Γιάννης Αντετοκούνμπο: O άνθρωπος-αθλητής για τον οποίο ό,τι και να γράψεις θα ‘ναι λίγο. Ίσως δε φτάνει να αποτυπώσεις το μέγεθός του, μέσα απ’ ένα άρθρο κι άλλωστε για να είμαστε ειλικρινείς, έχουν γραφτεί τόσα και τόσα, που χρειάζεσαι ολόκληρο βιβλίο, για να εξιστορήσεις την πορεία του. Σ’ αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναφέρουμε, φυσικά τα κατορθώματά του, αλλά και κάποιες ιστορίες για τη ζωή του, που δεν είναι ευρέως γνωστές.

Γιάννης Σίνα-Ούγκο Αντετοκούνμπο, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1994 στην Αθήνα, παιδί μεταναστών, από το Λάγος της Νιγηρίας, τρίτος στη σειρά γιος του Τσάρλς και της Βερόνικα Αντετοκούνμπο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα το 1991. Αν και γεννήθηκε στην Ελλάδα, αυτός και τα τρία του αδέρφια, Θανάσης, Κώστας και Αλέξης, (ο μεγαλύτερος αδερφός, Φράνσις, έμεινε στο Λάγος με τον παππού και τη γιαγιά), δεν απέκτησαν αυτόματα το δικαίωμα της ελληνικής ιθαγένειας. Μέχρι την ηλικία των 18 ετών, ο Γιάννης δεν ήταν πολίτης ούτε της Ελλάδος, αλλά ούτε και της Νιγηρίας. Μεγάλωσε στη συνοικία των Σεπολίων, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες, καθώς η ελληνική κρίση είχε αλλοιώσει και τις πιο προοδευτικές συνειδήσεις. Στην Ελλάδα, ήταν Νιγηριανός και στη Νιγηρία ήταν Έλληνας. Αναγκάστηκε από πολύ μικρός, μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Θανάση, να πουλάνε CD, γυαλιά ηλίου, τσάντες και ρολόγια στις υπαίθριες αγορές, για να βοηθήσουν την οικογένειά τους.

Τι πιθανότητες να έχει ένα παιδί Αφρικανών μεταναστών να ξεφύγει από το άτυπο γκέτο της Αθήνας; Απειροελάχιστες είναι η αλήθεια, έτσι ο αθλητισμός έμοιαζε μονόδρομος για τον Γιάννη. Σε ηλικία 14 ετών, παράτησε το ποδόσφαιρο (έτσι ξεκίνησε τον αθλητισμό), για το μπάσκετ και ο λόγος ήταν, για να μπορεί να περνάει περισσότερο χρόνο με τον αδερφό του, Θανάση, που είχε ξεκινήσει πρώτος το μπάσκετ. Το 2008, φοράει για πρώτη φορά τη φανέλα του Φιλαθλητικού, αρχικά στην ομάδα νέων. Τον πρώτο καιρό, μοιραζόταν τ’ αθλητικά του παπούτσια με τον αδερφό του, γιατί δεν μπορούσαν να αγοράσουν δεύτερο ζευγάρι. Πήγαιναν με τα πόδια από τα Σεπόλια στη Ζωγράφου για να προπονηθούν, ενώ πολλές φορές ενδιάμεσα στη διαδρομή, πουλούσαν CD και ρολόγια, για να φάνε οι ίδιοι αλλά και τα μικρότερα αδέρφια τους. Στον Φιλαθλητικό άρχισε από την αρχή να δείχνει το ταλέντο του.

Αυτό που ίσως δε γνωρίζουν οι περισσότεροι, είναι ότι πριν υπογράψει στο ΝΒΑ , ο τότε ατζέντης του Γιώργος Πάνου, είχε επικοινωνήσει με τον αθλητικό διευθυντή της Σαραγόσα, Ουίλι Βίλαρ και του έστειλε ένα βίντεο, πολύ χαμηλής ποιότητας, που όμως στα μάτια κάποιου ειδικού, φαινόταν η κλάση του νεαρού Γιάννη. Ο Βίλαρ ήρθε αμέσως στην Ελλάδα, παρακολούθησε από κοντά τον Γιάννη και ήταν τόσο πολύ ενθουσιασμένος, που με το που γύρισε στην Ισπανία, ξεκίνησε τη διαδικασία για να φέρει τον Γιάννη Αντετοκούνμπο στη Σαραγόσα. Η Ισπανική ομάδα, απέκτησε τα δικαιώματά του για μόλις 200.000 ευρώ, με τον Γιάννη να υπογράφει τετραετές συμβόλαιο τον Δεκέμβριο του 2013. Το συμβόλαιο έλεγε ότι ο Γιάννης θα έμενε στον Φιλαθλητικό μέχρι τέλος της σεζόν και την επομένη θα αγωνιζόταν για τη Σαραγόσα. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε η Ισπανική ομάδα, καθώς ο Γιάννης επιλέχθηκε πολύ ψηλά στο ντράφτ του ΝΒΑ το 2013 και το Μιλγουόκι ήθελε την άμεση ενσωμάτωσή του στην ομάδα, πληρώνοντας στη Σαραγόσα, το ποσό των 500.000 ευρώ. Έτσι ο Γιάννης δεν αγωνίστηκε ποτέ με την ισπανική ομάδα κι αποτέλεσε μια μεταγραφή, η οποία όμως έφερε στον σύλλογο της Σαραγόσα, 300.000 ευρώ κέρδος, χωρίς να παίξει καθόλου.

27 Ιουνίου 2013, επιλέχθηκε στο νούμερο 15 στα ντραφτ του ΝΒΑ, καταλαμβάνοντας την υψηλότερη θέση σε ντράφτ για Έλληνα παίκτη, την οποία μέχρι τότε κρατούσε ο Πέντραγκ Στογιάκοβιτς (είχε διπλή υπηκοότητα) από το 1996. Η στιγμή που άλλαξε η μοίρα του Γιάννη, ολόκληρου του οργανισμού αλλά και της Πολιτείας του Γουισκόνσιν ήταν 30 Ιουλίου 2013, όταν και υπόγραψε το συμβόλαιο με τους Μιλγουόκι Μπακς. Επιλέγει τον αριθμό 34 για τη φανέλα του, όχι τυχαία φυσικά, ο λόγος για την επιλογή του νούμερου αυτού, ήταν καθαρά προσωπικός, αφού ο πατέρας του είχε γεννηθεί το 1963 και η μητέρα του, το 1964, έτσι πήρε το τελευταίο νούμερο από τις δύο χρονιές και βγήκε το γνωστό πλέον σε όλους μας, νούμερο 34. Το ίδιο ακριβώς έκανε αργότερα και ο αδερφός του, Θανάσης, αντιστρέφοντας τα δύο νούμερα, επιλέγοντας τον αριθμό 43.

Ξεκινώντας τη ζωή του στο Μιλγουόκι, έστελνε χρήματα συνέχεια στην οικογένειά του στην Ελλάδα, μάλιστα ένα χαρακτηριστικό, που το έχει πει ο ίδιος σε συνέντευξή του, είναι πως κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι είχε στείλει όλα του τα χρήματα και δεν είχε ο ίδιος ούτε ένα δολάριο για να πάει στην προπόνηση, έτσι ξεκίνησε να τρέχει για να προλάβει, μέχρι που κάποιος περαστικός, σταμάτησε και τον πήρε με το αυτοκίνητό του. Ήταν η στιγμή που αποφάσισε, πως θα πρέπει να κρατάει και λίγα χρήματα για τον εαυτό του. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου όμως δύσκολα αλλάζει, έτσι όταν μια μέρα βρέθηκε μπροστά σε ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, ερωτεύτηκε ένα PlayStation, που κόστιζε 400 δολάρια. Το ήθελε πάρα πολύ κι έτσι μετά από μερικές ημέρες, μπήκε στο κατάστημα και το αγόρασε. Στο σπίτι όμως οι τύψεις του προκάλεσαν ασφυξία, πως έγινε τόσο σπάταλος; Ακόμη δεν είχε κατακτήσει τίποτα κι αυτές οι σκέψεις, τον βάραιναν για ώρες. Μάλιστα εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί (όπως έχει αναφέρει ο ίδιος), από τη σκέψη ότι τα λεφτά ήταν πολλά για ένα παιχνίδι. Το επόμενο πρωινό, πήγε πάλι στο κατάστημα και επέστρεψε το παιχνίδι, αχρησιμοποίητο, του κουτιού.

Μετά από μια χρονιά στον πάγκο, με ελάχιστον χρόνο συμμετοχής, ο Γιάννης άρχισε την εκπληκτική άνοδό του στα παρκέ του ΝΒΑ. Κέρδισε το προσωνύμιο του “Greek Freak” και σάρωσε κάθε βραβείο στο διάβα του, πράγμα γνωστό πλέον σ’ όλους. Το καλοκαίρι του 2016, μαζί με τον αδερφό του Θανάση, δραστηριοποιούνται με τη διοργάνωση των Antetokounbros, η οποία δημιουργήθηκε για να κάνουν αγώνες επίδειξης, φιλικά παιχνίδια στην Ελλάδα, με σκοπό την προώθηση του αθλήματος, της αθλητικής άμιλλας και την κοινωνική ευαισθητοποίηση. Τον Ιούλιο του 2018, έγινε ο έλληνας αθλητής που διακοσμούσε το εξώφυλλο της συσκευασίας του διάσημου ηλεκτρονικού παιχνιδιού ΝΒΑ 2Κ, ο πρώτος μη Αμερικανός αθλητής που προβλήθηκε ποτέ στο εξώφυλλο. Η κορύφωση όλων ήταν το 2021, όπου ο Γιάννης Αντετοκουνμπο, κουβάλησε τους Μπακς σ’ όλη τη σειρά στην πλάτη του, με πολλά ιστορικά highlights, με το κερασάκι στην τούρτα να μπαίνει στο τελευταίο ματς τίτλου, όπου πέτυχε 50 πόντους και έτσι χάρισε τον τίτλο στο Μιλγουόκι, μετά από 50 χρόνια. Ο ίδιος δήλωσε, ότι θα αντάλλαζε αυτό το πρωτάθλημα, μ’ ένα μετάλλιο με την Εθνική Ελλάδος, σε κάποιο μεγάλο τουρνουά. Μεγαλείο πραγματικά.

Πλέον ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ανήκει στην κατηγορία των αθλητών-επιχειρηματιών. Ο δύο φορές MVP του ΝΒΑ και πρωταθλητής το 2021, πλησιάζει το φράγμα των 100 εκατ. Δολαρίων, σε ετήσια έσοδα, από όλες τις πηγές των εισοδημάτων του: Συμβόλαιο, χορηγούς και άλλες εμπορικές συμφωνίες. Από τους χορηγούς ξεχωρίζει το πολυετές συμβόλαιο με τη ΝΙΚΕ που εκτιμάται ότι του αποφέρει 12 εκατ. δολάρια τον χρόνο. Πέρα όμως από τα επιχειρηματικά, μπασκετικά, αθλητικά ταλέντα του, η ανεκτίμητη προίκα του, είναι ο χαρακτήρας του. Θα μπορούσε, άνετα κιόλας, να είχε καβαλήσει το καλάμι, να είναι ένας ξιπασμένος και να βγάζει, με αρνητικό τρόπο, όλα του τα απωθημένα και κανείς δε θα μπορούσε να του πει και τίποτα. Αντί γι’ αυτό, παραμένει απλός και σεμνός, παραμένει ο Γιάννης από τα Σεπόλια. Τη ζωή του θα τη διηγούμαστε για να εμπνέουμε τις επόμενες γενιές, γιατί ο Γιάννης έγινε θρύλος. Γιατί όταν η ίδια η ζωή ξεπερνάει την πιο ζωηρή φαντασία και την πιο ευφάνταστη ταινία, τότε γράφεται ιστορία.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Φώτιος Λαμπαδάριος
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου