Συνέλαβαν παιδιά. Τα φυλάκισαν. Τα δίκασαν σαν ενήλικες. Τα καταδίκασαν. Και μετά από τρεισήμισι χρόνια, αναγνώρισαν πως ήταν ανήλικα, και πως ήταν αθώα. Αυτό, όμως, δεν ήταν δικαιοσύνη. Ήταν εγκλεισμός. Ήταν βασανιστήριο. Ήταν μια δεύτερη φυλακή για παιδιά που ήδη είχαν επιζήσει από την πρώτη.

Τα παιδιά αυτά — πρόσφυγες από το Αφγανιστάν — έφτασαν στη Λέσβο το 2020, με την ελπίδα μιας ζωής κάπως λιγότερο επικίνδυνης. Βρέθηκαν στη Μόρια, σε έναν τόπο που ονομάστηκε “κολαστήριο” όχι τυχαία: υπερπληθυσμός, απανθρωπιά, λάσπη και φωτιές. Και όταν το ΚΥΤ κάηκε, η απάντηση της ελληνικής Πολιτείας δεν ήταν η προστασία τους. Ήταν οι χειροπέδες.

Κατηγορήθηκαν χωρίς αποδείξεις. Στερήθηκαν διερμηνείς. Δεν είχαν νομική προστασία ουσιαστική. Προφυλακίστηκαν σχεδόν αυτόματα. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, δικάστηκαν ως ενήλικες, παρά το γεγονός ότι οι ημερομηνίες γέννησης έλεγαν άλλα. Καταδικάστηκαν.

Έπρεπε να περάσουν 3,5 χρόνια. Να χάσουν την εφηβεία τους. Να ζήσουν τα πιο καθοριστικά χρόνια της ζωής τους πίσω από κάγκελα. Να περάσουν από τη φυλακή της Μόριας — που τυπικά δε λεγόταν φυλακή — σε μια κανονική φυλακή, γιατί το σύστημα τους χρειαζόταν ενόχους. Για να έχει κάποιος να δείξει. Για να πει “δείτε, κάναμε κάτι”.

Μόλις την Παρασκευή, το Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων Μυτιλήνης αποφάσισε ότι τα παιδιά αυτά είναι αθώα. Ομόφωνα. Με καθυστέρηση 3,5 ετών. Κι αυτό παρουσιάζεται ως «αίσιο τέλος». Μα πώς λέγεται αίσιο ένα τέλος, όταν ενδιάμεσα υπήρξε μια καταδίκη χωρίς στοιχεία, μια ζωή σε κελί, μια σιωπή από θεσμούς και πρόσωπα που έπρεπε να προστατεύσουν και όχι να καταστρέψουν;

Δεν είναι η πρώτη φορά. Και δε θα είναι η τελευταία, όσο το κράτος κατασκευάζει ενόχους από ανάγκη. Όσο τα παιδιά μεταναστών λογίζονται ως πειραματόζωα της “δικαιοσύνης”. Όσο το δίκαιο μετατρέπεται σε σάπιο εργαλείο καταστολής.

Η υπόθεση αυτή αφορά τη «Δικαιοσύνη». Μα η ίδια η ιστορία είναι η απόδειξη πως εδώ, η έννοια αυτή έχει διαλυθεί. Πώς αλλιώς να εξηγήσεις ότι το κράτος μας φυλάκισε παιδιά που δεν είχαν κάνει τίποτα, τα έκρινε με λάθος νομική βάση, τους αρνήθηκε το τεκμήριο αθωότητας, τα αγνόησε, και σήμερα απλώς… τα αθωώνει;

Η χώρα μας, λένε, θα βρεθεί αντιμέτωπη με δαπανηρές συνέπειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δηλαδή το κράτος μπορεί να πληρώσει για την αδικία. Τα παιδιά όμως; Ποιος θα τους επιστρέψει τον χρόνο που έχασαν, το τραύμα που τους άφησε, το στίγμα, το φόβο, τη μοναξιά, τον θυμό;

Αυτό δεν είναι απλώς μια νομική αποτυχία. Είναι ηθικό ναυάγιο. Είναι μια ακόμη υπενθύμιση πως η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν απέχει πολύ από εκείνο το κολαστήριο που κάποτε λεγόταν Μόρια.

Και το πιο σοκαριστικό δεν είναι η αθώωση. Είναι η διαχείριση του γεγονότος σαν να πρόκειται για κάτι που απλώς συμβαίνει. Όχι, δεν είναι φυσιολογικό. Δεν είναι σύμπτωση. Είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών, συγκεκριμένων προσώπων, νόμων που επιτρέπουν παραθυράκια, και κοινωνικής αδιαφορίας.

Αν αυτή είναι η Δικαιοσύνη, τότε είναι ένα κακόγουστο αστείο. Και όποιος την υπερασπίζεται, δεν είναι ουδέτερος — είναι συνένοχος. Γιατί όταν το σύστημα καταστρέφει παιδιά, το ελάχιστο που οφείλεις να κάνεις είναι να το πεις καθαρά:

Δεν ήταν δίκαιο. Δεν ήταν σωστό. Ήταν ένα ακόμη έγkλημα.

Συντάκτης: Αγγελική Θεοχαρίδη