Είναι στ’ αλήθεια εξωφρενικά ανατριχιαστικό, πόσες ομοιότητες  και πόσα γενετικά χαρακτηριστικά μπορείς να διακρίνεις πάνω σου, παρατηρώντας και αναλύοντας τις προσωπικότητες και τα χαρίσματα των γονιών σου. Συνειδητοποιείς ότι είσαι στην ουσία, κι όχι απλώς στα χαρτιά, ένα μοναδικά δικό τους «πάντρεμα», ένας ανεξήγητα παράλογος αλλά και συνάμα, ένας τόσο λογικός συνδυασμός, που σου αιτιολογεί και σου αποδεικνύει, σε καθημερινή βάση, πως είσαι «δικό» τους δημιούργημα.

Και πόσο πολύ καμαρώνουν, μόλις κάποιος φίλος ή γνωστός διαλέξει να επιβραβεύσει το «μεγαλούργημά» τους με φράσεις του τύπου «Πόσο πολύ σου έμοιασε αυτό το παιδί;». Στην εξυπνάδα θες, στην τσαχπινιά, στην ντομπροσύνη; Συμπλήρωσε εσύ τα δικά σου γονιδιακά χαρίσματα, η ουσία παραμένει η ίδια. Χαμογελάνε τα αυτάκια τους, πεταρίζει ο νους τους, ανοίγει η καρδιά τους, δυναμώνει το μέσα τους βρε παιδί μου.

Σε αντίθετη περίπτωση όμως, θέλω να μου πείτε τι ακριβώς συμβαίνει, όταν οι ίδιοι σου οι γονείς διακρίνουν αρνητικά χαρακτηριστικά επάνω σου, τα οποία αδιαμφισβήτητα και όλως τυχαίως ανήκουν γενετικά και αυτεπάγγελτα στο γονιό που δεν έχει προλάβει να σχολιάσει πρώτος με φράσεις του τύπου «Ίδιος η μάνα σου στο πείσμα σου βρε παιδάκι μου!» ή «Πόσο πολύ μου θυμίζεις τον πατέρα σου όταν θυμώνεις βρε χαρά μου;».

Την πρώτη φορά που σου συμβαίνει αυτό, σταματάς με ό,τι ασχολείσαι και τους κοιτάς αποχαυνωμένος και απορημένος, διερωτώμενος αν το πρόβλημα εξακολουθείς να είσαι εσύ την παρούσα στιγμή ή μήπως, επειδή δεν άκουγες με προσοχή τον ασταμάτητο μονόλογο, στον οποίο απαριθμούνται τα στραβά σου και τα «γιατί» τους, έχασες κάποιο κόμμα ή τελεία.

Το υπέρτατο momentum βέβαια, συμβαίνει στην περίπτωση που όλα τα παραπάνω διαδραματίζονται παρουσία και του «παραβάτη» γονέα. Κι ενώ μέχρι να συμβεί αυτό, νομίζεις ότι η καμπάνα θα χτυπήσει για τα δικά σου τερτίπια, τα ανυπέρβλητα καμώματά σου, τα λάθη σου, τα πάθη σου και όλα τα συναφή, ξαφνικά γίνεσαι θεατής μιας αιώνιας και φλογερής διαμάχης των δύο φύλων. Καταλήγεις, από πρωταγωνιστικό ρόλο σε υποσχόμενη ταινία με υποψηφιότητες Όσκαρ, σε θεατή που μασουλάει ανενόχλητα ποπ κορν σε μια άδεια αίθουσα του σινεμά.

Και πάνω που λες, «Φτηνά τη γλίτωσα αυτή τη φορά!», συνειδητοποιείς πως όλο το σκηνικό που έχεις παρακολουθήσει μόλις ήταν απλώς ναζάκια μεταξύ τους και μια μικρή αφορμή για να θυμηθούν τα νιάτα τους, να ξανανιώσουν, να ξαναερωτευθούν ή και να ξαναμισηθούν, με απώτερο σκοπό να σπάσουν την μονοτονία της ρουτίνας τους.

Δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις που κάνουν σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια ή αν πρέπει να απορήσεις, για την τελική έκβαση της συγκεκριμένης διαφωνίας.

Πάντως, οφείλουμε να παραδεχτούμε θέλοντας και μη, πως είμαστε δικά τους «αντίγραφα» με κάποια σημάδια εξέλιξης προς το καλύτερο ή και προς το χειρότερο κι αυτό είναι αρκετό για να πάρεις κι εσύ μια μικρή ιδέα, για το τι μέλλει γενέσθαι, όταν πλέον θα ‘ρθει και η δική σου σειρά και θα βρίσκεσαι εσύ στην ίδια ακριβώς θέση.

Και μεταξύ μας, γνωρίζουμε ακριβώς από ποιον απ’ τους δυο έχουμε πάρει το κάθε υπέροχο «κουσούρι» μας και προλαβαίνουμε ακόμα να βρούμε τον τρόπο για να διορθώσουμε ό,τι καθρεφτίζεται και αντανακλάται στα δικά μας μάτια. 

Στη φράση «εγώ ποτε θα γίνω μάνα ή πατέρας», ο τόνος είναι δικός σας.

 

Επιμέλεια Κειμένου Στέλλας Αστυρακάκη: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Στέλλα Αστυρακάκη