Το σημείο καμπής στη ζωή ενός ανθρώπου είναι τα 45 χρόνια. Αυτό αποδεικνύεται, άλλωστε, κι από μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Warwick, μέσω της οποία εξετάστηκαν τα δεδομένα από 72 χώρες, όπου οι κάτοικοί τους κλήθηκαν να απαντήσουν πόσο ικανοποιημένοι είναι από τη ζωή τους. Ενώ από χώρα σε χώρα ήταν διαφορετικά τα αποτελέσματα, ο μέσος όρος όλων, από κοινού, ήταν τα 45 χρόνια. Παρά το γεγονός ότι όσο πλησιάζουν στην τρίτη ηλικία οι άνθρωποι θεωρητικά χάνουν πράγματα όπως τη ζωντάνια, την ευστροφία και ίσως την εμφάνιση, κερδίζουν κάτι πολύ σημαντικό, την ευτυχία.
Κακά τα ψέματα, τα 45 είναι ένα σημείο καμπής, αφού η λεγόμενη μέση ηλικία έχει αφετηρία την ηλικία των 45 ετών περίπου κι εκτείνεται έως και την ηλικία των 65. Ο κάθε άνθρωπος, φυσικά, τη βιώνει διαφορετικά, καθώς παίζει ρόλο η προσωπικότητά του, το περιβάλλον του αλλά και η πολιτισμική του ταυτότητα. Παρά τις όποιες διαφορές που μπορεί να υπάρχουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, η είσοδος στη συγκεκριμένη ηλικία σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός σημαντικού κεφαλαίου και το άνοιγμα ενός νέου. Αυτό που συμβαίνει κατά βάση, είναι ένας απολογισμός ζωής, θα μου επιτρέψετε να πω. Με την είσοδό του στη μέση ηλικία ο άνθρωπος αξιολογεί πού έχει φτάσει επαγγελματικά, προσωπικά, ο ρόλος του ως γονέας (αν είναι), η κοινωνική του ζωή και τέλος, η φυσική του κατάσταση. Θα λέγαμε ότι κλείνει ένας κύκλος ζωής, μιας ιδιαίτερα παραγωγικής ηλικίας και περνάει σε έναν άλλο κύκλο, καινούργιο: της απόλαυσης και της ευτυχίας.
Η αλήθεια είναι ότι μετά τα 45, οι φωνές γύρω σου αρχίζουν να χαμηλώνουν κι ακούς πιο καθαρά τη δική σου. Έχεις απαλλαγεί από την ανάγκη να αποδεικνύεις την αξία σου κι ανακαλύπτεις πόσο απελευθερωτικό αλλά και συνάμα ανακουφιστικό είναι, να μη δίνεις δεκάρα για τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για εσένα. Έχεις πετάξει ό,τι σκουπίδι σε φόρτωσαν οι προηγούμενες δεκαετίες όπως θυμό, ζήλια, ενοχές, φόβους, και ξεκινάς μια καινούργια ζωή.
Κάποτε, έλεγαν ότι το να είσαι στην ηλικία των 45 και βάλε, ήταν η αρχή της σύνταξης και κανείς τότε δεν περίμενε ότι μπορείς να γυμνάζεσαι, να ξεκινάς νέες δουλειές, να μετακομίζεις, να κάνεις one night stands με αγνώστους. Ο ηλικιακός ρατσισμός έχει υποχωρήσει αισθητά, μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα όπου οι άνθρωποι συνεχίζουν να φροντίζουν τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να ζουν περισσότερο.
Ο συγγραφέας Jonathan Rauch στο βιβλίο του «Η καμπύλη της ευτυχίας», επιχειρεί να αποδείξει ότι η ζωή δεν τελειώνει στα 50 αλλά στην ουσία ξαναρχίζει. Φανταστείτε τώρα 5 χρόνια πριν! Ο ίδιος υποστηρίζει λοιπόν ότι το πόσο ευτυχισμένοι είμαστε μειώνεται σταδιακά αλλά σταθερά από την ηλικία των 20+ ώσπου στην ηλικία των 50 αρχίζει ξανά μια ανοδική πορεία μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια πενταετία ακόμη για να φτάσουμε στο maximum της ευτυχίας.
Φυσικά υπάρχει και η περίπτωση του Bryan Johnson, που είναι 45 ετών, αλλά οι εξετάσεις του δείχνουν ότι έχει καρδιά ενός 37χρονου. Ο Johnson είναι ένας επιχειρηματίας της βιοτεχνολογίας, που ελπίζει να ξεγελάσει τη φυσική ροή της γήρανσης. Οι εξετάσεις που έγιναν από γιατρούς δείχνουν ότι ο Bryan έχει το δέρμα ενός 28χρονου και τους πνεύμονες ενός 18χρονου! Στόχος του είναι να έχει τα όργανα ενός 18χρονου κι ελπίζει να το πετύχει μέσω ενός πειραματικού προγράμματος το οποίο έχει ονομάσει Project Blueprint. Επικεφαλής του προγράμματος είναι ο Oliver Zolman, ένας 29χρονος γιατρός που αυτοαποκαλείται «Ο γιατρός της αναζωογόνησης». Σύμφωνα με το Bloomberg, ο Johnson αναμένεται να ξοδέψει πάνω από 2 εκατ. δολάρια, μόνο για φέτος! Άρα οι 45+ είμαστε σε καλό δρόμο, έχουμε ελπίδες, αρκεί να ξεκινήσουμε την αποταμίευση.
Για να γυρίσουμε στα σοβαρά, στην ηλικία των 45 μπορείς, με τις εμπειρίες που έχεις συγκεντρώσει, να ξεκινήσεις μια νέα ζωή. Έχεις διανύσει τα μισά κι έχεις άλλα τόσα. Μην ξεχνάς όμως πως πρέπει να βοηθήσεις τον οργανισμό σου με άσκηση, έλεγχο βάρους κι αν είσαι καπνιστής καλό θα ήταν να το κόψεις. Κυρίως όμως, κόψε γκρίνια, μιζέρια και κακή ενέργεια, και θα δεις θαύματα να συμβαίνουν γύρω σου και μέσα σου. Όσοι λοιπόν είστε 45+ να ξέρετε πως τώρα ξεκινάει η πραγματική ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου