελικά ο κανόνας πως «όταν δίνω, παίρνω κάτι πίσω». Άρα, «αν δώσω γρήγορα και πολλά, μπορώ να ζητήσω γρήγορα και πολλά». Και μας φαίνεται κι απολύτως φυσιολογικό, καθώς μας μπέρδεψαν στη διαδρομή οι έννοιες.
Τελικά, τόσο καιρό δίναμε για να πάρουμε; Αν θέλουμε να κάνουμε μια βουτιά στην αυτοκριτική, σαφώς και το να προσφέρεις στη σχέση σου -αφού δεν είμαστε άγιοι- έχει ως απώτερο σκοπό να λάβεις: Αγάπη, αποδοχή, φροντίδα, ικανοποίηση. Ωστόσο, είναι διαφορετική περίπτωση όταν αυτό εργαλειοποιείται. Όταν ξεκινάει μια σχέση και πέφτουμε επίτηδες με τα μούτρα, δίνουμε πολλά, κάνουμε love bombing, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια σχέση εξάρτησης, κάνοντας το ταίρι μας να νιώθει υποχρεωμένο απέναντί μας. Μάλιστα, υπάρχει σοβαρή περίπτωση να πιστεύουμε πως έχουμε όλη την καλή πρόθεση να δώσουμε από την καρδιά μας, μα όταν δεν κάνει τα χατίρια μας, ή και πάνω στον τσακωμό, πετάμε τι κάναμε για εκείνο και νιώθουμε υπερβολικά απογοητευμένοι που δεν έδωσε όσα εμείς. Στόχος επετεύχθη: έχουμε το πάνω χέρι.
Είναι ένα βήμα -ή και περισσότερα- από το να δώσουμε σε κάποιον τη θέση μας και να περιμένουμε ένα ευχαριστώ, ή το να βοηθήσουμε έναν συνάδελφο με σκοπό έναν κερασμένο καφέ. Είναι το «σου δίνω για να μπορώ μετά να απαιτήσω» το οποίο σαφώς και κρύβει άλλου τύπου συμπλέγματα. Ας αναρωτηθούμε πόσες φορές έχουμε δώσει για να πάρουμε στη ζωή μα και τα συναισθήματα που νιώσαμε, η απογοήτευση, η δυσαρέσκεια ή ακόμα και η εκμετάλλευση που θεωρήσαμε πως μας ασκεί η σχέση μας, όταν δεν ενέδωσε στην υπερπροσφορά μας. Τώρα ας κατανοήσουμε γιατί με το να κατηγορούμε τους άλλους για όσα δε μας έδωσαν, μας κρατά κολλημένους στις σχέσεις μας και μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο χειρισμού.
Κάνοντας την αυτοκριτική μας κι απαντώντας στο γιατί προσφέρουμε ό,τι προσφέρουμε, την επόμενη φορά που θα δώσουμε, μπορούμε να προσέχουμε την πρόθεσή μας. Κι αν συνεχίσουμε να δίνουμε, να το κάνουμε χωρίς προσδοκίες και να δούμε τι θα συμβεί, έχοντας σαφώς και την ανθρώπινη προσδοκία μέσα μας, αφού δε γίνεται να γίνουν και θαύματα και ξαφνικά να αγαπάνε οι άνθρωποι χωρίς να έχουν ανάγκη να αγαπηθούν. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον άλλο άνθρωπο, όμως, δημιουργώντας του αισθήματα υποχρέωσης. Μπορούμε μόνο να είμαστε αληθινά εμείς κάνοντας αυτά που μας βγαίνουν αβίαστα κι αυτό περιλαμβάνει το να έχουμε υγιές κριτήριο. Έτσι, όταν προσφέρουμε από την καρδιά μας, δε βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση να περιμένει να εξαργυρωθεί η ανταλλακτική αξία της προσφοράς μας. Αλλιώς, ας μη δώσουμε καθόλου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου